Αρχές Οκτωβρίου φέτος. Ο καιρός έχει ήδη ψυχράνει, αλλά τα θερινά σινεμά εξακολουθούν να «κρατούν Θερμοπύλες», καθώς έχει διαδοθεί η φήμη ότι τα χειμερινά δεν πρόκειται να ανοίξουν καθόλου (εντέλει, άνοιξαν για λίγες ημέρες, μόνο και μόνο για να ξανακλείσουν). Στο θερινό σινεμά της γειτονιάς μου, η ατμόσφαιρα δεν είναι λιγότερο σουρεαλιστική.
Η χρήση της μάσκας είναι υποχρεωτική καθ’ όλη τη (χωρίς διάλειμμα) διάρκεια της προβολής, μολονότι οι μερακλήδες συμπατριώτες μας έχουν βρει κιόλας το αντίδοτο: τροφοδοτούνται από το κυλικείο ένα ποπκόρν γίγας ή τρία τέσσερα κομμάτια πίτσας με αντίστοιχου μεγέθους αναψυκτικά ή αλκοολούχα και εντελώς νομότυπα αφήνουν τη μάσκα να ποζάρει στο ατομικό τους τραπεζάκι. Εμείς οι υπόλοιποι, τα κορόιδα, που θεωρούμε ότι ο κορωνοϊός δεν πάει προς νερού του όταν εσύ χλαπακιάζεις, φοράμε τη μάσκα και νιώθουμε μια αλλόκοτη μέθεξη με τα παθήματα της κεντρικής ηρωίδας επί της οθόνης. Παρακολουθούμε τα «Χελιδόνια της Καμπούλ».
Είναι μια γαλλο-ελβετική παραγωγή κινουμένων σχεδίων (2019). Φέρει την υπογραφή δύο γυναικών, της Ζαμπού Μπρεϊτμάν (σκηνοθεσία) και της Ελεά Γκομπέ-Μεβελέκ (σχέδια από νερομπογιές). Βασίζεται στο best seller ομώνυμο μυθιστόρημα (2002) μιας άλλης γυναίκας, που… δεν είναι γυναίκα: της Γιασμίνα Χάντρα. Πίσω από αυτό το γυναικείο ψευδώνυμο κρύβεται ένας 65χρονος αλγερινός αξιωματικός που ζει αυτοεξόριστος στο Παρίσι, ο Μοχάμεντ Μουλεχεσούλ (χρησιμοποιεί το ψευδώνυμο από την αρχή της λογοτεχνικής του σταδιοδρομίας, το 1984, αφενός για να τιμήσει τη μνήμη της γυναίκας του, αφετέρου για να αποφύγει τον σκόπελο της αλγερινής στρατιωτικής λογοκρισίας). Τα «Χελιδόνια της Καμπούλ» μάς μεταφέρουν στο καλοκαίρι του 1998, όταν η αφγανική πρωτεύουσα στενάζει υπό τη δικτατορία των Ταλιμπάν και οι γυναίκες δεν μπορούν να κυκλοφορήσουν στον δρόμο χωρίς μπούρκα (ακόμη κι εντός της οικίας τους δεν μπορούν να ακούσουν μουσική δίχως τον φόβο να τις καταδώσει κάποιος γείτονας). Οταν αργότερα η Ζουνάιρα, η κεντρική ηρωίδα, θα κινδυνέψει να εκτελεστεί, θα ρωτήσει ρητορικά τον δεσμοφύλακά της: «Μήπως δεν είμαστε όλοι ήδη νεκροί εδώ και πολύ καιρό;».
Η μοιρολατρία της Ζουνάιρα μου θύμισε τους περίφημους στίχους του άγγλου ρομαντικού ποιητή Γουίλιαμ Γουόρντσγουορθ (1770-1850): «Αμέτρητες γενιές αναχωρούν / δίχως ν’ αφήνουν ίχνη της πορείας τους». Ο Γουόρντσγουορθ αναφέρεται στους «ανώνυμους» του ανθρώπινου γένους συνολικά, εκείνους που το διάβα τους από τη ζωή προσομοιάζει με το απάτητο χιόνι, αλλά δεν δυσκολεύεται κανείς να αναγνωρίσει τις γυναίκες ως τις πιο «ανώνυμες» ανάμεσα στους «ανώνυμους», αυτές που και μέσα στο ίδιο τους το σπίτι όφειλαν επί αιώνες, όποτε εμφανιζόταν κάποιος μουσαφίρης, να περιορίζονται σε έναν συγκεκριμένο χώρο, τον διαβόητο γυναικωνίτη. Κάποτε στη Βέροια μπήκα σ’ ένα σπίτι που έστεκε όρθιο από την οθωμανική περίοδο και μου υπέδειξαν ένα μικρό παραθυράκι από όπου η οικοδέσποινα και οι θυγατέρες της θα μπορούσαν πριν από μια εκατονταετία να με παρατηρούν δίχως να αντιληφθώ την παρουσία τους. Είχα την αίσθηση ότι με περιεργάζονταν κάποια αόρατα αγρίμια.
Εάν εξαιρέσουμε ορισμένες απομονωμένες χριστιανικές και εβραϊκές κοινότητες, δεν συναπαντάμε αλλού το απαρτχάιντ των γυναικών που αποτελεί ακόμη και σήμερα μέρος της «κανονικότητας» στον ισλαμικό κόσμο. Μολαταύτα, ο γυναικωνίτης δεν είναι μουσουλμανική ευρεσιτεχνία. Οι αρχαιολόγοι έχουν εντοπίσει γυναικωνίτες σε όλες τις ιστορικές περιόδους: ομηρική, κλασική, ελληνιστική, ρωμαϊκή, βυζαντινή – ουσιαστικά, από τότε που ο άνδρας εξέλαβε τη γυναίκα ως αναπόσπαστο τμήμα της ιδιοκτησίας του. Εάν θεωρείς τη σύντροφό σου αόρατη ή αναλώσιμη, ποιος σε εμποδίζει να τη σκοτώσεις; Από τον γυναικωνίτη έως τη γυναικοκτονία; Ενα τσιγάρο δρόμος.