Το υπόμνημα που παρέδωσαν οι γιατροί της ΕΙΝΑ στον υπουργό υγείας Ανδρέα Ξανθό κατά την επίσκεψή του στα νοσηλευτικά ιδρύματα της Πάτρας:
1.Το δημόσιο σύστημα υγείας υποφέρει από το μνημονιακό καθεστώς. Οι περιορισμοί σε χρηματοδότηση και προσλήψεις έχουν φέρει το ΕΣΥ στα όρια της κατάρρευσης. Διαπιστώνεται ότι μνημόνιο και δημόσιο σύστημα υγείας είναι ασυμβίβαστα. Στο παρόν υπόμνημα επιχειρούμε όχι μόνο να αναδείξουμε προβλήματα (που πιστεύουμε ότι τα γνωρίζετε) αλλά να προβάλλουμε αιτήματα προς τη λύση τους. Το περιδιάβασμα από κάθε τομέα αποδεικνύει πολύ απλά το συλλογισμό της πρώτης παραγράφου.
2.Η ΠΦΥ στα αστικά κέντρα, είναι ο τομέας αυτός που έχουν εξαγγείλει όλα τα κόμματα και οι κυβερνήσεις από το 1980 και μετά δεν έχουν υλοποιήσει. Το ίδιο ισχύει και με τη σημερινή κυβέρνηση. Στην Αχαΐα όταν παρουσιάστηκε από τη διοίκηση της ΥΠΕ το σχέδιο υγείας στο Νομό, σχολιάσαμε ότι πρόκειται για μια σουρεαλιστική έκθεση αφού οι απαραίτητες προσλήψεις για να στηριχθεί ένα τέτοιο σχέδιο, δεν προκύπτουν από το μνημονιακό καθεστώς. Έτσι παρά την ένταξη του Δήμου Πατρέων στις περιοχές που θα ολοκληρωθεί το σχέδιο, ελάχιστη βελτίωση έχουμε δει όσον αφορά στο ΠΕΔΥ σαν φορέας της ΠΦΥ, ιδίως στη Μονάδα των Ζαρουχλεΐκων που «στήθηκε» με πρωτοβουλία συγκεκριμένων συναδέλφων και τη στήριξη της ΥΠΕ. Επιπλέον όχι μόνο δεν στελεχώνεται το ΠΕΔΥ, όχι μόνο δεν διευκρινίζεται η σχέση με τους συμβεβλημένους, αλλά παράταιρα χρησιμοποιείται το δυναμικό για την κάλυψη κενών στα νοσοκομεία του νόμου μας και όχι μόνο -ας θυμηθούμε την πρόσφατη «έκκληση», σε επικουρικούς γενικούς γιατρούς που προσελήφθησαν για το ΠΕΔΥ Αιγίου να εφημερεύουν στο νοσοκομείο Αν. Αχαΐας.
Η δημιουργία ΚΥ αστικού τύπου και η στελέχωση τους με προσωπικό (διοικητικοί, νοσηλευτές, κοινωνικοί λειτουργοί, επισκέπτριες υγείας, μαίες) και γιατρούς πρωτοβάθμιας φροντίδας, είναι προϋπόθεση για την οργάνωση της παρέμβασης στην κοινότητα και την αποφόρτιση των νοσοκομείων. Η συγκεκριμενοποίηση των εργασιακών σχέσεων -ιατροί και προσωπικό πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και όχι η πλειάδα συμβάσεων- είναι προϋπόθεση για τη συνέχεια οποιουδήποτε εγχειρήματος. Δεν είναι λύση οι συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ή η επέκταση των κοινωνικών συνεταιριστικών επιχειρήσεων που κυοφορούνται. Ο απρόσκοπτος ηλεκτρονικός εξοπλισμός και εφοδιασμός, οι βελτιώσεις στο σύστημα συνταγογράφησης και ραντεβού –ιδίως όταν θα αρχίσει η εφαρμογή του ηλεκτρονικού φακέλου ασθενούς- σύμφωνα με τις προτάσεις των γιατρών και όχι των γραφειοκρατών είναι απαραίτητο για την εξυπηρέτηση των ασθενών.
