Οι αστυνομικοί που ανέλαβαν την εξιχνίαση της διπλής δολοφονίας του Κωνσταντίνου Σγούρουκαι του Γιάννη Κομμάτη στις 19 Αυγούστου 2014 στην περιοχή Αλτομιρά της Μεσσηνιακής Μάνης, επιχείρησαν να διεισδύσουν στο ψυχικό κόσμο των δύο 18χρονων καθ’ ομολογία δραστών, του Νίκου Μοσχανδρέου και του Παναγιώτη Μήτσου από την Καλαμάτα, προσπαθώντας να κατανοήσουν τα κίνητρα που τους οδήγησαν να αφαιρέσουν δύο ανθρώπινες ζωές.
Στον υπολογιστή του Μοσχανδρέου, ο οποίος και τράβηξε τη σκανδάλη της καραμπίνας, βρέθηκαν φωτογραφίες του από το σκοπευτήριο της Καλαμάτας όπου εξασκούνταν, σε άλλες πόζαρε φορώντας στρατιωτική στολή και κρατώντας όπλο, ενώ βρέθηκαν δεκάδες ακόμη με κυνηγετικά μαχαίρια και περίστροφα.
Στο κομπιούτερ του συνεργού του, Μήτσου, το ενδιαφέρον των ειδικών από τα εγκληματολογικά εργαστήρια της Ελληνικής Αστυνομίας εστιάστηκε σε φωτογραφίες στις οποίες εμφανίζεται να κρατά στο ένα χέρι μία καραμπίνα και στο άλλο το κεφάλι ενός αγριογούρουνου που είχε σφαγιαστεί έπειτα από κυνήγι.
Εντύπωση τους προκάλεσε και το βιβλίο του δημοσιογράφου Πάνου Σόμπολου «Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα» σε ψηφιακή μορφή στον υπολογιστή του. Ήταν προφανές ότι από μικρή ηλικία είχαν εξοικειωθεί με τα όπλα. Έτσι ίσως να εξηγείται η αποφασιστικότητα με την οποία έδρασαν, παρά το γεγονός ότι στις καταθέσεις τους δήλωσαν ότι λειτούργησαν υπό καθεστώς φόβου. Στο σπίτι της οικογένειας Μήτσου βρέθηκε μία κυνηγητική καραμπίν, ενώ σε εκείνο του Μοσχανδρέου ένα κυνηγητικό όπλο, φυσίγγια, ένα αναδιπλωμένο στιλέτο και δύο μαχαίρια με λάμες 11 και 18 εκατοστών, τα οποία και κατασχέθηκαν.
Αυτό όμως που προκαλεί εντύπωση, ήταν η ψυχραιμία των δυο εφήβων, οι οποίοι επιχείρησαν να εξαφανίσουν τα θύματά τους.
Όπως βλέπετε στις φωτογραφίες – ντοκουμέντο που αποκαλύπτει το «Πρώτο Θέμα», αφού τους σκότωσαν, στη συνέχεια τους έδεσαν, τους μετέφεραν με αγροτικό αυτοκίνητο και τους έριξαν σε ένα φαράγγι, όπου οι κτηνοτρόφοι της περιοχής πετούν τα ψοφίμια. Τα πτώματα βρέθηκαν σε βάθος πέντε μέτρων σε ύπτια στάση, πεσμένα το ένα πάνω στο άλλο, ενώ για άγνωστο λόγο ο Κωνσταντίνος Σγούρος δεν φορούσε μπλούζα. Η ιατροδικαστική εξέταση έδειξε, ότι εκτός από τα σημάδια από τα σκάγια σε όλο τους το σώμα και το κεφάλι, έφεραν και συντριπτικά κατάγματα από την πτώση τους στα κοφτερά βράχια. Στα πόδια τους, στο ύψος των αστραγάλων, ήταν περασμένο το σχοινί με το οποίο τους έδεσαν.
Μετά τον εντοπισμό των σορών και την ομολογία των δραστών, οι αστυνομικοί μετέβησαν στο σημείο της δολοφονίας που τους υπέδειξαν, στο πρώτο χιλιόμετρο της χωμάτινης επαρχιακής οδού της κοινότητας Αλτομυρών – Πηγαδίων Δυτικής Μάνης. Εκεί περισυνέλεξαν επτά κάλυκες κυνηγητικών φυσιγγίων, ενώ υπήρχαν διάσπαρτες κηλίδες αίματος.
