Τον πλούτο των αρχαίων χρόνων στην περιοχή της Τενέας έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη.
Σύμφωνα με σχετική ενημέρωση από το υπουργείο Πολιτισμού, ολοκληρώθηκε, στις 10 Οκτωβρίου 2017, στο Χιλιομόδι Κορινθίας, η συστηματική αρχαιολογική έρευνα της Αρχαίας Τενέας από τη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Η αρχαιολογική έρευνα πραγματοποιείται, για πέμπτη συνεχή χρονιά, υπό την διεύθυνση της Δρ. Έλενας Κόρκα και την συμμετοχή διεπιστημονικής ομάδας τόσο του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού όσο και Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων.
Οι ανασκαφικές τομές επικεντρώθηκαν κυρίως πέριξ του δίχωρου υπέργειου ταφικού μνημείου ρωμαϊκών χρόνων που αποκαλύφθηκε το 2016 και επιβεβαίωσαν την διαχρονική χρήση του χώρου από τους αρχαϊκούς μέχρι και τους ρωμαϊκούς χρόνους.
Αρχικά στα επιφανειακά στρώματα, βόρεια και ανατολικά του ρωμαϊκού ταφικού μνημείου, αποκαλύφθηκε η συνέχεια οργανωμένου νεκροταφείου ρωμαϊκών χρόνων, το οποίο ορίζονταν από ταφικούς περιβόλους. Ανασκάφηκαν δεκατέσσερις καλυβήτες κεραμοσκεπείς τάφοι, πολλοί από τους οποίους στο εσωτερικό τους περιέκλειαν περισσότερες από μια ταφές, κτερισμένες με λύχνους, αγγεία και νομίσματα από τον 1ο μέχρι και τον 4ο αι. μ.Χ.
Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει ενυπόγραφος λύχνος κορινθιακού εργαστηρίου του 1ου αι. μ.Χ., που στο δίσκο του φέρει παράσταση Αφροδίτης με δύο ερωτιδείς.
Σε μεγαλύτερο βάθος εντοπίστηκαν ισχυρές κατασκευές που πιθανότατα ανήκουν σε σύμπλεγμα κτιριακών εγκαταστάσεων, οι οποίες εκτείνονται στον άξονα βορρά νότου κάτω από το ρωμαϊκό μνημείο και το νεκροταφείο των ρωμαϊκών τάφων. Συγκεκριμένα, κάτω και εξωτερικά της νοτιοδυτικής πλευράς του ρωμαϊκού ταφικού μνημείου και κάτω από τον προθάλαμο αυτού, ανασκάφηκε ορθογώνιος υπόγειος χώρος ελληνιστικών χρόνων, κατασκευασμένος από ισόδομους πωρόλιθους, επιχρισμένος εσωτερικά σε όλη την επιφάνειά του και στο δάπεδό του με ιδιαίτερα επιμελημένο και παχύ στρώμα κονιάματος.
Στη βορειοανατολική εσωτερική γωνία του, αποκαλύφθηκε in situ στο δάπεδο ορθογώνιος πώρινος δόμος επιχρισμένος με το ίδιο κονίαμα και έμπροσθεν αυτού επικονιασμένη κοιλότητα. Από το εσωτερικό του χώρου περισυνελέγη μεγάλη ποσότητα οστεολογικού υλικού, πλήθος επιζωγραφισμένων κεράμων, κεραμική ταφικών και τελετουργικών κυρίως αγγείων, χρονολογούμενη από τους αρχαϊκούς έως τους ρωμαϊκούς χρόνους. Από τον ίδιο χώρο προήλθε επίσης κεφαλή από ειδώλιο ταύρου.
Εντυπωσιακή υπήρξε η μεγάλη συγκέντρωση καύσεων στο εσωτερικό του χώρου. Επίσης, σε καύση που διερευνήθηκε εξωτερικά της βορειοδυτικής γωνίας του, βρέθηκε συγκέντρωση από έντεκα ακέραια μικκύλα αγγεία ελληνιστικών χρόνων και συνανήκοντα τμήματα πολλών άλλων.
Βόρεια του υπόγειου χώρου και παράλληλα με αυτόν αποκαλύφθηκε τοίχος επίσης ελληνιστικών χρόνων με στιβαρή θεμελίωση, που στη συνέχεια υπερκαλύφθηκε μερικώς από τον κεντρικό θάλαμο του ρωμαϊκού ταφικού μνημείου. Δύο ακόμη τοίχοι ίδιας εποχής, παράλληλοι μεταξύ τους, κατασκευάστηκαν κάθετα στον πρώτο τοίχο. Από τις επιχώσεις στους χώρους μεταξύ των τοίχων αυτών περισυνελλέγη κεραμική ελληνιστικών κυρίως χρόνων μεταξύ των οποίων και ειδώλιο περιστεριού. Σε μια τρίτη, ακόμη μεταγενέστερη ελληνιστική φάση, οι τοίχοι απολαξεύθηκαν σε σημεία τους προκειμένου στο εσωτερικό τους να εγκιβωτιστούν τάφοι ελληνιστικών χρόνων.
