Οι αιτίες της συμπίεσης που υφίσταται η ελληνική οικονομία είναι κυρίως εσωτερικές. Η χώρα ακολουθεί ένα μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης που στηρίζεται στην επέκταση της εσωτερικής ζήτησης και συγκεκριμένα της κατανάλωσης, δημόσιας και ιδιωτικής.
Παράλληλα, η παραγωγική ικανότητα της ελληνικής οικονομίας, παραμένει στάσιμη. Τούτο οδηγεί σε σημαντικό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας που δημιουργείται από πλήθος αδυναμιών, κυριότερες των οποίων είναι: (α) οι μεγάλες στρεβλώσεις στις αγορές προϊόντων και υπηρεσιών, που με την σειρά του οφείλονται στην έλλειψη επαρκούς ανταγωνισμού και στην ύπαρξη ισχυρών μονοπωλίων (β) η ιδιαίτερα ανελαστική αγορά εργασίας (γ) ένα πολύπλοκο, διαρκώς μεταβαλλόμενο και αντιεπιχειρηματικό φορολογικό σύστημα (δ) μη ικανοποιητική θεσμική λειτουργία του ελληνικού κράτους σε κρίσιμους τομείς όπως αυτό της είσπραξης φόρων και της προστασίας των δικαιωμάτων των επενδυτών (ε) η σταδιακή απαξίωση του εκπαιδευτικού συστήματος και η συνακόλουθη υποτίμηση του ανθρωπίνου κεφαλαίου της χώρας. Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με μια αντιεπιχειρηματική πολιτική και κοινωνική κουλτούρα, αλλά και την συχνά ακραία συμπεριφορά συντεχνιακών φορέων, έχουν καταστήσει την χώρα μη φιλική προς επενδύσεις και παράλληλα υποβαθμίζουν σημαντικά τις παραγωγικές της ικανότητες.
Αξίζει να σημειωθεί, ότι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την είσοδο της χώρα στο ευρώ τα σημαντικά αυτά προβλήματα δεν είχαν γίνει αισθητά εξαιτίας της εύκολης πρόσβασης σε φθηνό δημόσιο και ιδιωτικό δανεισμό, κάτι που οδήγησε σε ένα επίπεδο ζήτησης σημαντικά μεγαλύτερο από το επίπεδο παραγωγής της ελληνικής οικονομίας και η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση τόσο του δημοσίου χρέους, όσο και του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Φυσικά, η ελληνική οικονομία σήμερα έχει και πρόβλημα ζήτησης, μιας και εξαιτίας των προαναφερθέντων αιτίων έχουμε πλέον περάσει σε μεγάλα αρνητικά παραγωγικά κενά και εκτόξευση του ποσοστού ανεργίας. Κατά συνέπεια, το σωστό μείγμα μακροοικονομικής πολιτικής που πρέπει να εφαρμοσθεί σήμερα περιλαμβάνει και στοιχεία που θα αποβλέπουν στην τόνωση της ζήτησης. Αυτά όμως δεν μπορούν να είναι μέτρα μόνο δημοσιονομικού χαρακτήρα. Με εξαίρεση δημόσιες επενδύσεις υψηλού πολλαπλασιαστικού αποτελέσματος, οι δημόσιες δαπάνες ούτε μπορούν ούτε πρέπει να αυξηθούν. Η ζήτηση πρέπει να τονωθεί μέσα από την αύξηση του επιπέδου ρευστότητας του ιδιωτικού τομέα.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι το επίπεδο πιστωτικής επέκτασης του ελληνικού ιδιωτικού τομέα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης και την μεταβολή του επιπέδου απασχόλησης. Για να αποκατασταθεί όμως ένα ευνοϊκό πιστωτικό περιβάλλον είναι απαραίτητο να αποκατασταθεί η ομαλή λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, κάτι το οποίο προϋποθέτει επαρκώς κεφαλαιοποιημένες τράπεζες, με σταθερή βάση ιδιωτικών καταθέσεων και θετικές οικονομικές προσδοκίες. Δυστυχώς καμία από αυτές τις προϋποθέσεις δεν ικανοποιείται σήμερα
Χρειάζεται επομένως, μια νέα οικονομική πολιτική, που θα επιβραβεύει την επιτυχία, θα δημιουργεί κίνητρα για δημιουργία πλούτου από τα άτομα και τις επιχειρήσεις, θα προάγει τις συνέργειες μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και θα δημιουργεί πλεονάσματα που θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη μείωση της φτώχειας και αύξηση της κοινωνικής συνοχής.