Μετά την τυπική ολοκλήρωση των μνημονίων, υποτίθεται ότι η χώρα ανακάμπτει. Ωστόσο, τα μνημόνια λήγουν στο ίδιο σημείο απ' όπου ξεκίνησαν. Ίδιες παθογένειες, γνώριμες αδυναμίες. Συνεχίζει για παράδειγμα η γραφειοκρατία να είναι η μεγαλύτερη απειλή για την ανάπτυξη των επιχειρήσεων, η παραοικονομία να διευρύνεται, οι θεσμοί σταθερά να υπολειτουργούν και το σύστημα κοινωνικής προστασίας και υπηρεσιών να απέχει πολύ από τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Για να οικοδοµήσουµε ένα µέλλον διαφορετικό από το παρόν μας, πρέπει να αντιμετωπίσουμε επιθετικά τις παθογένειες. Πρέπει να αποδείξουμε ότι η Ελλάδα είναι ικανή και μπορεί να επιτύχει τις μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν σε μια ανταγωνιστική οικονομία, όχι αποκλειστικά και μόνο ρίχνοντας προς τα κάτω το εργατικό κόστος, αλλά απελευθερώνοντας τις δυνάμεις της καινοτομίας και της τεχνολογικής προόδου.
Το ισχυρό χαρτί μας είναι το υψηλό ποσοστό του πληθυσμού με τριτοβάθμια εκπαίδευση. Για παράδειγμα, η επίδοση της χώρας στον συγκεκριμένο δείκτη του Ευρωπαϊκού Πίνακα Αποτελεσμάτων Καινοτομίας (ΕIS) του 2018 ξεπερνά τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά 23 μονάδες βάσης. Επιπλέον, η Ελλάδα παρουσιάζεται δυνατή στους δείκτες που αφορούν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που καινοτομούν σε προϊόντα ή και διαδικασίες και στο μάρκετινγκ ή και στην καινοτομία, όπου οι επιδόσεις υπερβαίνουν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο κατά 19,5 και 21,5 μονάδες βάσης αντίστοιχα.
Είναι προφανές ότι θα είχε αποτραπεί η φυγή δεκάδων χιλιάδων νέων επιστημόνων και επιχειρήσεων στο εξωτερικό, αν είχαν εφαρμοστεί διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που αξιοποιούσαν καλύτερα την αριστεία και τη μετέτρεπαν σε επιτυχία, ένα ρυθμιστικό/νομικό περιβάλλον που υποστηρίζει τη μεταφορά της γνώσης μεταξύ ερευνητικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων και ένα λειτουργικό σύστημα καινοτομίας που στηρίζει τις καινοτόμες επιχειρήσεις, όχι μόνο εκτός αλλά εντός της χώρας, μέσω της παραγωγής προϊόντων με τα οποία η Ελλάδα γίνεται πιο ανταγωνιστική στις διεθνείς αγορές.
H οκταετία των ελληνικών μνημονίων είναι μια ιστορία χαμένων ευκαιριών για εθνικές συναινέσεις και για ζωτικές μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να έχουν γίνει εδώ και δεκαετίες, αλλά δεν τολμήθηκαν. Συνέπεια αυτού είναι ότι η χώρα θα αργήσει πολύ να ξαναβρεί μια χρηματοοικονομική κανονικότητα..
Η πρώτη ψυχρολουσία ήρθε από τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, ο οποίος απέκλεισε τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα πιστωτικής χαλάρωσης, έστω και για τους τελευταίους μήνες που αυτό θα λειτουργεί κανονικά, όσο και για το διάστημα των επανεπενδύσεων από την ΕΚΤ.
Η κατάργηση του waiver όμως για τα ελληνικά ομόλογα θα έχει και άλλη μια αρνητική επίπτωση. Οι ελληνικές τράπεζες θα αναγκαστούν και πάλι να καταφύγουν στα κεφάλαια του ELA, τα οποία εκτός του ότι είναι ακριβά (με κόστος για τους Έλληνες δανειζόμενους), απαιτούν και την εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου, με όποιο ρίσκο μπορεί να έχει κάτι τέτοιο.
Κατά συνέπεια η οικονομία μας, πρέπει άμεσα να αναβαθμιστεί επενδυτικά, μέσα από ένα εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων και παραγωγικής επανεκκίνησης. Οι πολιτικές αντιαναπτυξιακής παροχολογίας με σκοπό την άγρα ψήφων εν όψει εκλογών, είναι βέβαιο ότι θα μας οδηγήσουν πολύ γρήγορα στο αμαρτωλό χθες.