3.Στον άλλο πυλώνα της ΠΦΥ, τα Κέντρα Υγείας, προχωρά η ολοκληρωτική υποβάθμιση τους. Η παλαιότητα και οι ελλείψεις σε ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό κάνουν εμφανή την εικόνα εγκατάλειψης. Καθημερινά αποδυναμώνονται, αφού «μεταφέρονται» ή αποσπώνται ιατροί- συχνά ενάντια στη θέλησή τους- για να καλύψουν τρύπες στα ΤΕΠ ή τις παθολογικές κλινικές με αποτέλεσμα από τη μία να υποβαθμίζονται τα ΚΥ και η λειτουργία τους και από την άλλη να υποχρεώνονται οι συνάδελφοι τόσο σε αντιποίηση ειδικότητας (καλύπτουν παθολογικό ή χειρουργικό ή ακόμη και ολόκληρο τομέα γενικοί ιατροί), όσο και σε υπερεργασία (πχ κάλυψη ΠΙ, ΚΥ, ΤΕΠ Νοσοκομείου και τμήμα διαλογής νοσοκομείου). Κατά δεύτερο λόγο οι δυσλειτουργίες των ΚΥ συνεχίζονται. Ο εφοδιασμός των ΚΥ, οι προμήθειες, η καθαριότητα, η επιστροφή των γιατρών στην έδρα τους μετά από διακομιδή, η έγκαιρη αποπληρωμή εφημεριών των γιατρών και των εξαιρέσιμων των εργαζομένων προσκρούει στην ανικανότητα της οικονομικής διαχείρισης των ΥΠΕ, όπως έγκαιρα είχαμε καταγγείλει από την έλευση του νόμου Γεωργιάδη το 2014, που εφαρμόζεται απρόσκοπτα από την Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Καθίσταται μια υπηρεσία, ήδη δυσκίνητη και υποστελεχωμένη, υπεύθυνη να επιφορτίζεται με την καθημερινότητα 29 νοσοκομείων, 69 ΚΥ, δεκάδων μονάδων ΠΕΔΥ και άλλων οργανισμών (μιλάμε για την 6η ΥΠΕ). Προφανώς και η κατάσταση δεν προχωράει, οι γιατροί και οι εργαζόμενοι μένουν απλήρωτοι, οι προμηθευτές εκβιάζουν λόγω των καθυστερήσεων και οι περιοδικές ελλείψεις υγειονομικού και άλλου υλικού εντείνονται. Οι προτάσεις για δημιουργία αποκεντρωμένων δομών διαχείρισης απορρίπτονται μετ’ επαίνων. Να υπάρξουν άμεσες παρεμβάσεις στις κτιριακές υποδομές. Πρέπει να σταματήσει η λεηλασία των ΚΥ για κάλυψη των κενών των νοσοκομείων. Θα πρέπει άμεσα να καλυφθούν τα κενά αυτά με γιατρούς των αντιστοίχων ειδικοτήτων και όχι με «μπαλώματα». Άμεσα θα πρέπει να καταργηθεί ο νόμος Γεωργιάδη και να επιστρέψει η διαχειριστική μέριμνα των ΚΥ (διοικητική και προμήθειες) στα νοσοκομεία αναφοράς, μέχρι το σύστημα ΠΦΥ να στελεχωθεί με επαρκές προσωπικό. Ο νέος νόμος για την ΠΦΥ πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν του τα παραπάνω.
