Ανάπτυξη αλλά υπό την προϋπόθεση της αύξησης των επενδύσεων βλέπει η Κομισιόν σε έκθεσή της, όμως προειδοποιεί για προκλήσεις, όπως στη διαχείριση των χρεών.
Η ελληνική οικονομία αποδείχθηκε ανθεκτική απέναντι στους εξωτερικούς κλυδωνισμούς, όπως αναφέρει η Επιτροπή, η οποία σήμερα δημοσίευσε τους τελευταίους γύρους εκθέσεων μεταπρογραμματικής εποπτείας για την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Ισπανία, την Κύπρο και την Πορτογαλία. Εκτός από την κατανάλωση, οι επενδύσεις αναμένεται να αποτελέσουν το βασικό μοχλός ανάπτυξης, κυρίως λόγω του Ταμείου Ανάκαμψης.
Από την άλλη η Κομισιόν αναφέρεται στο εξης: Η αποτελεσματική αναδιάρθρωση του χρέους και η αποτελεσματική λειτουργία της αναγκαστικής είσπραξης οφειλών- σε συνδυασμό με τη λειτουργία της δευτερογενούς αγοράς για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια- θα αποτελέσουν το κλειδί για την περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και κατ’ επέκταση για τη στήριξη της οικονομικής απόδοση της οικονομίας.
Τονίζει λοιπόν ότι η εκκαθάριση των μη εξυπηρετούμενων οφειλών από τους διαχειριστές εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις. Οι προκλήσεις αυτές περιλαμβάνουν τις καθυστερήσεις στις δικαστικές διαδικασίες, από το υψηλό ποσοστό άγονων πλειστηριασμών και, σε μικρότερο βαθμό, από τη διαδικασία του «εξωδικαστικού συμβιβασμού».
Σύμφωνα με την έκθεση, η αποτελεσματική αναδιάρθρωση του χρέους και η αποτελεσματική λειτουργία της αναγκαστικής είσπραξης οφειλών, σε συνδυασμό με τη λειτουργία της δευτερογενούς αγοράς για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, θα αποτελέσουν το κλειδί για την περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και κατ’ επέκταση για τη στήριξη της οικονομικής απόδοση της οικονομίας.
Η ελληνική οικονομία έτρεξε με 5,6% το 2022 και το πραγματικό ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,4% το 2023, 2,3% το 2024 και 2,2% το 2025, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής. Εκτός από την κατανάλωση, οι επενδύσεις αναμένεται να αποτελέσουν το βασικό μοχλός ανάπτυξης, κυρίως λόγω του Ταμείου Ανάκαμψης.
Όπως αναφέρει η Επιτροπή, οι πρόσφατες φυσικές καταστροφές αναμένεται να έχουν σχετικά μικρό αντίκτυπο στην αύξηση του ΑΕΠ το 2023, καθώς οι πληγείσες περιοχές αντιπροσωπεύουν περιορισμένο μερίδιο της συνολικής προστιθέμενης αξίας.
Μετά την πτώση το πρώτο εξάμηνο του 2023, ο πληθωρισμός αναμένεται να μειώνεται, αν και με βραδύτερο ρυθμό. Οι βασικοί λόγοι είναι η εξασθένηση των ενεργειακών τιμών και της σταθερής αύξησης των μισθών.
Απασχόληση, τράπεζες
Η απασχόληση αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω, αν και με πιο ήπιο ρυθμό, ενώ το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να μειωθεί τα επόμενα έτη. Παρόλα αυτά, το εξωτερικό ισοζύγιο είναι πιθανό να καταγράψει σημαντικό έλλειμμα. Ως προς το δημοσιονομικό ισοζύγιο προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα από το 2023. Το πρωτογενές ισοζύγιο αναμένεται να βελτιωθεί σε πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ το 2023, λόγω της σημαντικής μείωσης του κόστους των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης.
Η κερδοφορία των τραπεζών παραμένει ισχυρή, αλλά η διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ιδίως από τους διαχειριστές συνεχίζει να αντιμετωπίζει προκλήσεις. Σύμφωνα με την Κομισιόν, το 2022 και το πρώτο εξάμηνο του 2023, οι τράπεζες επωφελήθηκαν από την αύξηση των περιθωρίων επιτοκίου, η οποία ενίσχυσε την κερδοφορία των τραπεζών, επιτρέποντάς τους να ενισχύσουν τους κεφαλαιακούς τους δείκτες. Ωστόσο, τα περιθώρια επιτοκίου αναμένεται να μειωθούν λόγω της αύξησης του κόστους χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των υψηλότερων επιτοκίων καταθέσεων.
