Στις 6 Αυγούστου, ημέρα μεγάλης δεσποτικής εορτής, σε έναν μικρό συνοικισμό του τόπου μας, στα Βεσιναίικα, ζήσαμε όλοι στιγμές πολύ σπάνιες και μοναδικές. Όλο το μεγαλειώδες αυτό γεγονός όμως ξεκίνησε πολύ νωρίτερα.
Από την παραμονή κιόλας της εορτής και μάλιστα από τις πρώτες πρωινές ώρες μαθαίναμε ο ένας μετά τον άλλον την εκδημία του Βασιλάκη ΜΑΣ.
Η είδηση έπεφτε σε όλους μας ως κεραυνός εν αιθρία και προκαλούσε πόνο. Πολύ και έντονο πόνο.
Με δυσκολία μπορούσαμε όλοι μας, και δικαιολογημένα βέβαια, να συγκρατήσουμε τους λυγμούς μας.
Μάτια πρησμένα και κατακόκκινα.
Στόματα που σφράγιζαν ανίκανα να αρθρώσουν λέξεις. Λαιμοί με κόμπους που έφραζαν κάθε δίοδο αέρα.
Ψυχές μαύρες, πονεμένες, απορημένες, αγανακτισμένες.
Μόνο το ‘‘γιατί ;‘‘ μπορούσε να βγει από τη συντονισμένη προσπάθεια όλων των παραπάνω.
Ο Βασιλάκης ΜΑΣ κοιμήθηκε τα ξημερώματα της Κυριακής 5 Αυγούστου.
Κοιμήθηκε στα 13 του χρόνια μετά από πολλά χρόνια ταλαιπωρίας και μετά από το τρίτο χειρουργείο που μόλις είχε κάνει.
Κοιμήθηκε ενώ μας είχε γεμίσει όλους ελπίδα και βεβαιότητα ότι είναι καλά πλέον και δεν κινδυνεύει.
Ενώ μας είχε αναγκάσει να πανηγυρίσουμε σαν Πάσχα, να φιληθούμε, να κεραστούμε, να δοξολογήσουμε το Θεό. Το Θεό που μαζί με τον Βασιλάκη μάλλον μας ‘‘έκαναν πλάκα‘‘.
Μάλλον θέλησαν να μας δοκιμάσουν.
Μάλλον δοκίμασαν τα ψυχικά μας ανακλαστικά.
Και ενώ όλα βάδιζαν θετικά και αισιόδοξα οι δυο τους μας αιφνιδίασαν και μας πόνεσαν.
Παράδοξο!! Ίσως ήταν η πρώτη αλλά και η τελευταία φορά που ο Βασιλάκης πονούσε κάποιον άλλον.
Συνηθισμένος να πονάει ο ίδιος, βλέπετε, κι όχι να πονά άλλους.
Και δυστυχώς φτάνει η ώρα για τα δύσκολα.
Η ώρα της κηδείας ή της φροντίδας όπως θα το μεταφράζαμε στην καθομιλουμένη.
Μια ώρα πολύ δύσκολη για όλους. Παράδοξο να βλέπεις στο κέντρο του Ναού να κείται ένα παιδί ξαπλωμένο, σχεδόν βουβό και σχεδόν αμίλητο!
Οι γονείς σε κατάσταση αλλοφροσύνης να ουρλιάζουν και να αρνούνται να αποχωριστούν απ την αγκαλιά τους το καμάρι τους! Φυσιολογικό και αναμενόμενο!!
Εκατοντάδες, χωρίς καμιά υπερβολή, ανθρώπων να συντονίζονται και να μιμούνται απόλυτα τους γονείς.
Άνδρες, γυναίκες ακόμα και μικρά παιδιά να ουρλιάζουν από θρήνους και να αλαλάζουν, να κλαίνε, να οδύρονται, να θυμώνουν με τον Θεό, να τραβούν τα μαλλιά τους , να λιποθυμούν.
Πλειάδα ιερέων, στρυμωγμένων μέσα στο πλήθος, να ψιθυρίζουν βουρκωμένοι και με λυγμούς τα σοφά λόγια της εξοδίου που δεν ακούγονται και δεν φαίνεται να αφορούν κανέναν αυτή την φορά.