4.Η εικόνα κατάρρευσης είναι αυτή που υπάρχει στα νοσοκομεία της περιφέρειας. Η υποβάθμιση της λειτουργίας είναι πλέον «αυτονόητη» και «αποδεκτή» από συναδέλφους, έτσι ώστε να εφημερεύουν νοσοκομεία χωρίς εργαστηριακή υποστήριξη, ακτινολογικό, καρδιολόγο, αναισθησιολόγο κ.λ.π. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα και ζωές να κινδυνεύουν και μεγάλο κομμάτι περιστατικών που κανονικά θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί εκεί, να γίνεται διακομιδή προς τα νοσοκομεία της Αχαΐας που υπερφορτώνονται. Αυτή είναι η εικόνα της εφημερίας του ΓΝ Πατρών και του ΠΓΝΠ που κάθε μέρα δέχονται δεκάδες διακομιδές από Ηλεία, Αιτωλοακαρνανία και Αίγιο. Διακομιδές που αν δε έλειπαν τα βασικά από τα νοσοκομεία της περιφέρειας δε θα είχαν λόγο να γίνουν (εργαστηριακά, αξονικός, καρδιολόγος κ.λ.π.). Πέραν της εφημερίας, ο περιορισμός της λειτουργίας κλινικών στην περιφέρεια έχει φορτώσει και τον τακτικό όγκο στα νοσοκομεία της Πάτρας. Η μέχρι στιγμής αντιμετώπιση είναι μπαλώματα με μετακινήσεις, ενώ όποιες λίγες θέσεις έχουν προκηρυχτεί δεν αρκούν για να λύσουν το ζήτημα. Στο παραπάνω πλαίσιο μόνο θυμηδία προκάλεσε η ανοιχτή επιστολή του Διοικητή του ΠΓΝΠ για συνένωση με το νοσοκομείου του Αιγίου, που ήρθε να νομιμοποιήσει την υποβάθμιση του ΓΝ Αν. Αχαΐας με προτάσεις δήθεν διάσωσης. Απαραίτητο θεωρείται η επίσημη απόρριψη αυτών των θέσεων από πλευράς υπουργείου. Απαιτείται άμεση στήριξη των περιφερειακών Νοσοκομείων και όχι υποβάθμιση τους με άμεσες προσλήψεις προσωπικού.
5.Η εικόνα των νοσοκομείων μας, που επιβαρύνονται από την έλλειψη ΠΦΥ και την κατάρρευση των Νοσοκομείων περιφερικά της Πάτρας, επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο από τις σημαντικές ελλείψεις σε προσωπικό. Στα νοσοκομεία της Αχαΐας σημαντική είναι η έλλειψη ειδικευομένων (146 κενά) αλλά και ειδικευμένων (145 κενά). Αποτέλεσμα υπερεφημέρευση και ένας καθημερινός φόρτος που οδηγεί σε φαινόμενα εξάντλησης των εργαζομένων. Η μη ανάπτυξη αυτόνομων ΤΕΠ, αφού ούτε γιατροί υπάρχουν ούτε έχουν προκηρυχτεί οι θέσεις αλλά ούτε υπάρχει κάποιο σοβαρό σχέδιο για τη λειτουργία τους, επιβαρύνει ακόμα περισσότερο ιατρούς και ασθενείς. Οι οργανισμοί των δύο νοσοκομείων έχουν πολλαπλά προβλήματα, ενώ οι μέχρι στιγμής προσθέσεις δια των προτάσεων της ΥΠΕ δείχνουν την αναγνώριση της υποστελέχωσης και υποβάθμισης. Η χρηματοδότηση δε των νοσοκομείων βαίνει μειούμενη με ότι αυτό συνεπάγεται σε υλικά, ποιότητα υλικών, συντήρηση κ.λ.π. Σημαντικό επίσης είναι το θέμα των κλινών που δεν επαρκούν στο ΓΝΠ πάρα την πρόσφατη μετασκευή του αρχικού κτηρίου του Αγ. Ανδρέα (μόλις 290 σε προτεινόμενη οργανικότητα 450 στο νέο σχέδιο που παρουσίασε η 6η ΥΠΕ). Είναι προφανές ότι θα χρειαστούν νέες λύσεις σε επίπεδο υποδομών. Η οριακή στελέχωση διαφόρων κλινικών/ειδικοτήτων δημιουργεί άμεσα θέμα αφού τίθεται εν κινδύνω η συνέχεια τους π.χ Αιματολογικό ΓΝΠ και Γναθοχειρουργικό ΠΓΝΠ έχουν απομείνει μονοπρόσωπα και επείγεται η κατάλληλη παρέμβαση. Να προχωρήσουν γρήγορα οι νέοι οργανισμοί και οι προσλήψεις που αντιστοιχούν.
