Και τώρα θα μιλήσουμε για το Μαρκάτο της δεκαετίας του '60.
Την ζωντανή ιστορία της πόλης μας.
Από το βιβλίο μου "Αγκινάρες με αλάτι"
.................Ο Θεοδόσης είχε το μαγαζί στην καρδιά του Μαρκάτου, γωνία Υψηλάντου και Ερμού, στο ισόγειο του παλιού διώροφου κτιρίου, όπου αργότερα φτιάχτηκε το μεγαθήριο που στεγάζει τις υπηρεσίες της Αστυνομίας. Το εμπόρευμα ήταν βουνά από κάρβουνα, πατάτες και κρεμμύδια. Το καλοκαίρι δε έφερνε καρπούζια (χειμωνικά τα έλεγε) και πεπόνια αργίτικα και Λεσινίου.
Το οίκημα ήταν πολύ παλιό, με φανερά τα σημάδια του χρόνου και της εγκατάλειψης. Οι τοίχοι είχαν χρώμα καφετί, οι σοβάδες ήταν φαγωμένοι και το πάτωμα του μαγαζιού φθαρμένο, με σπασμένες σανίδες, έτσι που σε πολλά σημεία έβλεπες το υπόγειο. Το κτίριο παλιά ήταν λευκό και στέγαζε το Πρωτοδικείο, και του είχε μείνει το όνομα. Πρέπει να ήταν σπουδαίο στην εποχή του, γεγονός που μαρτυρούσε η κατασκευή του με τα μεγάλα τοξωτά παράθυρα. Στον επάνω όροφο έκανε πρόβες η φιλαρμονική του Δήμου, με μαέστρο τον Θεόφιλο Κάββουρα. Έτσι, ο Θεοδόσης ζύγιζε στην πλάστιγγα τα κρεμμύδια με μουσική υπόκρουση τις μελωδίες από την «Κλέφτρα Κίσσα» του Ροσσίνι, την «Πολωνέζα» του Σοπέν και τα εμβατήρια των παρελάσεων.
Μετά το μαγαζί του Θεοδόση ήταν τα δημοτικά ουρητήρια, το δερματάδικο του Γιαννόπουλου και του Ράπτη, τα μαγέρικα και το γαλακτοπωλείο του Κουτσογιάννη, που ήταν απέναντι από το ραφείο του Βινιεράτου. Ακριβώς απέναντι από τον Θεοδόση, γωνία Καραϊσκάκη και Ερμού, ήταν η ποτοποιία του Λαγκαδινού. Ευωδίαζε όλη η γωνία από τη μεθυστική μυρουδιά του γλυκάνισου.
Τα Σάββατα είχε μεγάλη κίνηση το Μαρκάτο, καθώς ερχόντουσαν οι αγρότες από τα γύρω χωριά για να πουλήσουν την παραγωγή τους. Πληθώρα από λάχανα και φρούτα, αλλά και ζωντανά, όπως κότες, αρνιά, κουνέλια, γουρούνια κ.λπ.
Είναι χαρακτηριστικό πως τη Μεγάλη Παρασκευή και το Μεγάλο Σάββατο το Μαρκάτο και οι γύρω δρόμοι γέμιζαν με ζωντανά αρνιά και κατσίκια. Για ασφάλεια, τα έδεναν ακόμα και από τα πόμολα στις πόρτες των σπιτιών. Και οι κάτοικοι της Ερμού και της Ηφαίστου έκαναν υπομονή μέχρι να πουληθεί το ζωντανό, για να ανοίξουν με ασφάλεια την πόρτα τους.