Οι δύο δράστες ήθελαν να καλύψουν κάθε ίχνος τους, όμως ορισμένες ενέργειές τους ήταν ερασιτεχνικές. Μεταξύ των στοιχείων που τους πρόδωσε, ήταν και ένα πτυσσόμενο γκλοπ, το οποίο βρέθηκε στο σπίτι του Μοσχανδρέου.
Όπως υποστήριξε ο δράστης, το είχε πάρει από το τσαντάκι του Κομμάτη. Ό,τι άλλο βρήκαν στα τσαντάκια των θυμάτων, τα πέταξαν σε κάδους, μεταξύ των οποίων και ένα ματωμένο κομμάτι σχοινιού, ίδιο με εκείνο που τους έδεσαν. Έπλυναν το αυτοκίνητο με το οποίο μετέφεραν τις σορούς, το οποίο ανήκε στον πατέρα του Μήτσου και θα έπαιρνε την επόμενη ημέρα για να πάει στη δουλειά του, ενώ παράτησαν το μηχανάκι των θυμάτων στο πάρκινγκ ενός ξενοδοχείου, αφαιρώντας τις πινακίδες του, προκειμένου να μη διαπιστωθεί η ταυτότητα του κατόχου, τουλάχιστον όχι αμέσως.
«Έτσι τους σκοτώσαμε»
Οι καταθέσεις των νεαρών δραστών σόκαραν τους ανακριτές και τους αστυνομικούς. Ο Μήτσος υποστήριξε ότι είχε δώσει 800 ευρώ στον Σγουρό για να τον προμηθεύσει με αναβολικά, αλλά ο τελευταίος αν και πήρε τα χρήματα, τον εξαπάτησε. Από την πλευρά της η οικογένεια του Σγούρου αρνείται κατηγορηματικά κάθε εμπλοκή του θύματος με εμπόριο αναβολικών. Ο κατηγορούμενος κατέθεσε ότι επικοινώνησε με τον bodybuilder και του ζήτησε να βρεθούν για να του πουλήσει ένα κλεμμένο αυτοκίνητο μάρκας audi s3, το οποίο ήταν η πρόφαση για να τον δει και να πάρει τα στεροειδή που είχε πληρώσει, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς του.
Το ραντεβού κλείστηκε στο πάρκο του Αλμυρού, όπου μετέβησαν οι δύο δράστες με το αγροτικό αυτοκίνητο του πατέρα του Μήτσου, ενώ ο Σγούρος έφτασε με μηχανή μαζί με τον φίλο του Γιάννη Κομμάτη.
Όταν ο Μήτσος διαπίστωσε ότι ο Σγούρος δεν είχε μαζί του τα αναβολικά, τσακώθηκε και έφυγε. Έπειτα από λίγα λεπτά ο Σγούρος τον κάλεσε στο κινητό και του ζήτησε να δει το αυτοκίνητο για το οποίο του είχε μιλήσει. Ο Μήτσος του έδωσε νέο ραντεβού, στη γέφυρα της Κοσκάρακας. Στην πραγματικότητα ήθελε να κερδίσει χρόνο για να σκεφτεί τι θα κάνει, διότι αυτοκίνητο προς πώληση δεν υπήρχε.
Όμως κατά τη διάρκεια της διαδρομής το μηχανάκι στο οποίο επέβαιναν οι δύο bodybuilders ανέβασε θερμοκρασία λόγω του δύσβατου χωμάτινου δρόμου και όλοι μαζί αποφάσισαν να συνεχίσουν με τα πόδια. «Πριν βγούμε από το αυτοκίνητο επειδή δεν υπήρχε στην πραγματικότητα κλεμμένο αυτοκίνητο στο σημείο που θα πηγαίναμε, πανικοβληθήκαμε και βρεθήκαμε σε αδιέξοδο. Τότε ο Νίκος με ρώτησε “εάν γίνει κάτι θα ρίξεις ή θα ρίξω;”. Εγώ του είπα “δεν μπορώ να ρίξω εγώ” τότε ο Νίκος μου είπε “εντάξει” και παρατήρησα ότι έτρεμε από το φόβο του όπως και εγώ. { } Πλησίασα τον Κώστα και το φίλο του και αυτός αγριεμένος με άρπαξε από το λαιμό, με έβαλε ανάμεσα σε αυτόν και στον φίλο του, που όπως μου λέτε ονομάζεται Κομμάτης Ιωάννης και μου λέει “προχώρα”. Περπατήσαμε τριάντα μέτρα ακόμη», κατέθεσε ο Μήτσος.