Για τους επικουρικούς ιατρούς: οι επικουρικοί ιατροί είναι όμηροι της εργασιακής ανασφάλειας, της δουλειάς με λιγότερα δικαιώματα, όπως και το μη ιατρικό επικουρικό προσωπικό και οι εργαζόμενοι στα συνεργεία. Το ποσοστό των επικουρικών σε σχέση με όσους αυτή τη στιγμή υπηρετούν στο ΕΣΥ, προσεγγίζει -αν δεν υπερβαίνει- το 20%! Αυτό, από μόνο του καταδεικνύει ότι καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες με συμβασιούχους και οι προκηρύξεις-προσλήψεις που έχουν γίνει μέχρι τώρα δεν πλησιάζουν όχι μόνο τις 1400 θέσεις των ήδη υπηρετούντων επικουρικών αλλά ούτε καν τις 600 των οποίων έχει «ξεκινήσει» η διαδικασία κάλυψης. Με λίγα λόγια, επεκτείνεται η χρήση συμβασιούχων, των οποίων δεν τους δίνεται καν η δυνατότητα να κατοχυρώσουν δικαιώματα πρόσληψης στο ΕΣΥ, την ίδια στιγμή που τα νοσοκομεία και η πρωτοβάθμια στενάζουν από την έλλειψη γιατρών και προσωπικού και το «φύγε εσύ-έλα εσύ» που εφαρμόζεται δημιουργεί κενά που δεν αναπληρώνονται εγκαίρως. Να σταματήσει αυτό. Να παραμείνουν οι ήδη υπηρετούντες και να απορροφηθούν οι αναμένοντες μέχρι να προκηρυχθούν και τελεσφορήσουν οι κρίσεις των μονίμων θέσεων.
7.Η ιατρική μετανάστευση είναι μία άλλη μάστιγα που απειλεί το ΕΣΥ. Χωρίς προσλήψεις, εργασιακές συνθήκες με αξιοπρέπεια, αξιοπρεπή μισθό και αναβάθμιση των ειδικευομένων από «λαντζέρηδες» σε πραγματικά εκπαιδευόμενους, το κλίμα δεν πρόκειται να αντιστραφεί και η συνέχεια του ΕΣΥ τίθεται σε μεγάλο κίνδυνο.
8.Οι επιπρόσθετες ανάγκες για υγειονομική περίθαλψη που δημιουργούνται από το προσφυγικό αλλά και την ανθρωπιστική κρίση, όχι μόνο δεν αντιμετωπίζονται με ένα ξεχωριστό ειδικό σχεδιασμό αλλά φορτώνεται στα υποστελεχωμένα και υποχρηματοδοτούμενα νοσοκομεία. Ένας παραπάνω λόγος ενίσχυσης του ΕΣΥ, μιας και η αναγκαία «είσοδος» των ανασφάλιστων στο σύστημα δε συνοδεύτηκε από ανάλογα κονδύλια. Αντίστοιχα και η κάλυψη των προσφύγων –αν και το πρόβλημα δεν είναι τόσο μεγάλο στην περιοχή μας- που η υγεία τους έχει αναληφθεί υπεργολαβικά και χωρίς διαφάνεια από τις ΜΚΟ, με το ελληνικό δημόσιο σύστημα και τους εθελοντές να καλύπτουν τεράστια κενά της –αφειδώς- χρηματοδοτούμενης δράσης τους. Η κάλυψη της υγείας των ανθρώπων δεν είναι έργο «φιλανθρωπικών» οργανώσεων αλλά καθήκον της οργανωμένης κοινωνίας και των οργάνων της Πολιτείας.
Για το ΔΣ
Ο Πρόεδρος
Τάσος Γιακουμής
Ο Γραμματέας
Γιώργος Ευφραιμίδης