Οσοι ενασχολούμαστε τα τελευταία χρόνια με τα social media, με ποικίλου βαθμού εθισμό, γνωρίζαμε από καιρό ότι «κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Δανιμαρκίας».
Δεν περιμέναμε να αντικρίσουμε την τραγική φιγούρα της Ιωάννας στη διαβόητη πια «δίκη για το βιτριόλι» προκειμένου να αντιληφθούμε σε ποιο απάνθρωπο σημείο μπορεί να σε οδηγήσει ο ναρκισσισμός που καλλιεργείται και διακινείται συστηματικά από αδίστακτους καλλιεργητές και διακινητές, με μοναδική έγνοιά τους τη μεγιστοποίηση των κερδών τους (ήδη μόνο του το Facebook αποφέρει μηνιαία έσοδα πολλαπλάσια από τα ετήσια δημόσια έσοδα δεκάδων κρατών)· ανάλογες υποθέσεις βιαιοπραγίας με ναρκισσιστικά κίνητρα – από το σχολικό bullying και τις ένοπλες επιθέσεις σε απευθείας διαδικτυακή μετάδοση έως τις αυτοκτονίες εφήβων που δεν αντέχουν τις διαδικτυακές προσβολές για το σώμα τους (body shaming) και τις δολοφονίες αληθινών ή φανταστικών «αντιζήλων» κατά τη διαδικτυακή διεκδίκηση του «αντικειμένου του πόθου» – απασχολούν νυχθημερόν τις Υπηρεσίες Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, τις αστυνομικές Αρχές και τα δικαστήρια ανά την υφήλιο. Είναι πλέον αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής μας ρουτίνας.
Ούτε περιμέναμε την αξιότιμη Φράνσις Χάουγκεν να δώσει συνέντευξη στο CBS και να καταθέσει σε επιτροπή της αμερικανικής Γερουσίας προκειμένου να συνειδητοποιήσουμε ότι κάποιοι βγάζουν «τρελά λεφτά» από την παγκόσμια διαχείριση του ναρκισσισμού. Θα μας εξέπληττε το αντίθετο: τόση οδύνη και τόση δυστυχία με μοναδικό όφελος την εκτόξευση της επικοινωνίας σε ιστορικά πρωτόγνωρα επίπεδα.
Οχι, τον Μαρκ Ζάκερμπεργκ και τα golden boys που τον πλαισιώνουν δεν τους κόψαμε εξαρχής για ανιδιοτελείς ιεραποστόλους, κάτι ανάμεσα σε Μητέρα Τερέζα και Αλμπερτ Σβάιτσερ. Τι μας αποκάλυψε λοιπόν η Χάουγκεν που δεν το γνωρίζαμε ήδη; Τίποτε. Αυτό όμως που έκανε (και το έκανε καλά, ως εργαζόμενη επί δύο χρόνια στο Facebook, με ακαταμάχητη εσωτερική πληροφόρηση, τεκμηριωμένη από τα καυτά έγγραφα που δεν αποχωρίστηκε όταν παραιτήθηκε φέτος τον Μάιο) ήταν να μας πάρει από το χεράκι, να μας καθίσει πάλι στα θρανία και να μας τα εξηγήσει με τη σειρά: «Ενα κι ένα κάνουν δύο». Δισεκατομμύρια, εν προκειμένω. Σε δολάρια, κατά προτίμηση.
Ξεχάστε όσα ξέρατε από τη Βίβλο. Εν αρχή δεν ην ο λόγος. Εν αρχή ην το like. Αυτός ο υψωμένος αντίχειρας, ο αθώος του αίματος – τρομάρα του – που τον βάζουμε κάτω από κάθε ανάρτηση της αρεσκείας μας, συχνά χωρίς να το πολυσκεφτούμε.
Οι πιο εγωπαθείς ανάμεσά μας ή οι πιο απελπισμένοι – νάρκισσοι στο τελικό στάδιο, εν πάση περιπτώσει – βάζουν το like κάτω και από τις δικές τους αναρτήσεις, αλλά τα συγκεκριμένα δύσμοιρα πλάσματα, εκτός από το γεγονός ότι βυθίζονται σε ολοένα και βαθύτερη κατάθλιψη (πόσες δικές σου αναρτήσεις να αντέξεις πριν από τη νευρική σου κατάρρευση, στολισμένες αποκλειστικά με δικά σου likes;), δεν ταράζουν τη σιέστα του Μινώταυρου, του τέρατος που αναπαύεται στα έγκατα του Facebook υπό την παραπλανητική μεταμφίεση άκακου και άδολου αλγορίθμου: το πολύ πολύ, εάν επιμείνεις ιδιαίτερα να αυτοθαυμάζεσαι, να σου προτείνει να «κάνεις φίλο»… εσένα (είναι η στιγμή που η κατάθλιψη χτυπάει κόκκινο).
Επειδή όμως τον Μινώταυρο τον απασχολεί κυρίως να παραμείνεις όσο το δυνατόν περισσότερο στη διαδικτυακή πλατφόρμα – ει δυνατόν, να μη σηκωθείς ούτε για κατούρημα -, εκλαμβάνει κάθε δικό σου like κάτω από ξένη ανάρτηση ως «πράσινο φως» για να σε βομβαρδίσει με αναρίθμητες ανάλογες αναρτήσεις. Ετσι βρίσκεσαι μια ωραία πρωία περικυκλωμένος από παραμορφωτικά κάτοπτρα, όπως στο τσίρκο, όπου καθρεφτίζονται συνήθως οι χειρότερές σου επιθυμίες, οι πιο βλακώδεις εμμονές και οι πιο καταστροφικές παρορμήσεις: εκεί το like κάνει θραύση.