Περίπου 12.000 λίτρα μίγματος νερού και πετρελαίου διέρρευσαν στον βόρειο Ατλαντικό Ωκεανό την Τετάρτη, εξαιτίας ατυχήματος σε εξέδρα στα ανοικτά της καναδικής νήσου Νιουφάουντλαντ (Νέα Γη), ανακοίνωσε την Πέμπτη η αμερικανική πετρελαϊκή εταιρεία ExxonMobil.
Η εκτίμηση βασίστηκε στην παρατήρηση από αέρος της κηλίδας που έχει σχηματιστεί, διευκρίνισε η HMDC, η κοινοπραξία η οποία εκμεταλλεύεται την εξέδρα Hibernia, σε ανακοίνωσή της.
Η ExxonMobil είναι ο βασικός μέτοχος σε αυτή την κοινοπραξία: διακρατεί το 33% του μετοχικού της κεφαλαίου, μαζί με τις Chevron (27%), Suncor (20%) και Equinor (η πρώην Statoil, 5%).
Η κηλίδα αυτή διαπιστώθηκε χθες Πέμπτη ότι πλέον καλύπτει «μια ακτίνα περίπου τριών ναυτικών μιλίων», ή 5,8 χιλιομέτρων, στην επιφάνεια της θάλασσας, περίπου 328 χιλιόμετρα ανατολικά του Σεντ Τζονς της Νιουφάουντλαντ και κινείται πολύ αργά, με ταχύτητα περίπου 2 χιλιομέτρων ανά ώρα, ανέφερε η HMDC σε ειδοποίησή της προς τα πλοία που κινούνται σε αυτή την περιοχή.
Η εξέδρα Hibernia, περίπου 315 χλμ. από τον Άγιο Ιωάννη της Νέας Γης, άρχισε να εξορύσσει αργό το 1997. Το κοίτασμα που εκμεταλλεύεται, με υποθαλάσσια απάντληση, έχει απόθεμα που ξεπερνά το 1,2 δισ. βαρέλια πετρελαίου.
Η πρώτη εκτίμηση που έκανε το πρωί της Τετάρτης η ExxonMobil και οι εταίροι της έκανε λόγο για μια πετρελαιοκηλίδα πλάτους περίπου είκοσι μέτρων και μήκους 900, η οποία «διαλυόταν», σύμφωνα με το ΑΜΠΕ.
Αν και αρχικά η λειτουργία της εξέδρας αρχικά συνεχίστηκε κανονικά, αποφασίστηκε τελικά να διακοπεί το βράδυ της Τετάρτης, «προληπτικά και προσωρινά».
Σε αυτή την περιοχή του βόρειου Ατλαντικού υπάρχει πλούσια θαλάσσια πανίδα, ζουν ιδίως πολλά απειλούμενα είδη φάλαινας, και «κινητοποιήθηκαν» ειδικοί στην παρακολούθηση των κητών, χωρίς πάντως να έχουν αντιληφθεί την παρουσία κάποιου στην περιοχή που μολύνθηκε.
Διενεργείται έρευνα και κατά τα πρώτα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν από την HMDC, η πετρελαιοκηλίδα σχηματίστηκε, σύμφωνα με το ΑΜΠΕ, όταν ερρίφθη στη θάλασσα το πρωί της Τετάρτης το περιεχόμενο μιας από τις δεξαμενές της εξέδρας.
«Λυπούμαστε που έγινε αυτή η διαρροή, αλλά εργαζόμαστε αδιάκοπα για να περιορίσουμε τις επιπτώσεις [της] για το περιβάλλον», διαβεβαίωσε ο Σκοτ Σάντλιν, o πρόεδρος της διεθνούς κοινοπραξίας.