Σε «κούρεμα» των οφειλών ενός 38χρονου καρδιοπαθούς Ροδίτη, προχώρησε με απόφαση – σταθμό για την αντιμετώπιση ανάλογων περιπτώσεων, το Ειρηνοδικείο Ρόδου, κάνοντας δεκτή εν μέρει αίτησή του για την υπαγωγή στο νόμο Κατσέλη, περί υπερχρεωμένων νοικοκυριών.
Ο 38χρονος είχε χρέη ύψους 83.771,17 ευρώ. Το δικαστήριο αποφάσισε η ρύθμιση των χρεών του να γίνει με καταβολές στις πιστώτριες τράπεζες επί τριετία, ύψους 70 ευρώ μηνιαίως. Ως εκ τούτου, μετά την ολοκλήρωση των καταβολών αυτών στο τέλος της τριετίας οι τράπεζες θα έχουν λάβει, το ποσό των 2.520 ευρώ.
Σύμφωνα με την Δημοκρατική της Ρόδου, ο αιτών ηλικίας 38 ετών, είναι άγαμος και άτεκνος και κατοικεί σε μονοκατοικία που ανήκει στην κληρονομιαία περιουσία του πατέρα του, της οποίας τυγχάνει νόμιμος εξ αδιαθέτου κληρονόμος κατά το ήμισυ. Πάσχει από χρόνια καρδιοπάθεια με τοποθέτηση απινιδωτή και από νοσογόνο παχυσαρκία. Έχει κριθεί ανάπηρος σε ποσοστό 80% και λαμβάνει για το λόγο αυτό σύνταξη βαριάς αναπηρίας από το Ι.Κ.Α ύψους 770 ευρώ μηνιαίως.
Πέραν των ανωτέρω μηνιαίων αποδοχών σύνταξης αναπηρίας, δεν έχει καθόλου εισοδήματα από άλλες αιτίες. Οι μηνιαίες δαπάνες δεν περιορίζονται σ’ αυτές που απαιτούνται για την ικανοποίηση των βιοτικών του αναγκών, καθώς, παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα υγείας που καθιστούν επιβεβλημένη την υποβολή του σε έξοδα φαρμακευτικής αγωγής που δεν καλύπτονται εν όλω από τον ασφαλιστικό του φορέα.
Δεδομένης της κατάστασης αυτής, το ποσό που είναι αναγκαίο να δαπανάται μηνιαίως για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών, της ιατροφαρμακευτικής φροντίδας του αιτούντος ανέρχεται σε 700 ευρώ τουλάχιστον. Περαιτέρω, στην κινητή περιουσία του περιλαμβάνεται ένα αυτοκίνητο έτους κατασκευής 1996 και εκτιμώμενης εμπορικής αξίας 1.000 ευρώ, το οποίο πρέπει, κατά τη κρίση του Δικαστηρίου, να εξαιρεθεί της ρευστοποίησης λόγω του ότι τυγχάνει απολύτως απαραίτητο για τις μετακινήσεις του.
Ακόμη αποδείχθηκε ότι σε χρόνο προγενέστερο του έτους, είχε αναλάβει χρέη ύψους 83.771,17 ευρώ. Αναγκάσθηκε να καταφύγει στον τραπεζικό δανεισμό για να καλύψει τις βιοτικές και καταναλωτικές ανάγκες του ιδίου και της οικογένειάς του.
Ειδικότερα, προέβη αρχικά στη σύναψη καταναλωτικών δανείων με τους πιστωτές του, προκειμένου να αντεπεξέλθει στα πολυδάπανα χειρουργεία, αλλεπάλληλες ιατρικές εξετάσεις και στην εν γένει ιατρική παρακολούθηση της μητέρας του η οποία μετά από πολυετή αγώνα με την επάρατο νόσο απεβίωσε το έτος 2008.
Τα έτη 2002 και 2008 οπότε και αναλήφθηκε το μεγαλύτερο μέρος των επίδικων οφειλών, εργαζόταν. Εν συνεχεία, το έτος 2009 ευρισκόμενος στην εργασία του υπέστην ανακοπή καρδιάς και διακομίστηκε στο Γενικό Νοσοκομείο της Ρόδου, υποβαλλόμενος μετέπειτα σε συνεχείς ιατρικές εξετάσεις όπου τελικά ένα χρόνο αργότερα υποβλήθηκε σε εγχείριση εμφύτευσης απινιδωτή.
Συνεπεία του προβλήματος υγείας του, κατέστη ανίκανος να εργαστεί και ως εκ τούτου αναγκάστηκε να καταφύγει εκ νέου στον τραπεζικό δανεισμό, προκειμένου να ανταποκριθεί στις δαπάνες ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης που απαιτούσε η κατάσταση της υγείας του. Αξίζει να σημειωθεί ότι δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα παραπάνω έξοδα με την οικονομική συνδρομή έτερου μέλους της οικογένειάς του.
Το δικαστήριο έκρινε ότι ο τραπεζικός δανεισμός υπήρξε, εν προκειμένω, η μοναδική διέξοδος στα συσσωρευμένα αιφνίδια και πολυετή προβλήματα υγείας τόσο του ίδιου του αιτούντος όσο και της μητέρας του, το γεγονός δε αυτό σε συνδυασμό με το συνολικό ύψος των αναληφθέντων οφειλών δεν αποτελούν, στοιχεία ικανά να προσδώσουν στο πρόσωπό του την έννοια του ενδεχόμενου δόλου ως προς την μόνιμη και γενική περιέλευσή του σε αδυναμία πληρωμής.
Το δικαστήριο αποφάσισε η ρύθμιση των χρεών του να γίνει με καταβολές στις πιστώτριες τράπεζες επί τριετία, ύψους 70 ευρώ μηνιαίως, οι οποίες θα αρχίσουν εντός του δεύτερου δεκαπενθημέρου του μηνός Δεκεμβρίου έτους 2017. Ως εκ τούτου, μετά την ολοκλήρωση των καταβολών αυτών στο τέλος της τριετίας οι τράπεζες θα έχουν λάβει, το ποσό των 2.520 ευρώ.