Η εκκαθάριση των μη εξυπηρετούμενων οφειλών από τους διαχειριστές εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις. Οι προκλήσεις αυτές περιλαμβάνουν τις καθυστερήσεις στις δικαστικές διαδικασίες, από το υψηλό ποσοστό άγονων πλειστηριασμών και, σε μικρότερο βαθμό, από την διαδικασία του «εξωδικαστικού συμβιβασμού». Η αποτελεσματική αναδιάρθρωση του χρέους και η αποτελεσματική λειτουργία της αναγκαστικής είσπραξης οφειλών, σε συνδυασμό με τη λειτουργία της δευτερογενούς αγοράς για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, θα αποτελέσουν το κλειδί για την περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και κατ’ επέκταση για τη στήριξη της οικονομικής απόδοση της οικονομίας.
Δικαστικές υποθέσεις και κρατικές εγγυήσεις
Όπως αναφέρει η Κομισιον, ο ρυθμός εκκαθάρισης των συσσωρευμένων υποθέσεων αφερεγγυότητας νοικοκυριών είναι σταθερός. Μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2023, το 96,5% των δικαστικών υποθέσεων αναμένεται να έχουν εκδικαστεί και οι τελικές δικαστικές αποφάσεις εκδοθούν για το 75% των υποθέσεων. Οι εξωδικαστικές αναδιαρθρώσεις έχουν κερδίσει έδαφος και οι αρχές σκοπεύουν να εισαγάγουν νέα χαρακτηριστικά στην πλατφόρμα.
Ωστόσο, υπάρχει περιθώριο για χρήση και άλλων εργαλείων, όπως η δεύτερη ευκαιρία. Η διαδικασία για τη σύσταση του οργανισμού πώλησης και επαναμίσθωσης δεν αναμένεται να ολοκληρωθεί πριν από τον Σεπτέμβριο του 2024. Το προσωρινό καθεστώς για την προστασία της πρώτης κατοικίας των ευάλωτων νοικοκυριών πρόκειται, επομένως, να παραταθεί για άλλους 15 μήνες ή μέχρι τη δημιουργία του Οργανισμού. Οι περισσότερες απαιτήσεις που σχετίζονται με τις κρατικές εγγυήσεις διεκπεραιώθηκαν, αλλά οι πληρωμές παραμένουν σημαντικά κάτω από τους στόχους. Ανάλογα με τις δικαστικές αποφάσεις, μια ένα σημαντικό μέρος των ζητούμενων κρατικών εγγυήσεων μπορεί να καθυστερήσει ή να μην καταβληθεί καθόλου, ιδίως στον τομέα των επιχειρηματικών δανείων.
Η διαχείριση των δημόσιων περιουσιακών στοιχείων γίνεται πιο αποτελεσματική. Το πρώτο εξάμηνο του 2023, η Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας Ενεργητικού και Συμμετοχών πέτυχε τα υψηλότερα έσοδα και οι ιδιωτικοποιήσεις προχωρούν σε γενικές γραμμές σύμφωνα με το σχέδιο.
Μέχρι το τέλος Οκτωβρίου 2023, η Ελλάδα έχει αναβαθμιστεί σε επενδυτική βαθμίδα από δύο από τις τους τέσσερις οίκους αξιολόγησης που αναγνωρίζει η ΕΚΤ στο πλαίσιο της νομισματικής της πολιτικής πλαίσιο εφαρμογής της νομισματικής πολιτικής. Οι κύριοι λόγοι για τις αναβαθμίσεις ήταν η διαρκής δέσμευση στη δημοσιονομική υπευθυνότητα, η ανθεκτική οικονομία και η εφαρμογή οικονομικών μεταρρυθμίσεων.
Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της κυβέρνησης για την περίοδο 2023-2025 είναι χαμηλές, λόγω των προβλεπόμενων σημαντικών πρωτογενών πλεονασμάτων. Η Ελλάδα ζήτησε την πρόωρη αποπληρωμή 5,3 δισ. Ευρώ.