Πάγκοι, τέντες, στέγαστρα από λαμαρίνες, στοές και εμπορεύματα, έστηναν ένα ιδιαίτερο σκηνικό, γεμάτο εικόνες και χρώματα. Στέγαστρο από λαμαρίνα είχε και το μαγαζί του Θεοδόση. Η πλατεία στη μέση ήταν γεμάτη με φορτωμένα κάρα μαζί με την κινητήριο δύναμη, τα άλογα ή τα γαϊδούρια, τα οποία μασούλαγαν υπομονετικά τη βρώμη από τον κρεμασμένο υφαντό ντορβά, μέχρι να ξεπουληθεί το φορτίο. Η προσέλευσή τους στην πλατεία γινόταν από την Ερμού, κι όπως ήταν κατηφορική, συχνά τα κουρασμένα υποζύγια γονάτιζαν. Κι εγώ, όπως τα έβλεπα, νόμιζα ότι κι αυτά θέλανε ξεμάτιασμα!
Οι χωριάτες άφηναν τα άλογα και τα γαϊδούρια για ξεκούραση στα χάνια, όταν έρχονταν στο Μαρκάτο. Τέτοια χάνια υπήρχαν στη Γερμανού (όπως αυτό δίπλα στον φούρνο του Ζήση) και στους δρόμους του Μαρκάτου. Ακριβώς απέναντι, στο βάθος της πλατείας και διαγωνίως από τον Θεοδόση, ήταν το χάνι και πεταλωτήριο του Παναγόπουλου, που έφτιαχνε και σαμάρια. Όση ώρα ήταν η νόνα στον Θεοδόση, εγώ παρατηρούσα την κίνηση στο πεταλωτήριο. Είχε μονίμως άλογα σε αναμονή για περιποίηση. Στο βάθος το καμίνι φουντωμένο και το αμόνι που διαμόρφωνε τα πυρωμένα πέταλα.
Με την ευκαιρία της αναμονής, οι χωριάτες θα επισκέπτονταν ένα από τα μαγέρικα που για τον λόγο αυτό ήταν γεμάτο το Μαρκάτο, όπως η υπόγεια ταβέρνα του Οικονόμου, που ήταν παραδίπλα από το μαγαζί του Θεοδόση, του Σουβαλιώτη στη γωνία Υψηλάντου και Ερισσού, του Κολόμβου απέναντι, του Ραφτόπουλου και του Πολίτη στην άλλη πλευρά της Υψηλάντου, μετά το μαγαζί του Θεοδόση. Tο μενού ήταν πατσάς σε πολλές εκδοχές, βραστό, λαδερά, σαβόρο, κουκιά πλακί, γαύρος λαδορίγανη ρίγανη και πατάτες γιαχνί.
Αλλά, όταν έπιαναν δουλειά οι ράσπες, οι τανάλιες, τα σφυριά, και το πόδι στερεωνόταν πάνω στο τρίποδο, έπρεπε το αφεντικό να είναι κοντά στο άλογο, για να το χαϊδεύει και να το ηρεμεί.
Το πετάλωμα γινόταν όταν μεγάλωνε το νύχι του ζώου ή όταν φθειρόταν το πέταλο από την πολλή δουλειά. Όταν άρχιζε το πετάλωμα, ο πεταλωτής λύγιζε το πόδι του ζώου προς τα πίσω και το τοποθετούσε σε ένα τρίποδο. Στη συνέχεια, με μια τανάλια έβγαζε τα παλιά καρφιά με προσοχή και έπειτα το πέταλο. Έκοβε τα νύχια με το σατράνι, τα λίμαρε και τοποθετούσε το πέταλο. Τέλος, κάρφωνε τα καρφοπέταλα αποκάτω με φορά προς τα έξω, ώστε να μην καρφωθούν στο κρέας του ζώου, ενώ έκοβε ό,τι προεξείχε, και τα λίμαρε με τη ράσπα.
