Ο ιός της δημοσιολαγνείας

του Γιάννη Μαρίνου∗

Αναφορά σήμερα στο εγχώριο προπατορικόν αμάρτημα. Από την στιγμή που θα γεννηθεί, σχεδόν κάθε ελληνόπουλο ανατρέφεται με την προσδοκία ότι κάποια μέρα, αφού μάλιστα πάρει ένα οποιοδήποτε πτυχίο, θα προσληφθεί στο Δημόσιο. Και ιδιαίτερα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (ΔΕΗ, ΔΕΚΟ, ΟΤΑ, κρατικές τράπεζες, κ.λπ.).

Ο λόγος δεν είναι τόσο ο σίγουρος και συχνά υψηλότερος μισθός σε σύγκριση με τον ιδιωτικό τομέα ή οι αξιοπρεπέστερες συνθήκες εργασίας, το κύρος που προσδίδει και η εγγυημένη και σε νεότερη ηλικία συνταξιοδότηση. Πάνω απ' όλα μετράει η μονιμότητα. Όχι μόνο γιατί εξασφαλίζει διά βίου εργασία και μισθό. Αλλά κυρίως γιατί εκεί τα πάντα είναι χαλαρά. Είτε εργάζεσαι, είτε τεμπελιάζεις, ουδείς ενοχλείται. Αν έχεις τις αναγκαίες για την θέση σου γνώσεις, ουδείς το απαιτεί (το ΑΣΕΠ χάλασε λίγο τα πράγματα, αλλά οι παρακάμψεις του όλο και πολλαπλασιάζονται).

Η μονιμότητα στο Δημόσιο ανοίγει επίσης ευρείς ορίζοντες για όσους έχουν χαλαρή συνείδηση και υποκύπτουν εύκολα στους πειρασμούς που προσφέρει άφθονους σχεδόν κάθε δημόσια θέση. Ακόμα και του κλητήρα. Από το μπαξίσι και το γρηγορόσημο έως τα βαθιά νερά της διαφθοράς, με τις προμήθειες, τους εκβιασμούς και γενικά κάθε προσφερόμενη ανομία. Δεν είναι επίσης αμελητέα τα μικρότερα ωράρια εργασίας, οι περισσότερες άδειες, οι παράτυπες άδειες από τον προϊστάμενο, οι αφθονότερες αργίες. Πολύ περισσότερο, όταν εμπλουτίζονται από πλασματικές υπερωρίες, πλασματικά χρόνια υπηρεσίας, εκτός έδρας, που φυσικά εξασφαλίζουν με πρόσθετα έσοδα το βαλάντιο των τυχερών, που ευτυχώς για τον προϋπολογισμό δεν είναι πάντως όλοι οι υπάλληλοι.

Η μονιμότητα εξασφαλίζει επιπλέον δύο προνόμια ακαταμάχητης ελκυστικότητας για κάθε εργαζόμενο: πρώτον, δεν απολύεσαι σχεδόν ποτέ. Και για τις ελάχιστες εξαιρέσεις που προβλέπουν οι κανονισμοί έχουν επίσης θεσπισθεί ως ασφαλιστική δικλίδα τα υπηρεσιακά συμβούλια, τα οποία άλλωστε τελούν υπό τον έλεγχο ή την καθοριστική επιρροή των ουδέποτε άλλωστε εργαζομένων συνδικαλιστών. Αλλά και αυτά συνήθως δεν συγκροτούνται, όταν δεν υπάρχουν, σπανίως συνεδριάζουν και οι ποινές που επιβάλλουν είναι συνήθως εξοργιστικά επιεικείς και σχεδόν ποτέ απόλυση. Ο διαπρεπής επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης Λέανδρος Ρακιντζής έχει να διηγείται άπειρες διασκεδαστικές έως αποτρόπαιες ιστορίες, τις οποίες μάταια κατήγγελλε. Επειδή μάλιστα ήταν επίμονα ενοχλητικός για τους παρανομούντες δεν ανανεώθηκε η θητεία του.

Τελευταία μάλιστα πληροφορηθήκαμε ότι όχι μόνο δεν απολύονται οι επίορκοι δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά και οι τυχόν ελάχιστοι απολυθέντες επανέρχονται εν δόξη και τιμή, όπως πρόσφατα συνέβη στον ΕΦΚΑ για δεκαεννέα υποδίκους, μεταξύ των οποίων και αδίστακτοι καταχραστές.

Πώς λοιπόν να μην αγωνίζονται οι ατυχήσαντες συμβασιούχοι υπάλληλοι καθαριότητας, πνίγοντάς μας στα σκουπίδια, για να εξασφαλίσουν μόνιμες θέσεις, όταν μάλιστα γνωρίζουν ότι η μονιμότητα είναι ένα πρώτο βήμα για να ακολουθήσει για κάποιους ευνοούμενους η απαλλαγή τους από την υποχρέωση να μαζεύουν σκουπίδια, προαγόμενοι σε υπαλλήλους γραφείου ή έστω σε κλητήρες, αρκεί να έχουν κάποιο βύσμα. Γι’ αυτό άλλωστε ανακύπτει κάθε χρόνο η ανάγκη νέων συμβασιούχων, προκειμένου να υπάρχουν πάντα και κάποιοι ταλαίπωροι που θα μαζεύουν σκουπίδια.

 

∗Πρώην ευρωβουλευτής και διευθυντής του Οικονομικού Ταχυδρόμου (1965-1996)

 

Διαβάστε επίσης

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