«Η PEGA έχει μια σύνθεση τέτοια που εγγυάται μια πιο αμερόληπτη ματιά στα σκοτεινά γεγονότα τα οποία έχουμε αντιμετωπίσει στη χώρα μας. Από την άλλη μεριά όμως, δεν έχει τις αρμοδιότητες που έχει για παράδειγμα η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, ή η Εξεταστική Επιτροπή ώστε να μπορεί να διατάξει προσαγωγές μαρτύρων οι οποίοι αρνούνται να προσέλθουν στην Εξεταστική Επιτροπή. Ή να κινήσει διαδικασίες για την παραπομπή στη δικαιοσύνη, για ψευδορκία. Όμως το πόρισμα το οποίο θα εκδώσει η PEGA θα έχει πολύ μεγάλο πολιτικό αντίκτυπο για τη χώρα», ανέφερε ο Βουλευτής Α΄ Αθήνας ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία Δημήτρης Τζανακόπουλος σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό «Στο Κόκκινο 105,5» (Ν. Σβέρκος - Β. Κεχαγιά).
«Να σημειώσουμε όμως ότι δεν προσήλθαν να καταθέσουν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου, ούτε ο κ. Δημητριάδης, ούτε βεβαίως τα δύο πρόσωπα κλειδιά τα οποία συγκροτούν το σκοτεινό τρίγωνο των παρακολουθήσεων, δηλαδή ο κ. Μπίτζιος και ο κ. Λαβράνος, οι οποίοι είναι οι αφανείς ιδιοκτήτες των δύο εταιρειών, δηλαδή της Intellexa και της Krikel». Και συνέχισε τονίζοντας: «Το αρνητικό είναι ότι αναμένουμε ως πολιτικό σύστημα και ως δημόσια σφαίρα μια επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να έρθει να συνδράμει σε ζητήματα διαφθοράς, διαφάνειας, κράτους δικαίου. Και το χειρότερο είναι ότι βαδίζουμε σε μια εκλογική μάχη, με το Predator σε πλήρη λειτουργία και την εταιρεία η οποία το εμπορεύεται, να έχει αφεθεί απολύτως ανενόχλητη, να συνεχίζει τη δραστηριότητά της. Δυστυχώς οδηγούμαστε σε μια εκλογική μάχη με τη σκιά των παρακολουθήσεων, με τη σκιά των υποκλοπών, με τη σκιά του κακόβουλου λογισμικού πάνω από τις πολιτικές δυνάμεις».
Ως προς την επίκαιρη ερώτηση που κατέθεσε στη Βουλή ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας δήλωσε: «Ο κ. Μητσοτάκης δείλιασε, για άλλη μια φορά επιχειρεί να δραπετεύσει από την πολιτική του ευθύνη, αλλά και από την πολιτική υποχρέωση που έχει δώσει να δώσει εξηγήσεις για το τι τελικά συμβαίνει σε αυτή τη χώρα. Διότι εδώ μιλάμε για μια μείζονα πολιτειακή κρίση πια, όχι απλώς πολιτική κρίση. Έχουμε να κάνουμε με μια διάβρωση των θεμελίων της Ελληνικής Δημοκρατίας».
Σχετικά με τον επικείμενο εκλογικό ανταγωνισμό υπογράμμισε: «Είμαι πολύ επιφυλακτικός και δύσπιστος ως προς το αν η κυβέρνηση μπορεί ή θέλει να κάνει το οτιδήποτε για να διασφαλίσει μια στοιχειώδη δημοκρατική ομαλότητα στη χώρα. Νομίζω ότι πρώτα και κύρια θα πρέπει να άρουν το απόρρητο, αυτό το καθήκον εχεμύθειας, το οποίο επικαλούνται όλοι ενώπιον των επιτροπών του Ελληνικού Κοινοβουλίου για να συγκαλύψουν την αλήθεια. Δεν μας αποκαλύπτουν τους λόγους, λέγοντας μας ότι οι λόγοι είναι απόρρητοι, διότι άπτονται της εθνικής ασφάλειας. Άρα αφήνουν και μια σκιά να αιωρείται ότι δήθεν ο κ. Ανδρουλάκης υπήρξε κάποια στιγμή στο πρόσφατο παρελθόν εθνικός κίνδυνος. Δεν ξέρω πραγματικά πώς θα μπορέσει να αποκατασταθεί μια στοιχειώδης εμπιστοσύνη μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, πέρα από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις, ιδεολογικές συγκρούσεις που είναι υπαρκτές σε μια αναπτυγμένη δημοκρατία. Για να λειτουργήσει ομαλά το πολίτευμα, χρειάζεται ένα ελάχιστο εμπιστοσύνης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων ότι δεν θα προχωρήσουν σε συνταγματικές εκτροπές».