Στο χάνι του Παναγόπουλου φύλαγε τα βράδια το άλογο με το κάρο του ο Γάλα-γάλας. Ήταν γνωστός τύπος του Μαρκάτου, έκανε μεταφορές και αποτελούσε μέρος της καθημερινής διασκέδασης εκεί. Στο Μαρκάτο ήταν εύκολο να βγάλουν κουσούρι σε κάποιον, αλλά και να το μεγαλοποιήσουν, καθώς τίποτα δεν πέρναγε απαρατήρητο.Η πλατεία, ήταν συχνά και τόπος περάσματος του Κομίνη, του Συμεών και του Βούμπα, ενώ μόνιμη ήταν η Μαρία Κου, που παρίστανε την τυφλή και διακόνευε καθημερινά.Δίπλα στο χάνι του Παναγόπουλου ήταν ένα μαγαζί που έκανε περιελίξεις σε μοτέρ, και μετά το κοτοπουλάδικο των Σαμαρτζή και Πολίτη. Κότες και κοκορόπουλα στο πάτωμα με δεμένα τα πόδια, κοτόπουλα που χαλάγανε τον κόσμο από το κακάρισμα και τελάρα γεμάτα νεοσσούς. Το μαγείρεμα του κοτόπουλου είχε μεγάλη διαδικασία ‒σφάξιμο στην κουζίνα, ζεμάτισμα και μάδημα‒ και γινόταν μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, κι έτσι το κοτοπουλάδικο ειδικά τα Σάββατα είχε πολλή κίνηση.
Δίπλα, στη γωνία, το μπακάλικο του Σπυρόπουλου• ένα μεγάλο καρότσι, βαρέλια, και κρεμασμένα σαρώματα ήταν μονίμως στη μόστρα του μπακάλικου.
Στην πάνω δεξιά γωνία ήταν το μαγαζί του Καραχάλιου, από όπου η νόνα μου αγόραζε μπούκλες μαλλί για πλέξιμο. Έπλεκε τα πάντα, εμένα μου είχε πλέξει ένα σκούρο βυσσινί πουλόβερ με πλεξούδες, που το φόραγα με καμάρι τον χειμώνα. Ο Καραχάλιος πούλαγε επίσης χαλιά, βελέντζες, φλοκάτες και μαλλί για παπλώματα.
Απέναντι ήταν ο Τσεγρένης, που κατασκεύαζε όπλα και φυσσίγια, απαραίτητα εφόδια κυρίως για τους τσοπάνηδες.
Στην γωνία το μπακάλικο του Κρούσκα και δίπλα το καφενείο των Παρασκευά και Διαμαντή. Έπινε τον καφέ του ο Θεοδόσης εκεί και, όταν είχε κάνει καλό σεφτέ, κέρναγε τους φίλους του, όπως κι εμένα με ένα λουκουμάκι. Έφτανε η γλυκιά μυρουδιά από τον καβουρντισμένο καφέ, που με τέχνη έφτιαχνε δίπλα, στο καφεκοπτείο του, ο Παπανδρέου. Εντυπωσιακή η μηχανή, γύριζε η χαρμανιέρα, οι πράσινοι κόκκοι άλλαζαν χρώμα και στο τέλος απελευθέρωναν ένα υπέροχο άρωμα, που απλωνόταν ολόγυρα στην πλατεία.
Ο Νικήτας Παπουτσιδάκης είχε απλωμένα όλη μέρα φιντάνια και σπόρους, μαζί με λουλούδια, χαλκό, θειάφι και λιπάσματα. Το θειάφι και η γαλαζόπετρα σε κρυστάλλους και σε νιφάδες, με προορισμό την αμπελουργία, είχαν τη δική τους συμμετοχή στις ανάκατες μυρουδιές της πλατείας. Εισάγονταν δε κατά χιλιάδες τόνους κάθε χρόνο από το λιμάνι της πόλης.
Και δίπλα, το καφενείο του Ανδρέα Παναγόπουλου, γεμάτο κόσμο, σέρβιρε καφέ τούρκικο σε χοντρό φλιτζάνι.
Όλα τα μαγαζιά του Μαρκάτου ήταν συνεχώς γεμάτα με πελάτες που έρχονταν από τα γύρω χωριά αλλά και από όλη την Πάτρα, καθώς ήταν σίγουρο ότι θα έβρισκαν τα πάντα στην πολύβουη αγορά. Η Ερμού πάνω από το Μαρκάτο είχε πολύ χρώμα, φωτιές από τα καμίνια και φασαρία από το σφυροκόπημα στα αμόνια που σκορπούσε καυτές σπίθες στα πεζοδρόμια.