Κρίμα! Έχουν τόση παρηγοριά μέσα τους, τόση θεολογία και φιλοσοφία, τόση αλήθεια, τόση ελπίδα!
Όλο αυτό θύμιζε αναπόφευκτα, πέρα από την έλλειψη ελπίδας και πίστης στην Ανάσταση, την εξόδιο ακολουθία του Μ. Βασιλείου και μάλλον δικαίως.
Δικαίως διότι ο Βασιλάκης ΜΑΣ δεν έφερε μόνο το όνομα του μεγάλου αυτού Ιεράρχη αλλά και πολλά ακόμη.
Ο Βασιλάκης ήταν πάντοτε ένα παιδί συνεσταλμένο, ευγενικό εκ φύσεως με ευγένεια που πήγαζε από μέσα και όχι εξωτερική, με ευγένεια που δεν αφορούσε μόνο τους τρόπους και τη συμπεριφορά αλλά τα βαθύτερα μέρη της ψυχής, με διάθεση πάντοτε να βοηθήσει τους πάντες, από τη μαμά στις δουλειές, ακόμη και στο μαγείρεμα, και τον μικρό αδελφό στα μαθήματα εως τον συμμαθητή του που δυσκολευόταν λίγο και τον όποιον άλλον.
Ο Βασιλάκης χαρακτηριζόταν από μια ωριμότητα και σοφία σπάνια και δυσανάλογη με την ηλικία του.
Συμβούλευε τους γονείς σε όλα και έπαιρνε πάντα θέση με λογική και σοφία.
Ο Βασιλάκης αγαπούσε πολύ το Ναό, τον ιερέα, την διακονία στο Ιερό Βήμα και το αναλόγιο και κάτω απ το μαξιλάρι του στο νοσοκομείο, όπως με καμάρι μου έδειξε σε μια από τις επισκέψεις μου εκεί, υπήρχε πάντοτε το ψαλτήρι και στο δωμάτιό του οι εικόνες.
Ο Βασιλάκης ήταν, όπως στην εξόδιο πολύ εύστοχα σημείωσε ο γυμνασιάρχης του αλλά και όλοι βλέπαμε στην καθημερινότητά του, υπόδειγμα συνέπειας.
Όλα τα έκανε με συνέπεια και αφοσίωση!
Δεν παραμελούσε ποτέ τα μαθήματά του και τις άλλες του υποχρεώσεις. Δεν άφηνε κενά και πάντα ρωτούσε και ζητούσε βοήθεια για να τα καλύψει.
Από την πρώτη κιόλας στιγμή που εισήχθη στο νοσοκομείο παίδων έψαξε και βρήκε το ειδικό γυμνάσιο του νοσοκομείου για να μην αφήσει το παραμικρό κενό.
Ο Βασιλάκης ήταν ναι μεν πάντοτε σοβαρός αλλά ποτέ δεν σβηνόταν το χαμόγελό του από το προσωπάκι του.
Ο Βασιλάκης δεν ασχολούταν με μικρότητες, δεν έκρινε και δεν χλεύαζε κανέναν, δεν συγκρούετο με κανέναν και δεν έπαυε ποτέ να φροντίζει μόνο για την καλλιέργεια της ψυχής του και του πνεύματος.
Ο Βασιλάκης ΜΑΣ είχε σπάνια αξιοπρέπεια και δε θα επέτρεπε ποτέ σε κανέναν να τον υποτιμήσει ούτε στον εαυτό του να εκτεθεί.
Ο Βασιλάκης χαρακτηριζόταν, παρά τα πολλά και ποικίλα χαρίσματά του, από τρομερή ταπείνωση και υπομονή που φάνηκε έμπρακτα στην πολύμηνη περιπέτειά του στο νοσοκομείο παίδων.
Ο Βασιλάκης ήταν το καμάρι δυο γονιών που πάσχιζαν πολύ νυχθημερόν να τον παραδώσουν υπόδειγμα στην κοινωνία και τα κατάφεραν εξαιρετικά.
Όλα αυτά όμως δεν ήταν τα μόνα που αυθόρμητα συγκρίνουν τον Βασιλάκη με τον μεγάλο Ιεράρχη της Εκκλησίας μας.
