Όταν οι διορισμοί γίνονταν από τις χαραμάδες…

Γράφει η Ευτυχία Λαμπροπούλου

 

Πριν λίγες μέρες περνώντας έξω από ένα καφενείο, έπεσα πάνω σε ένα πηγαδάκι πρώην  αιρετών. Είχαν πιάσει κουβεντολόι και αναμόχλευαν ιστορίες περασμένων δεκαετιών. Ανάμεσα στα άλλα αναφέρθηκαν σε διορισμούς τραπεζικών υπαλλήλων τους οποίους είχαν βάλει στα τμήματα ξενόγλωσσων χωρίς να γνωρίζουν καλά –καλά τα ελληνικά, όπως χαρακτηριστικά έλεγαν. 

Γι’ άλλους πάλι που διόριζαν στους δήμους ελέω πολιτικών γραφείων, σε εφορίες, σε οργανισμούς, πρόσωπα με μηδενικά προσόντα αναρριχόταν σε θέσεις και βαθμίδες χωρίς κανένα υπόβαθρο. Αφού τους άκουγα αποσβολωμένη να λένε τις ιστορίες τους πνιγμένοι από τα γέλια, λες και είχαν κάνει κάποιο κατόρθωμα. Τους σταμάτησα για λίγο και με θυμό τους ρώτησα,  «όλοι αυτοί τι απέγιναν;».  Πήρα για απάντηση «συνταξιοδοτήθηκαν και περιμένουν τώρα να διορίσουν τα παιδιά τους ίσως και τα εγγόνια τους».

 

Τσαντίστηκα,  σκεπτόμουν τη δική μου γενιά που δίνει καθημερινά τον αγώνα της επιβίωσης, παιδιά που εργαζόμαστε και σπουδάζουμε παράλληλα,  που παλεύουμε και αγωνιζόμαστε για την επιβίωση,  που το 24ωρο μας φαίνεται ελάχιστο, δοξάζοντας τον Θεό κάθε μέρα για  το γεγονός ότι μπορούμε έστω κάπου  να απασχολούμαστε ή να εργαζόμαστε. Με αυτές τις σκέψεις βρέθηκα μπροστά στον γκισέ μιας Δημόσιας υπηρεσίας, αν και μια συνηθισμένη ημέρα οι υπάλληλοι ελάχιστοι, μια ζακέτα κρεμασμένη στην καρέκλα η υπάλληλος άφαντη, λίγο πιο πέρα ένας άλλος μεσήλικας κοντά 60 χρόνων   αδιαφορώντας για την παρουσία μου, συνέχιζε να μιλάει στο τηλέφωνο «τι φαγητό είπαμε έχεις για μεσημέρι; Θα πας να πάρεις το παιδί από το σχολείο ή να πάω εγώ; Α καλά άστο θα πάω με τους συναδέλφους να πιω καμιά μπύρα» εν ολίγοις άκουσα όλο τον τηλεφωνικό διάλογο  ιδιωτικής φύσης, πριν προλάβω να τον ρωτήσω χτυπάει το κινητό,  ακάθεκτος σα να μην υπήρχα στο χώρο απαντάει «τι είπαμε έγινε με τον ΠΑΟΚ; Πωπω ζημιά… τι λες βρε παιδί μου;»  αφού άκουσα και  τα ποδοσφαιρικά νέα,  περιμένοντας στωικά τον ρώτησα  επιτέλους αυτό που ήθελα. Φυσικά πήρα την απάντηση «Ξέρετε δεν είναι δική μου αρμοδιότητα αλλά της κυρίας που αυτή τη στιγμή έχει πεταχτεί για λίγο έξω».  Επειδή η επιμονή μου σκάει γάιδαρο  του αντιτείνω  «μην ανησυχείτε έχω όλη την καλή θέληση να περιμένω. Πείτε μου πότε θα έρθει;» για να λάβω την αποστομωτική απάντηση «δεν ξέρω πότε θα γυρίσει πετάχτηκε μέχρι τα μαγαζιά».

 

Κοιτώντας λίγο πιο προσεχτικά τον περιβάλλοντα  χώρο κατάλαβα, πως οι ελάχιστοι εναπομείναντες υπάλληλοι έχουν θεσπίσει τους δικούς τους κανόνες ασυδοσίας, σε ένα κουκούλι ατιμωρησίας  και  αλληλοκάλυψης.

 

Λίγο πριν φύγω, έκανα μια ερώτηση  στον εν λόγω υπάλληλο  «Τι είστε κύριε μόνιμος ή συμβασιούχος;». Φυσικά, με βλέμμα θρασύ και ύφος καρδιναλίων μου απαντάει «σου μοιάζω για συμβασιούχος ; Μόνιμος είμαι!!!». Ορθή  κοφτή  του ανταπαντώ «το κατάλαβα από την αδιαφορία σας… ρητορική ήταν η ερώτηση». Έστρεψα την πλάτη μου και αποχώρησα χωρίς να ρίξω ούτε μια ματιά πίσω μου.

 

Την ώρα που μιλάνε για επαναπατρισμό των νέων ανθρώπων, την στιγμή που η νεολαία αιμορραγεί από την μάστιγα της ανεργίας, που οι ΙΔΟΧ , ΙΔΑΧ και ναι αρκετοί ευσυνείδητοι δημόσιοι υπάλληλοι καταθέτουν ιδρώτα και αίμα προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες της υπηρεσίας τους. Υπάρχουν άνθρωποι που προσβάλουν κατάμουτρα τον Έλληνα φορολογούμενο πολίτη με την στάση τους και την συμπεριφορά τους. Άνθρωποι που δεν σεβάστηκαν την θέση που κατέχουν, καθώς τους χαρίστηκε και δεν την κέρδισαν με κόπο.

 

Με λίγα λόγια, κάποτε σε αυτή την χώρα θα πρέπει να λειτουργήσουν οι ελεγκτικοί μηχανισμοί και ο κάθε κατεργάρης να πάει στον πάγκο του. Όπου οι άξιοι και οι αξίες θα επιβραβεύονται και οι μη παραγωγικοί θα στηλιτεύονται, προκειμένου να έρθει η πολυπόθητη άσπρη μέρα η οποία δεν θα προέρχεται από το χιόνι.

Διαβάστε επίσης