Δεξιά μας χαλκώματα, τεντζερέδια, καζάνια και γανώματα. Επιτόπου ο γανωματής πάλευε με το λιωμένο καλάι και ζωντάνευε τα μπακίρια. Δίπλα το σιδηρουργείο του Φιλιππόπουλου έφτιαχνε τσάπες, φτυάρια και σκεπάρνια, μαζί με υπέρθυρα και κάγκελα. Δρεπάνια σε διάφορα μεγέθη και γκασμάδες ήταν σε παράταξη στο πεζοδρόμιο. Οι καμπάνες, τα μανουάλια και οι πολυέλαιοι του Μπέλλα, λαμπύριζαν στον πρωινό ήλιο. Δίπλα ο Στολλάκης με τα χαλκώματα.
Τα χαλκουργεία είχαν κρεμασμένα σωρό τα κουδούνια και τα τσοκάνια, αλλά και τα κυπριά για τα γκεσέμια. Οι τσοπάνηδες τα διάλεγαν με προσοχή, γιατί από τον χτύπο των τσοκανιών καταλάβαιναν αν το κοπάδι βοσκάει, αν αναχαράζει, αν περπατά, αν τρέχει ή αν πίνει νερό. Επίσης, τους βοηθούσαν στο έργο τους, στον σάλαγο, στη στρούγκα και στον στάβλο. Οι τεχνίτες του Μαρκάτου, που τα έφτιαχναν, είχαν ιδιαίτερες ικανότητες και ήταν λιγοστοί.
Αριστερά μας, μετά τον Τσεγρένη, βρισκόταν το σιδηρουργείο με τα γεωργικά εργαλεία του Γραμματικόπουλου και μετά οι Αφοί Μενούνου με σιδηρές κατασκευές και αλουμινίου. Στη σειρά και το σιδηρουργείο του Σκαναβή. Στο πεζοδρόμιο χύμα τα ξινάρια και οι τσάπες για τα κουτρούλια στα αμπέλια• μαζί με τις φαλτσέτες για το χαράκι, περίμεναν τους υποψήφιους αγοραστές για το μακρινό τους ταξίδι.
Τα σφυριά δούλευαν ασταμάτητα στου Ντόσκα, που έφτιαχνε χοντροπάπουτσα και άρβυλα στο χέρι. Και δίπλα του Παυλίδη, με παραγωγή «υποδήματα γυναικεία γεροντίστικα».
Τα φαναράδικα κατασκεύαζαν από λαμαρίνα νιπτήρες, μαγκάλια, σκάφες, ντεπόζιτα και ντενεκέδες. Έφτιαχναν και κατρουγιάλια ντενεκεδένια με χερούλια, που ήταν χρήσιμα, γιατί στα περισσότερα σπίτια οι απόπατοι ήταν έξω, στην αυλή. Τότε, αυτά τα κατρουγιάλια δεν είχαν μεγάλη ζήτηση, γιατί είχαν εμφανισθεί στην αγορά τα εμαγιέ
Τα σαγματοποιεία και οι χαμουρτζήδες είχαν κρεμασμένα σε αρμαθιές τα χαϊμαλιά με τις πολύχρωμες χάντρες. Σε διάφορα σχέδια σαμάρια, χάμουρα, λαιμαριές και καπιστράνες, μαζί με σέλες, χαλινά, πισινέλες και γκέμια. Σαγματοποιείο-σελοποιείο ήταν του μπαρμπα-Λια Αποστολόπουλου, στην Ερμού, και του Χατζή. Ο κυρ Γιάννης Χατζής, που ήταν γνωστός μας, είχε το χάνι, αλλά έφτιαχνε και σαμάρια σε έναν μεγάλο πάγκο στο Σαγματοποιείο επί της Καραϊσκάκη 92. Για να φτάσουμε στον πάγκο, περνάγαμε ανάμεσα από ουρές που τινάζονταν αδιάφορα. Πηγαίναμε συχνά, όταν ήμαστε στο Μαρκάτο, γιατί δίπλα ήταν και το μαγαζί του Τάσου Ρήγα, από το οποίο αγοράζαμε κοκκάρια. Βουνά στο ξύλινο πάτωμα ήταν τα κρεμμύδια και τα κοκκάρια, και μόνος εξοπλισμός η πλάστιγγα κι ένα γραφείο. Κοντά στη γωνία με την Αγίου Νικολάου ήταν το χοντρομπακάλικο του Γιάννη Ανδρεόπουλου, από τον οποίο ψώνιζε η θείτσα μου, που έμενε στο Βλατερό.