Στη συνέχεια, ο Δημήτρης Τζανακόπουλος αναφερόμενος στις δηλώσεις του πρωθυπουργού περί αλλαγής πλαισίου για τη ρύθμιση που απαγορεύει στην ΑΔΑΕ να ενημερώνει κάποιον που παρακολουθήθηκε, σημείωσε: «Αυτή η απαγόρευση είναι στην πραγματικότητα μια πολύ αμαρτωλή στιγμή αυτής της υπόθεσης. Ο χρόνος που αυτή η τροπολογία ψηφίστηκε είναι ενδεικτικός της αμαρτίας της κυβέρνησης. Διότι προσέξτε ποια είναι η αλληλουχία των γεγονότων. Ο κ. Κουκάκης κάνει μια αίτηση στην ΑΔΑΕ στις 30 Αυγούστου του 2020 για να μάθει αν παρακολουθείται. Η ΑΔΑΕ ολοκληρώνει την έρευνά της στις 10 Μαρτίου, ξέρει πια ότι ο κύριος Κουκάκης παρακολουθούνταν από την ΕΥΠ και αποστέλλει ένα ερώτημα στην κυρία Βλάχου, την αρμόδια εισαγγελέα, ρωτώντας την αν μπορεί να τον ενημερώσει διότι υπήρχε μια προϋπόθεση για να μπορέσει να ενημερώσει το θιγόμενο. Πρώτον, η παρακολούθηση να μη συνεχίζεται και δεύτερον να μην υφίσταται πλέον ο λόγος εθνικής ασφαλείας που επέβαλε την παρακολούθηση. Δεν λαμβάνει απάντηση. Στις 31 Μαρτίου έρχεται η τροπολογία Πικραμμένου-Τσιάρα, άρα απαγορεύει πλέον στην ΑΔΑΕ να ενημερώνει τους παρακολουθούμενους, και στις 17 Απριλίου έχουμε την απαντητική επιστολή της κ. Βλάχου στον κ. Ράμμο που τον ενημερώνει ότι έχει περάσει ο νόμος και επομένως έχει αλλάξει το νομικό πλαίσιο και δεν έχουν δικαίωμα να τον ενημερώσουν. Τον Ιούλιο του 2021, ο κ. Κουκάκης λαμβάνει μια επιστολή, όπου τον ενημερώνουν ότι το νομικό πλαίσιο είναι αυτό και ότι δεν διαπιστώθηκε κάποια παραβίαση του νόμου. Την ίδια εβδομάδα ο κ. Κουκάκης δέχεται στο κινητό του το πρώτο μήνυμα από το Predator. Mε λίγα λόγια έκλεισε η υπόθεση της παρακολούθησης μέσω αυτής της αμαρτωλής τροπολογίας και όταν πια καθάρισε η κυβέρνηση με τα προηγούμενα έστειλε και το μήνυμα στο κινητό του κυρίου Κουκάκη για να παρακολουθηθεί με άλλο μέσο πια».
Αναφερθείς στην παρακολούθηση του κ. Σπίρτζη, ο βουλευτής δήλωσε: «Ο κ. Σπίρτζης έχει κάνει μήνυση κατά παντός υπευθύνου. Επομένως είναι δουλειά της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών πια να προχωρήσει σχετική έρευνα. Όπως έχουμε πει πάρα πολλές φορές σε επίσημες δηλώσεις του ΣΥΡΙΖΑ κατά τις συνεδριάσεις των εξεταστικών επιτροπών ότι καλούμε την Εισαγγελία να κινηθεί ποινικά κατά του κ. Δημητριάδη, ο οποίος δεν καλύπτεται από το άρθρο 86 του Συντάγματος που αφορά την ευθύνη των Υπουργών και άρα προκαταρκτική εξέταση κατά υπουργών μπορεί να κάνει μόνο μια επιτροπή προκαταρκτικής εξέτασης της Βουλής. Αντίθετα, για τον κ. Δημητριάδη δεν υπάρχει τέτοια πρόβλεψη. Ο κ. Δημητριάδης είναι ένας πολίτης, τον οποίο η Εισαγγελία οφείλει να τον καλέσει και να του ζητήσει εξηγήσεις».