Όταν ο Μοσχανδρέου είδε τη σκηνή, φοβήθηκε, όπως είπε, για τον φίλο του, κατέβηκε από το αυτοκίνητο μαζί με το όπλο που είχε φέρει ο Μήτσος και τους ακολούθησε. «Γύρισε ο Μήτσος και με κοίταξε, έτρεξε απότομα αριστερά και εγώ τους πυροβόλησα. Έριξα προς το μέρος τους πάνω από δύο φορές μέσα στο σκοτάδι και σε απόσταση 15 μέτρων περίπου. Τους μίλησα να δω αν είναι ακόμα ζωντανοί, ο Μήτσος είχε πάει πιο πίσω» κατέθεσε ο Μοσχανδρέου και πρόσθεσε: «Φοβισμένοι και οι δύο μπήκαμε στο αυτοκίνητο. Σκεφθήκαμε να ρίξουμε κάπου τα πτώματα, για αυτό το λόγο τους τραβήξαμε στο αυτοκίνητό τους δέσαμε τα πόδια και όταν φθάσαμε στην γέφυρα στο δρόμο Κάμπος – Γαϊτσές τους ρίξαμε από κάτω».
Η καταδίκη και το Εφετείο
Τον Ιανουάριο του 2016 το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Γυθείου καταδίκασε τον Νίκο Μοσχανδρέου σε ποινή φυλάκισης 31 ετών για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και τον Παναγιώτη Μητσο σε ποινή φυλάκισης 30 ετών για άμεση συνέργεια σε ανθρωποκτονία εκ προθέσεως. Το πρωτόδικο δικαστήριο αναγνώρισε στους δυο νεαρούς κατηγορούμενους το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας και έτσι γλίτωσαν τα ισόβια. Όμως στο Εφετείο θα τεθεί υπό την κρίση των δικαστών και το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας, έπειτα από την έφεση που άσκησε ο εισαγγελέας Εφετών Καλαμάτας.
Ο δικηγόρος της οικογένειας του Κωνσταντίνου Σγούρου, κ. Πέτρος Μαντούβαλος, δήλωσε στο ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ: “Μας ικανοποιεί η πρωτοβάθμια απόφαση, όμως το απόλυτο το οποίο επιθυμούμε και επιδιώκουμε – για αυτό και κάναμε την έφεση στον εισαγγελέα Εφετών και την οποία έκανε δεκτή – είναι να μην υπάρξει κανένα ελαφρυντικό και να επιβληθεί η ποινή της ισόβιας καθείρξεως και στους δύο κατηγορούμενους. Και αυτή θα είναι η νόμιμη επιδίωξή μας”.
Από την πλευρά του ο δικηγόρος του Νίκου Μοσχανδρέου, κ. Γιώργος Ράλλης, δήλωσε: “Θα περιμένουμε τη δεύτερη κρίση. Δεν μου προκάλεσε έκπληξη η έφεση του κυρίου εισαγγελέα, ήταν κάτι που περίμενα διότι επρόκειτο για δύσκολη υπόθεση. Ορθώς κατά τη γνώμη μου δόθηκε το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας και στους δύο κατηγορούμενους. Ο πελάτης μου από την πρώτη στιγμή παραδέχθηκε ότι ήταν αυτός που πυροβόλησε, παραδόθηκε και ανέλαβε τις ευθύνες του. Σήμερα έχει προσαρμοστεί στο περιβάλλον της φυλακής, έδωσε πανελλήνιες εξετάσεις και είναι ένας υποδειγματικός κρατούμενος. Η συγνώμη και η μεταμέλεια θεωρείται δεδομένη και την έχει εκδηλώσει με κάθε τρόπο από την πρώτη στιγμή”.