Η Καραϊσκάκη είχε τη δική της ομορφιά με αυτά τα καταστήματα, οι περισσότεροι δε από τους καταστηματάρχες ‒όταν είχε καλό καιρό‒ κάθονταν έξω από αυτά και λιάζονταν.
Δίπλα από του Χατζή ήταν το ποτοποιείο του Χάχαλη και το κηροπλαστείο του Καραβαγγέλη. Απέναντι υπήρχε κι άλλο χάνι, του Δημόπουλου, δίπλα από το σαμαράδικο του Σαμαρά, για τον οποίο λέγαμε ότι είναι «όνομα και πράμα».
Τα πιο εντυπωσιακά μαγαζιά όμως ήταν αυτά με τα χαϊμαλιά, τις λαιμαριές και τα χάμουρα, καθώς, κρεμασμένα όπως ήταν, όλη αυτή η ποικιλία από χρώματα και σχέδια ζωντάνευε και φώτιζε τους υγρούς τοίχους και τις σκιερές καμάρες.
Μύριζε δουλεμένο πετσί από τα τσαγκαράδικα, και το τάκα-τούκα από τις σφυριές στους πάτους και τα τακούνια ταξίδευε στις στοές της Ερμού.
Επικρατούσαν, ωστόσο, οι μυρωδιές από τα γκάβαλα των αλόγων και των γαϊδουριών, που ήταν γεμάτοι οι δρόμοι. Οι οδοκαθαριστές είχαν ειδικές σκούπες, που στο πίσω μέρος είχαν ξύστρα, κι ένα φαράσι με μεγάλο χερούλι για την περίσταση. Τον χειμώνα τα φρέσκα αχνίζανε λόγω του κρύου και το καλοκαίρι μυρίζανε λόγω της ζέστης. Έτσι, γινόταν πιο εύκολα ο διαχωρισμός, ενώ αντίστοιχα άλλαζε και η τεχνική για τη συγκομιδή.
Από το Μαρκάτο δεν έλειπαν βέβαια τα χασάπικα και τα ψαράδικα, αλλά και τα μπακάλικα με τους σκουράντζους, τους μπακαλέους, τις λακέρδες, τα σκουμπριά, με τα όσπρια και τα αλεύρια να είναι σε πρώτη ζήτηση. Εκτός από τα μπακάλικα της πλατείας, υπήρχαν και άλλα στην περιοχή, όπως του Ροδόπουλου στην Ερμού. Τα αλίπαστα είχαν μεγάλη ζήτηση, μια και η συντήρηση των τροφίμων σε πολλά νοικοκυριά ήταν ακόμη υποτυπώδης. Τα φόρτωναν σε ξύλινα κάρα με τρεις σιδερένιες ρόδες, με τα οποία γίνονταν και οι περισσότερες μεταφορές στο Μαρκάτο. Πολλά από αυτά ήταν νοικιασμένα από τη μάντρα του Καμπούρη, που ήταν γεμάτη με τέτοια κάρα και ήταν στην Κορίνθου, μετά τη Ζαΐμη.
Κάρα χρησιμοποιούσαν και άλλοι πλανόδιοι επαγγελματίες της πλατείας. Ο Θύμιος ο Κόττας ‒κοντόχοντρος, μαυριδερός, με παχύ μουστάκι‒ από τα Γύφτικα, που είχε το κάρο γεμάτο με μαύρη χοντρή σταφίδα, ήταν πολύ αγαπητός και είχε καθημερινή παρουσία δίπλα στο περίπτερο της πλατείας. Στράγαλα και πασατέμπο είχε στο κάρο του ο Γκίτσης, που κάθε βράδυ το φύλαγε σε μια είσοδο δίπλα στο ουζερί του Λαγκαδινού.