Αποκαλύφθηκαν πέντε τάφοι (μονολιθικές σαρκοφάγοι, κιβωτιόσχημοι και λακκοειδείς τάφοι), που έφεραν όλοι επικάλυψη από πώρινες καλυπτήριες πλάκες. Όλες οι ταφές ήταν πλούσια κτερισμένες.
Ξεχωρίζει ταφή, η οποία συνοδεύονταν από επιχρυσωμένο χάλκινο στεφάνι με φύλλα και καρπούς μυρτιάς, χρυσό δακτυλίδι, χρωστικές ουσίες-ψιμμύθια ερυθρού χρώματος, οστέινο αυλό, οστέινα ατρακτοειδή πλακίδια κι ένα χάλκινο κάτοπτρο με επίθετη ανάγλυφη διακόσμηση έρωτα, καθώς και χρυσή δανάκη από νόμισμα Σικυώνας.
Στα κτερίσματα των υπόλοιπων τάφων συγκαταλέγονται κυρίως μυροδοχεία, οστέινες περόνες, μεγάλος αριθμός από οστέινα κοχλιάρια, κέλυφος αβγού, τμήμα ξύλου, λύχνοι, μικκύλα αγγεία, λάγηνοι, σκύφοι, σιδερένιες στλεγγίδες, χρυσές δανάκες και χάλκινα νομίσματα, καθώς και ανάγλυφο χρυσό έλασμα.
Μεταξύ των ελληνιστικών ταφών εντοπίστηκε και ταφή του 1ου αι. μ.Χ. μέσα σε σαρκοφάγο ελληνιστικών χρόνων, η οποία συμπληρώθηκε στη δυτική πλευρά της με μικρή προσθήκη κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Η εν λόγω ταφή απέδωσε ακέραιη περίτεχνη γυάλινη καλυκωτή φιάλη, χάλκινη οινοχόη, σιδερένια στλεγγίδα με περίτεχνη λαβή, βολβόσχημα μυροδοχεία, λάγηνο, μικκύλα αγγεία, χάλκινο νόμισμα και χάλκινους ήλους με ημισφαιρική κεφαλή από καττύματα υποδημάτων.
Επιπλέον, νότια του ρωμαϊκού ταφικού μνημείου και ανατολικά του υπόγειου χώρου, στο βάθος έδρασης της θεμελίωσής του, εντοπίστηκαν δύο μονολιθικές σαρκοφάγοι ελληνιστικών χρόνων. Στο εσωτερικό τους εσωκλείονταν περισσότερες από μια ταφές. Στη μια εξ αυτών βρέθηκε ταφική κάλπη και μεγάλη συγκέντρωση μυροδοχείων των ελληνιστικών χρόνων.
Από τον ενδελεχή καθαρισμό του ρωμαϊκού ταφικού μνημείου εντοπίστηκαν αρχαϊκό κιονόκρανο και πολλά ελληνιστικά αρχιτεκτονικά μέλη όπως πεσσοί, λιθόπλινοι με διαφόρων ειδών εντορμίες (συνδέσμους, γόμφους κ.α.), ιωνικό επιστήλιο με συμφυές γείσο, σπόνδυλος ιωνικού κίονα, μέλος τοιχοβάτη με κυμάτια, καθώς και άλλα αρχιτεκτονικά μέλη, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν σε δεύτερη χρήση για την θεμελίωση του ρωμαϊκού μνημείου.
Οι υποκείμενοι ελληνιστικοί χώροι του ρωμαϊκού ταφικού μνημείου, όπως ο υπόγειος θάλαμος, παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς οι χώροι αυτοί και τα σχετικά ευρήματά τους μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι συνδέονταν με τελετουργίες.
Η επιφανειακή έρευνα και η γεωφυσική διασκόπηση με γεωραντάρ συνεχίστηκαν και φέτος προσδίδοντας συμπληρωματικά στοιχεία στην έρευνα για την κατοίκηση της αρχαίας Τενέας. Στο πρόγραμμα συμμετείχαν φοιτητές από πανεπιστημιακές σχολές του εσωτερικού και του εξωτερικού, οι οποίοι εργάστηκαν και μαθήτευσαν στο πλαίσιο των ερευνητικών εργασιών. Ταυτόχρονα διεξήχθησαν εκπαιδευτικά προγράμματα σε μαθητές της περιοχής.