Ο Βασιλάκης με όλα αυτά έδειξε σημεία που μας δείχνουν μόνο οι άγιοι μας.
Κατ αρχάς υπήρξαν μερικοί που πληροφορήθηκαν απ τον ίδιο την εκδημία του ακούγοντας μέσα στον ύπνο τους την καμπάνα να ηχεί πένθιμα πολύ πριν ανακοινωθεί η φυγή του.
Δεύτερον και πιο σημαντικό το λείψανο του!! Σε τίποτα δε θύμιζε νεκρό!!
Ζεστό και εύπλαστο δέρμα, χρώμα κεριού κι όχι χλωμό, ευκαμψία σώματος και κάθε φορά που η μανούλα του χάιδευε το μέτωπο του τα μάτια του άνοιγαν κι όχι μόνο άνοιγαν αλλά κοιτούσαν εστιασμένα κι όχι απλανώς.
Αυτά είναι σημεία σπάνια που παρουσιάζονται μόνο σε λείψανα αγίων.
Πιστεύω λοιπόν ακράδαντα ότι Βασιλάκης θα μας δώσει κι άλλα σημεία αγιότητας και ήδη προσωπικά τον επικαλούμαι βέβαιος ότι έχει βρει παρρησία στο Θεό.
Όχι απλώς γιατί ήταν μόλις 13 ετών και ‘‘έγινε άγγελος‘‘ , όπως σαχλά θα πιστέψουν μερικοί, αφού σε αυτές τις ηλικίες τα πάθη όχι μόνο έχουν κάνει την εμφάνισή τους αλλά συνήθως έχουν ριζώσει, έχουν εδραιωθεί, έχουν κυριαρχήσει.
Ο Βασιλάκης ΜΑΣ είναι, κατά προσωπική πάντα εκτίμηση αλλά όχι αυθαίρετη και χωρίς στοιχεία, άγιος διότι είναι ‘‘Ο Βασιλάκης‘‘!
Ο Βασιλάκης που πάντα ξεχώριζε, και θα συνεχίσει να ξεχωρίζει, και μάλιστα προερχόμενος από ένα περιβάλλον χωρίς πολλές βοήθειες, χωρίς πρότυπα, χωρίς παραδείγματα, χωρίς ερεθίσματα παρά με δυσκολίες και αλλοιωμένα και νοσηρά πρότυπα τα οποία και απέφυγε με τη βοήθεια και την ιδιαίτερη φυσικά φροντίδα των απλοϊκών αλλά φιλοσοφημένων γονέων του που νυχθημερόν και με κάθε θυσία προσπαθούσαν, στο μέτρο των δυνατοτήτων τους, να καλλιεργούν το πνεύμα του.
Μπορεί η διαπίστωση αυτή, της αγιότητος του Βασιλάκη ΜΑΣ, να μην απαλύνει τον πόνο όλων μας και περισσότερο των γονιών του για τον πρόσκαιρο αποχωρισμό του όμως φρονώ ότι είναι η απάντηση του Θεού σε αυτό το μαζικό ‘‘γιατί ;‘‘.
εὐάρεστος τῷ Θεῷ γενόμενος ἠγαπήθη καὶ ζῶν μεταξὺ ἁμαρτωλῶν μετετέθη· ἡρπάγη, μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ ἢ δόλος ἀπατήσῃ ψυχὴν αὐτοῦ· βασκανία γὰρ φαυλότητος ἀμαυροῖ τὰ καλά, καὶ ῥεμβασμὸς ἐπιθυμίας μεταλλεύει νοῦν ἄκακον τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς, ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ· διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας. οἱ δὲ λαοὶ ἰδόντες καὶ μὴ νοήσαντες, μηδὲ θέντες ἐπὶ διανοίᾳ τὸ τοιοῦτον, ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ
Ας έχουμε λοιπόν την ευχή του και αν όντως βρήκε παρρησία ας εύχεται και για εμάς όλους και κυρίως για τους γονείς του να δεχθούν παρηγοριά και να μαλακώσει ο πόνος τους.
Βασιλάκο ΜΑΣ εύχου και υπέρ ημών.
Πάτερ Βασίλειος