Μπροστά στου Λαγκαδινού, πρωί πρωί έπιανε πόστο με το κάρο του ο μπαρμπα-Τάκης, που είχε εμπόρευμα με όλα τα είδη του τσαγκαριού. Στο Βλατερό, δίπλα στο μανάβικο του Μηνά, ο μπαρμπα-Τάκης είχε καπαρώσει μια παλιά είσοδο άμαξας και φύλαγε το κάρο με το εμπόρευμα τα βράδια. Στην αποκάτω γωνία με την Καραϊσκάκη, έξω από το σιδηροπωλείο του Σγούρδου, είχε μόνιμο στασίδι ο Παΐζης με το κάρο του και εμπόρευμα κυρίως τσατσάρες, σαπούνια και ξυραφάκια. Ο Σγούρδος κάτω από τις στοές είχε κρεμασμένα σε παράταξη αλυσίδες, κλειδωνιές, δρεπάνια, τσάπες, κασμάδες και σύρματα.
Στα τομαράδικα ξεδιάλεγαν τα φρέσκα τομάρια και μετά τα άπλωναν μέσα στα μαγαζιά στη σειρά για στέγνωμα. Οι κτηνοτρόφοι, μαζί με τα αρνιά και τα κατσίκια, έφερναν και τομάρια για πούλημα. Με τις εισπράξεις έπαιρναν τις προμήθειές τους από τα χαλκουργεία, τα σιδηροπωλεία, τα τσαγκαράδικα και τα εμπορικά της Ερμού, που είχαν κρεμασμένα στις στοές εργατικά ρούχα, άρβυλα και γαλότσες. Τα τομαράδικα βρίσκονταν στην Υψηλάντου και στην πλατεία και ήταν γεμάτα με εμπόρευμα για διαλογή από τους ταμπάκηδες της παραλίας.
Η παραλιακή, από την Παπαφλέσσα μέχρι τη Βορείου Ηπείρου, ήταν γεμάτη βυρσοδεψεία‒ βασικός λόγος για την εγκατάστασή τους εκεί τα άφθονα νερά και η θάλασσα.
Οι εργαζόμενοι σε αυτά τα έλεγαν δερματάδικα. Τα πιο γνωστά ήταν του Αποστολόπουλου, του Νεζερίτη, του Θέμελη και, τέρμα Μαιζώνος, του Φουσκόπουλου και του Τσινούκα, που επιβάρυναν τις γειτονιές με τις βαριές μυρωδιές τους.
«Έξω από ένα ταμπάκικο στέκουν αραδιασμένες τάβλες με καρφωμένες πάνω τις προβιές για να στεγνώνουνε στον ήλιο, τα σκέλια τεντωμένα να ζητούνε ακόμα έλεος. Κάτι νερά λιμνάζανε μπροστά εκεί. Μια ξινισμένη οσμή, στιφόπικρη, αψιά…».
Τα δέρματά τους, κυρίως μαλακές νάπες, ήταν περιζήτητα, ιδιαίτερα για υποδήματα πολυτελείας.
Τον Απρίλιο του 1963 λειτούργησε το νέο εργοστάσιο της Βιομηχανίας Κατεργασίας Δερμάτων στον Άγιο Νικόλαο της Λεύκας. Βασικός μέτοχος ήταν ο Οργανισμός Βιομηχανικής Ανάπτυξης και συμμετείχαν οι Πατρινοί βυρσοδέψες Αφοί Αποστολόπουλοι και ο έμπορος δερμάτων Βασίλης Μανιάκης. Την ημέρα εκείνη είχε έρθει στο μαγαζί του Θεοδόση ένα κάρο να ξεφορτώσει κάρβουνα. Μαύρο το κάρο, μαύροι οι εργάτες, σωρός η καρβουνόσκονη σκορπιζόταν στον δρόμο και πάνω στο άσπρο και ψωραλέο άλογο, που με το ζόρι στεκόταν όρθιο. Αφού σκόρπισε ο καροτσέρης τα κάρβουνα στον δρόμο, με ανατροπή, οι εργάτες τα φτυαρίζανε και τα μεταφέρανε με ζεμπίλια στο βάθος του μαγαζιού. Η νόνα έλεγε ότι ο Θεοδόσης είχε καλά κάρβουνα, γιατί δεν τα έβρεχε, όπως έκαναν άλλοι για να παίρνουν βάρος κι έτσι να μην ανάβουν εύκολα και να μην κρατάνε.
