Ένα έντονο κλίμα ανησυχίας έχει εξαπλωθεί στους κόλπους της μεγάλης και ισχυρής επιστημονικής και ερευνητικής κοινότητας της Βρετανίας, η οποία περιλαμβάνει πολλούς Έλληνες, λόγω των αναμενόμενων συνεπειών της εξόδου της χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία μπορεί να μεταφραστεί επίσης σε έξοδο πολύτιμων ερευνητικών κεφαλαίων και «εγκεφάλων».
Οι επιστήμονες των ερευνητικών κέντρων και των πανεπιστημίων εξ αρχής είχαν ταχθεί στην μεγάλη πλειονότητά τους υπέρ της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ.
Τώρα βλέπουν με απογοήτευση να παίρνουν σάρκα και οστά οι χειρότεροι φόβοι τους, με κυριότερο την αποκοπή τους από τα γενναιόδωρα ευρωπαϊκά κονδύλια για την έρευνα. Η απώλεια μπορεί να φθάσει το ένα δισεκατομμύριο λίρες το χρόνο από το τρέχον πρόγραμμα «Ορίζων 2020» της ΕΕ για την έρευνα.
Εξίσου σοβαρό ζήτημα θεωρείται η διαγραφόμενη «διαρροή εγκεφάλων» (brain drain), καθώς η Βρετανία θα πάψει να είναι τόσο ελκυστική ως χώρα προσέλκυσης ταλαντούχων επιστημόνων από όλο τον κόσμο -και από την Ελλάδα- και αντίθετα μπορεί τα δικά της «μυαλά» να φεύγουν σε άλλες χώρες.
Ο Νο1 Βρετανός επιστήμονας, ο νομπελίστας πρόεδρος της Βασιλικής Εταιρείας επιστημών (της αντίστοιχης Ακαδημίας) ινδικής καταγωγής βιολόγος Βένκρι Ραμακρίσναν με ανακοίνωσή του προειδοποίησε ότι «στο παρελθόν η βρετανική επιστήμη υποστηρίχθηκε σημαντικά από την χρηματοδότηση της ΕΕ, που αποτέλεσε ουσιώδες συμπλήρωμα των βρετανικών κονδυλίων για την έρευνα. Στις επερχόμενες διαπραγματεύσεις πρέπει να διασφαλίσουμε ότι η έρευνα, η οποία αποτελεί τον θεμέλιο λίθο μιας βιώσιμης οικονομίας, δεν θα στερηθεί κεφάλαια και η (βρετανική) κυβέρνηση πρέπει να φροντίσει, ώστε η συνολική χρηματοδότηση της επιστήμης να διατηρηθεί στα σημερινά επίπεδα».
Τόνισε επίσης ότι «ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα της βρετανικής έρευνας πάντα ήταν η διεθνοποιημένη φύση της, γι' αυτό είναι ανάγκη να συνεχίσουμε να υποδεχόμαστε ερευνητές και φοιτητές από το εξωτερικό. Τυχόν αποτυχία να διατηρήσουμε την ελεύθερη ανταλλαγή ανθρώπων και ιδεών μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και της διεθνούς κοινότητας, της Ευρώπης συμπεριλαμβανομένης, μπορεί να προκαλέσει σοβαρό πλήγμα στη βρετανική επιστήμη».
Ο νομπελίστας γενετιστής Πολ Νερς, πρώην πρόεδρος της Βασιλικής Εταιρείας επιστημών και νυν διευθυντής του νεοσύστατου και υπερφιλόδοξου Ινστιτούτου Φράνσις Κρικ, έκανε λόγο για «μια άσχημη έκβαση για τη βρετανική επιστήμη και για την ίδια τη Βρετανία».
Ο διάσημος βασιλικός αστρονόμος λόρδος Ρις δήλωσε ότι το Brexit ήταν μια απόφαση «βαθιά θλιβερή», σύμφωνα με τη «Γκάρντιαν». Ο πρόεδρος του Βασιλικού Κολλεγίου Ψυχιάτρων καθηγητής του King's College του Λονδίνου Σάιμον Γουέσλι δήλωσε, σύμφωνα με την «Ιντιπέντεντ», «αποθαρρυμένος και απογοητευμένος» και -μισοαστεία-μισοσοβαρά- είπε ότι σκοπεύει «να αγοράσει εισιτήριο χωρίς επιστροφή για τη Ζυρίχη».
Οι Βρετανοί ερευνητές συνολικά είχαν λάβει ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις 8,8 δισεκατομμυρίων ευρώ την περίοδο 2007-2013, ενώ τους αναλογεί περίπου το ένα πέμπτο των συνολικών χρηματοδοτήσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Έρευνας, σύμφωνα με το BBC. Σε διάσημα πανεπιστήμια όπως το Κέμπριτζ το ένα τέταρτο περίπου (23%) των ερευνητών προέρχονται από άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Μετά την έξοδό της από την ΕΕ, η Βρετανία θα διατηρήσει κάποιου είδους συνεργασία, ένα καθεστώς παρόμοιο με αυτό που ήδη έχουν χώρες όπως η Νορβηγία και η Ελβετία. Οι συνεργαζόμενες χώρες καταβάλλουν ένα μέρος του ΑΕΠ τους, ώστε οι επιστήμονές τους να έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν προτάσεις προς χρηματοδότηση, όπως και οι Ευρωπαίοι ερευνητές. Η ακριβής σχέση κάθε χώρας μη μέλους με την ΕΕ στον τομέα της επιστήμης και της έρευνας αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης.
Η οργάνωση «Επιστήμονες για τη Βρετανία», που υποστήριξε το Brexit, πηγαίνοντας μάλλον κόντρα στο γενικότερο αίσθημα των επιστημόνων, εμφανίσθηκε αισιόδοξη ότι η χώρα θα ανθήσει επιστημονικά εκτός της ΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, η «πρώτη προτεραιότητα» των βρετανικών πανεπιστημίων, όπως δήλωσαν οι εκπρόσωποί τους (Universities UK), είναι να πείσουν τη νέα βρετανική κυβέρνηση ότι θα διασφαλίσει πως οι πολίτες των χωρών της ΕΕ θα συνεχίσουν να σπουδάζουν και να εργάζονται κανονικά στη χώρα.
Ανήσυχες όμως είναι και οι ουκ ολίγες βρετανικές εταιρείες του επιστημονικού-τεχνολογικού τομέα, που συμμετέχουν σε προγράμματα διεθνών ερευνητικών οργανισμών (Ευρωπαϊκό Κέντρο Πυρηνικών Ερευνών-CERN, Ευρωπαϊκός Οργανισμός Διαστήματος-ESA, Ευρωπαϊκό Νότιο Αστεροσκοπείο-ESO κ.α.) και πλέον φοβούνται ότι θα βρεθούν σε μειονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών τους από άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Πηγή: AΠΕ