Τι είναι χειρότερο από ένα κύμα καύσωνα; Ένα κύμα καύσωνα με υψηλά επίπεδα υγρασίας.
Τις υγρές καλοκαιρινές ημέρες, το δέρμα κολλάει και ο αέρας μοιάζει να βαραίνει σε βαθμό που δυσκολευόμαστε να πάρουμε ανάσα. Πώς όμως επιδεινώνει την κατάσταση η υγρασία;
Ο λόγος είναι ότι τα υψηλά επίπεδα υγρασίας εμποδίζουν την εξάτμιση του ιδρώτα, εξηγεί η αμερικανική Εθνική Υπηρεσία Ωκεανών και Ατμόσφαιρας (NOAA). Κι αυτό επειδή ο αέρας που περιέχει ήδη πολύ νερό δεν μπορεί να απορροφήσει πολύ περισσότερο.
Άλλα είδη ζώων που δεν ιδρώνουν, όπως για παράδειγμα οι σκύλοι, σε γενικές γραμμές δεν δυσφορούν με την υψηλή υγρασία όπως οι άνθρωποι.
Η εφίδρωση είναι ο κύριος μηχανισμός θερμορύθμισης στον άνθρωπο. Ο ιδρώτας απορροφά θερμότητα από το δέρμα για να περάσει από την υγρή στην αέρια φάση, οπότε η συνεχής εξάτμιση του ιδρώτα ουσιαστικά ψύχει το δέρμα.
Παράλληλα η εφίδρωση βοηθά στην ψύξη του αίματος, καθώς σε συνθήκες υψηλής υγρασίας τα επιφανειακά αγγεία διαστέλλονται και μεταφέρουν τη θερμότητα στο δέρμα, από όπου χάνεται με την εφίδρωση.
Όταν λοιπόν ο καύσωνα συνδυάζεται με υψηλά επίπεδα υγρασίας, ο ιδρώτας απλά μένει πάνω στο δέρμα, οπότε νιώθουμε ζεστοί και παράλληλα κολλώδεις.
Σχετική υγρασία και σημείο δρόσου
Παρόλο που δεν υπάρχει ένα όριο υγρασίας πέρα από το οποίο νιώθουμε άσχημα, η NOAA θεωρεί συνήθως ότι τα επίπεδα σχετικής υγρασίας που υπερβαίνουν το 50% προκαλούν δυσφορία.
Η σχετική υγρασία (αυτό που εννοούν οι μετεωρολόγοι όταν μιλούν για υγρασία) εκφράζεται ως ποσοστό που δηλώνει πόσο νερό υπάρχει στην ατμόσφαιρα συγκριτικά με τη μέγιστη ποσότητα νερού που μπορεί να συγκρατήσει ο αέρας στη συγκεκριμένη θερμοκρασία.
Η σχετική υγρασία είναι χρήσιμο μέγεθος, καθώς δίνει μια ένδειξη της πιθανότητας βροχής, πάχνης ή ομίχλης.
Δεν είναι όμως πάντα καλός δείκτης για τη δυσφορία που νιώθουμε, αφού μεταβάλλεται ανάλογα με τη θερμοκρασία. Για παράδειγμα, όταν ο καιρός είναι πολύ κρύος, και δεν μπορεί να συγκρατήσει μεγάλες ποσότητες νερού, η σχετική υγρασία μπορεί εύκολα να φτάσει το 100%. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αισθανόμαστε δυσφορία, αφού η υγρασία του αέρα ως απόλυτο μέγεθος παραμένει ελάχιστη.
Ένα καλύτερο μέτρο της δυσφορίας είναι το λεγόμενο σημείο δρόσου, η θερμοκρασία στην οποία η υγρασία του αέρα θα άρχιζε να συμπυκνώνεται ως πάχνη πάνω σε εκτεθειμένες επιφάνειες.
Σύμφωνα με τη NOAA, το αίσθημα δυσφορίας αρχίζει όταν το σημείο δρόσου υπερβεί τους 18 βαθμούς Κελσίου.
Ένα άλλο ενδιαφέρον σημείο είναι η σχέση των κλιματιστικών με την υγρασία. Στη λειτουργία ψύξης, τα κλιματιστικά αφενός μειώνουν τη θερμοκρασία, αφετέρου μειώνουν την απόλυτη και τη σχετική υγρασία, αφού οι υδρατμοί συμπυκνώνονται πάνω στις παγωμένες λεπίδες του κλιματιστικού και τρέχουν από τον εξωτερικό σωλήνα του.
Η μείωση της υγρασίας μέσω αυτού του μηχανισμού μειώνει περαιτέρω το αίσθημα της ζέστης, ακόμα κι αν η θερμοκρασία του δωματίου μένει σχετικά υψηλή.
Και αν δεν έχετε κλιματιστικό, μια εναλλακτική λύση είναι οι αφυγραντήρες που χρησιμοποιούνται κυρίως τον χειμώνα. Δοκιμάστε να τους χρησιμοποιήσετε και όταν έχει ζέστη.