Συχνά ερχόταν στο μαγαζί του Θεοδόση ο αδελφός του με τον φίλο του τον Ούγγαρο, όπως ήταν το παρατσούκλι του.
Θρονιάζονταν έξω από το μαγαζί μέχρι να τους χαρτζιλικώσει ο Θεοδόσης, για να πάνε κατευθείαν στου Λαγκαδινού, απέναντι, να πιουν τα ούζα τους. Η εμφάνιση του Ούγγαρου θύμιζε κατάλοιπο αυτού που λέγανε «κουτσαβάκι» την περίοδο του Μεσοπολέμου. Καβουράκι στο κεφάλι, σακάκι μαύρο κοντό, γιλέκο, παντελόνι ριγέ φαρδύ επάνω και στενό κάτω (τζογέ), ζωνάρι και παπούτσι μυτερό‒ ίδιος ο Σταύρακας ή σαν τους τύπους που κυνήγαγε προπολεμικά ο Μπαϊρακτάρης. Βέβαια, αυτά ήταν μόνο για την εμφάνιση, διότι, από ό,τι έλεγε ο Θεοδόσης, ο Ούγγαρος ήταν… πορδόμαγκας!
Το Μαρκάτο ήταν υπέροχος προορισμός, μια ονειρεμένη βόλτα, καθώς φάνταζε ψεύτικο στα μάτια μου‒ ένα σκηνικό που χάθηκε σταδιακά με το πέρασμα του χρόνου. Οι πολυκατοικίες και το μεγαθήριο της Ασφάλειας αλλοίωσαν τον χαρακτήρα του, που σιγά σιγά αποδυναμώθηκε. Σήμερα λίγοι συνεχίζουν να συντηρούν με την παρουσία τους την παλιά εικόνα, όπως ο Μπέλλας, ο Πομώνης, ο Μανιάτης, ο Σουβαλιώτης, ο Γραμματικόπουλος κ.ά.
Το επόμενο καλοκαίρι αραιώσαμε τις επισκέψεις μας στο μαγαζί του Θεοδόση, ώσπου έκλεισε την επιχείρηση και έφυγε μετανάστης στην Αυστραλία.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 οι συνθήκες ήταν δύσκολες, και ο Θεοδόσης ήταν ανάμεσα στους πολλούς Πατρινούς που αναζήτησαν μια καλύτερη ζωή στις μακρινές καινούργιες πατρίδες. Ήταν η εποχή που τα πλοία Voulkania και Satournia έπιαναν ακόμη αρόδο έξω απ’ τον κυματοθραύστη και περίμεναν τις μαούνες με τους επιβάτες και τα μπαούλα με τους «μπαμπότηδες». Αναχωρούσαν από το λιμάνι της Πάτρας φορτωμένα με νέους ανθρώπους, που αναζητούσαν μια καλύτερη τύχη σε νέες πατρίδες. Με την προσδοκία της σταθερής εργασίας και μιας πιο άνετης ζωής, άφηναν το λιμάνι με δάκρυα και λευκά μαντίλια, που ανέμιζαν μέχρι να χαθεί το πλοίο στον ορίζοντα.
Ο δικός μου ορίζοντας ξεχώριζε προς τη Δύση, πολύχρωμος και δροσερός, ανάμεσα στην ιχθυόσκαλα και τα βραχάκια της Ψιλής.