Η φαντασία ήρθε δεύτερη

του Πέτρου Τατσόπουλου

 

Συμπληρώνονται πενήντα δύο έτη από τον θρυλικό Μάη του 1968 και ποτέ άλλοτε δεν έδειχνε τόσο μπαγιάτικος όσο το πρώτο εξάμηνο του 2020. Θα έλεγε κανείς ότι πάσχει από πρόωρη γήρανση – μια διαδικασία που επιταχύνεται καθώς περνούν, όχι πια τα χρόνια και οι μήνες, αλλά οι βδομάδες, οι μέρες και οι ώρες. Ακόμη και το πλέον προχωρημένο από τα συνθήματά του – «Η φαντασία στην εξουσία» -, εκείνο που επικύρωνε κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο την εσαεί αγεφύρωτη σχέση της ουτοπίας με την πραγματικότητα, προκαλεί σήμερα την ίδια αλγεινή εντύπωση με έναν ηλικιωμένο που νεανίζει· κάποιους μπορεί να τους διασκεδάζει, μα κανέναν δεν ξεγελάει.

Ο μεταπολεμικός κόσμος, τουλάχιστον στον χώρο της πολιτικής, πορεύτηκε επί δεκαετίες με συγκεκριμένες «βεβαιότητες», τις οποίες οικοδόμησε αργά και σταθερά ώσπου να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι θα παραμείνουν όπως έχουν εις τον αιώνα τον άπαντα.

Οι σημερινοί εξηντάρηδες, λόγου χάριν, έζησαν έως τα τριάντα τους με τη «βεβαιότητα» ότι ο μανιχαϊστικός διαχωρισμός ανάμεσα στο καπιταλιστικό και το κομμουνιστικό στρατόπεδο δεν πρόκειται να καταργηθεί ποτέ· παρά τις προσωρινές φουσκονεριές και τα εδαφικά κέρδη από τις τοπικές πολεμικές συρράξεις, η οριστική συντριβή του αντιπάλου ήταν αδύνατη, από τη στιγμή που θα εγγυόταν ταυτόχρονα την Αμοιβαία Εξασφαλισμένη Καταστροφή (MAD). Υπό αυτό το πρίσμα, το 1989 κλόνισε απροσδόκητα μια υποτιθέμενα ακλόνητη «βεβαιότητα» και, ως ιστορικό ορόσημο, μπορεί να συγκριθεί μονάχα με το ανάλογό του, ακριβώς διακόσια χρόνια νωρίτερα.

Ωστόσο, και πάλι, με το πέρασμα του χρόνου και την επούλωση των πληγών, νέα στεγανά ορθώθηκαν μεταξύ της φαντασίας και της εξουσίας, νέοι κώδικες επικοινωνίας καθόρισαν τα σύνορα ανάμεσά τους, την ανεκτικότητα ή τη δυσανεξία που διέπουν τη σχέση τους· έστω και αν δεν υπεγράφη τυπικά από κάποιους αντιπροσώπους των αντιμαχομένων μερών, έγινε νοερά αποδεκτό ένα πρωτόκολλο συμπεριφοράς: το κράτος δεν πυροβολεί πια τους διαδηλωτές παρά μόνον με πλαστικές σφαίρες, αλλά διατηρεί το δικαίωμα (έτσι και κρίνει ότι οι διαδηλωτές εκμεταλλεύονται την ανωνυμία που τους προσφέρει μια μάσκα/κουκούλα προκειμένου να προβούν σε κακουργηματικές ενέργειες) να ποινικοποιήσει τη χρήση της μάσκας/κουκούλας υπό ορισμένες προϋποθέσεις κατά τις διαδηλώσεις.

Μπορεί ο Νίκος Δένδιας ως υπουργός Δικαιοσύνης το 2009, όταν έφερνε προς ψήφιση στη Βουλή τον «κουκουλονόμο», να μη θεωρούσε απίθανο κάποιος άλλος υπουργός Δικαιοσύνης στο άμεσο μέλλον να τον καταργήσει – όπως έκανε ο Νίκος Παρασκευόπουλος το 2015 -, αλλά κανένας από τους δύο Νικόλες δεν φανταζόταν πως θα ξημερώσει μέρα που, όχι μονάχα δεν θα ποινικοποιείται το να κρύβεις τα χαρακτηριστικά σου, αλλά και θα ποινικοποιείται το να… μην τα κρύβεις.

Για να το ελαφρύνουμε ακόμη περισσότερο – μια και με τον ζόφο της πανδημίας, όρεξη να ‘χουμε και οι ευκαιρίες δεν θα μας λείψουν να ασχοληθούμε όλους τους επόμενους μήνες: αναρωτηθήκατε ποτέ πώς αισθάνονται αυτόν τον καιρό όλα εκείνα τα γεροντάκια (άκακα και φιλήσυχα πλέον τα περισσότερα) που, είτε λόγω δειλίας, είτε λόγω συστολής, είτε και λόγω άδολης αγάπης προς τον φετιχισμό, ανάλωσαν χρήμα και χρόνο για να προμηθευτούν σαδομαζοχιστικά είδη πρώτης ανάγκης, απαραίτητα για τους ίδιους βοηθήματα ώστε να φθάσουν σε ανάλογο επιθυμητό αποτέλεσμα με όλους εμάς τους υπόλοιπους και πληροφορούνται τώρα εμβρόντητα ότι ο νομοθέτης απαγορεύει πια την είσοδο στους οίκους ανοχής, όταν με το καλό ξανανοίξουν, δίχως… γάντια και μάσκα; Τόσες ονειρώξεις πάνε στράφι λοιπόν;

Πόσες θα είναι οι παράπλευρες και ακαταχώριστες απώλειες του κορωνοϊού; Πόσο ακριβά θα πληρώσουμε την αποφράδα ημέρα που η φαντασία ήρθε δεύτερη και καταϊδρωμένη;

in.gr

Διαβάστε επίσης