Στη συναρπαστική αυτοβιογραφική αφήγηση του Απόστολου Δοξιάδη «Ερασιτέχνης επαναστάτης» (Ικαρος, 2018) – ο ίδιος την αποκαλεί «προσωπική μυθιστορία» – συναπαντάμε ενίοτε σκίτσα του Σίντνεϊ Χάρις, ενός «γελοιογράφου που συχνά παρωδούσε εξαιρετικά τον μικρόκοσμο της επιστήμης, με ιδιαίτερη προτίμηση στα μαθηματικά».
Στην πρώτη από τις γελοιογραφίες που παραθέτει ο Δοξιάδης βλέπουμε δύο καθηγητές μαθηματικών να στέκονται μπροστά σ’ έναν μαυροπίνακα όπου έχει γραφτεί με κιμωλία μια πολύπλοκη εξίσωση, πλήρως ακατανόητη για τους συντριπτικά περισσότερους από εμάς, με μιαν αλλόκοτη ωστόσο ιδιομορφία: περίπου στη μέση της εξίσωσης, η αλληλουχία των μαθηματικών υπολογισμών διακόπτεται, αναγράφεται «μετά γίνεται ένα θαύμα» και η αλληλουχία συνεχίζεται ευθύς κατόπιν. Ο ένας από τους δύο καθηγητές υποδεικνύει με το δάχτυλό του την περιοχή του «θαύματος» και λέει στον άλλον: «Νομίζω εδώ, στο δεύτερο βήμα, πρέπει να είσαι λίγο πιο σαφής».
Η διαδεδομένη εντύπωση για τις Θεωρίες Συνωμοσίας είναι πως έχουν λάβει εξαρχής διαζύγιο από κάθε κανόνα κοινής λογικής. Αυτό είναι μονάχα εν μέρει εσφαλμένο, διότι πράγματι ακόμη και η πιο εκλεπτυσμένη κι «επεξεργασμένη στις λεπτομέρειες» Θεωρία Συνωμοσίας απέχει πόρρω από το να πληροί τους όρους μιας επιστημονικής απόδειξης, αλλά, από την άλλη μεριά, δεν τους περιφρονεί και τόσο συστηματικά όσο θεωρούμε συνήθως. Απλώς, κάποια στιγμή (στην αρχή, στη μέση ή στο τέλος της απόδειξης· πιο συχνά στη μέση) εγκαταλείπει τους όποιους όρους και, όπως στη γελοιογραφία του Χάρις, καταφεύγει στο «θαύμα».
Οι κατασκευαστές των πιο πετυχημένων και ανθεκτικών στον χρόνο Θεωριών Συνωμοσίας – τέτοιες είναι (και) οι θρησκείες – έχουν πλήρη συναίσθηση ότι θα υποχρεωθούν αργά ή γρήγορα να καταφύγουν σε κάποιας μορφής κι έκτασης «θαύμα» – εξού και, όμοια με τον Ντάντε Αλιγκέρι στη «Θεία Κωμωδία», προειδοποιούν τους «πιστούς» τους να αφήσουν όχι τις ελπίδες τους (αυτές μπορούν να τις πάρουν μαζί τους), μα την κοινή λογική τους στην είσοδο. Take it or leave it, σου λένε. Δεν θέλεις να «πιστέψεις»; Δεν πειράζει· και πάλι φίλοι. Αρκεί να μην ταράξεις το «εκκλησίασμά» μας με τα καινά σου δαιμόνια. Μην μπαίνεις στον κόπο να μας ακολουθήσεις· το κουβαδάκι σου και σ’ άλλη παραλία.
Αυτή η αντιφατική σχέση των Θεωριών Συνωμοσίας με την κοινή λογική – επιδερμική συμπόρευση μαζί της και, την κρίσιμη στιγμή, επιδεικτική εγκατάλειψή της – εδράζεται στην έλξη δυο κραυγαλέα ετερώνυμων ιδιοτήτων: της ευπιστίας με την καχυποψία. Εκ πρώτης όψεως, θα έλεγε κανείς ότι η ευπιστία με την καχυποψία δεν έχουν τίποτε να μοιράσουν και, ως εκ τούτου, κανένα λόγο να συστρατευθούν. Τι μπορεί να συνδέει τον καχύποπτο με τον εύπιστο, πέρα από την αμοιβαία απέχθεια;
Οι πλέον γνωστές δημώδεις εκφράσεις καχυποψίας – «μη μασάς!» και «τι μας κρύβουν;» – υποδηλώνουν έναν λαό διψασμένο για «αποδείξεις» και καθόλου διατεθειμένο να καταπιεί ανεξέλεγκτα ό,τι θα του σερβίρουν.
Οταν όμως η εν λόγω «υγιής» καχυποψία (ο θεμέλιος λίθος, ας μην το ξεχνάμε, της ίδιας της επιστήμης) δεν συνοδεύεται από ανάλογη σκευή γνώσεων, όταν απεναντίας στοχοποιείται, λοιδορείται και συκοφαντείται ο άνθρωπος που αναζητάει ως απάντηση όχι εκείνη που ενοχλεί λιγότερο την έφεσή μας προς την πνευματική οκνηρία, αλλά εκείνη που αντέχει περισσότερο στην αποδεικτική βάσανο, τότε και η καχυποψία δεν νιώθει διόλου άβολα με την πιο απλοϊκή, την πιο ανορθολογική κι εν τέλει – ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους – την πιο ηλίθια «εξήγηση» που θα της προσφέρει η πιο χοντροκομμένη Θεωρία Συνωμοσίας. Το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται· ιδίως όταν το έξυπνο πουλί δεν είναι και τόσο έξυπνο.