Σχολιάζοντας τη συνέντευξη που παραχώρησε ο κ. Ανδρουλάκης στο Kontra, o Δημήτρης Τζανακόπουλος είπε: «Πώς είναι δυνατόν να εφαρμόσεις ένα σοσιαλδημοκρατικό, όπως ισχυρίζεται ο κ. Ανδρουλάκης, πρόγραμμα σε συνεργασία με τη Νέα Δημοκρατία, η οποία έχει μετατραπεί σε ένα υβρίδιο σκληρού νεοφιλελευθερισμού και ακροδεξιάς. Με λίγα λόγια, ένα σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα φαντάζομαι ότι περιλαμβάνει την επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ, την ακύρωση της ιδιωτικοποίησης κλπ. Πώς είναι δυνατόν να γίνουν αυτές οι μίνιμουμ κινήσεις σε μια συγκυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία; Αυτό είναι το πρώτο σχόλιό μου. Το δεύτερο είναι ότι δυστυχώς δεν έχουμε δει αυτό το σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα του κ. Ανδρουλάκη, ούτε καν ψήγματα αυτού του νέου προγράμματος. Έχουμε δει μια πολιτική που φαίνεται να είναι πολιτική ίσων αποστάσεων. Πρέπει όμως να γίνουν τα πράγματα καθαρά και σαφή. Ο κ. Ανδρουλάκης θα πρέπει να επιλέξει σε ποια πλευρά της ιστορίας βρίσκεται, αν θέλει μια προοδευτική, δημοκρατική διακυβέρνηση με συγκεκριμένο κοινωνικό πρόσημο, με συγκεκριμένο ταξικό πρόσημο, με πρόσημο ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους, των μισθών, της εργασιακής ασφάλειας και της εργασιακής αξιοπρέπειας. Με την επαναφορά ρυθμίσεων του εργατικού δικαίου που κατήργησε η Νέα Δημοκρατία και με αποκατάσταση δικαιωμάτων των εργαζομένων ή αν θέλει να συνεχίσει αυτή την πολιτική των ίσων αποστάσεων. Βέβαια, το πρόβλημα εδώ είναι ότι ο κ. Ανδρουλάκης είναι εγκλωβισμένος σε μια άλυτη αντίφαση της πολιτικής σύνθεσης του κόμματός του αλλά και του εκλογικού του ακροατηρίου. Το ΚΙΝΑΛ ΠΑΣΟΚ αυτή τη στιγμή βιώνει έναν πολιτικό δυισμό. Από τη μια μεριά, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της εκλογικής του δύναμης θέλει μια προοδευτική κυβέρνηση, ενδεχομένως να τείνει και στο 50% ή ακόμα και να το υπερβαίνει, ενώ ένα άλλο κομμάτι επηρεάστηκε πολύ βαθιά από τη διαμόρφωση του αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου και κοιτάει προς τα δεξιά. Αυτή την αντίφαση όμως ο κύριος Ανδρουλάκης, αν θέλει να είναι πολιτικά αξιόπιστος, πρέπει να την απαντήσει με πολύ μεγάλη σαφήνεια και καθαρότητα».
Στη συνέχεια επεσήμανε ότι «για το σχηματισμό προοδευτικής κυβέρνησης όλα θα εξαρτηθούν από το πολιτικό πρόγραμμα που θα διαμορφωθεί για μια προοδευτική δημοκρατική διακυβέρνηση με σαφές κοινωνικό και ταξικό πρόσημο. Από εκεί και πέρα τα πρόσωπα θα κληθούν να υλοποιήσουν συγκεκριμένες πολιτικές. Κρίσιμη μεταβλητή για τη διαμόρφωση αυτής της προοδευτικής διακυβέρνησης είναι η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εκλογές για να μπορέσουν να δημιουργηθούν και οι αντίστοιχες δυναμικές στην κοινωνία και στο πολιτικό σύστημα».
Μάλιστα ξεκαθάρισε: «Ο κ. Τσίπρας έχει απαντήσει με πάρα πολύ καθαρό τρόπο ότι δεν φιλοδοξεί ούτε αποσκοπεί στο να φτιάξει μια κυβέρνηση ηττημένων. Πέραν αυτού, το οποίο όμως είναι και μια πολιτική δήλωση σαφέστατη και ευθύτατη, είναι μάλλον μαθηματικά και πολιτικά αδύνατον το δεύτερο και το τρίτο κόμμα να συμπληρώσουν αυτό το πολύ μεγάλο ποσοστό που απαιτείται, περίπου 47%. Όμως σε κάθε περίπτωση το κρίσιμο είναι η πολιτική δήλωση ότι εμείς θέλουμε μια κυβέρνηση νικητών, μια κυβέρνηση η οποία να εκφράζει με σαφέστατο τρόπο μια νέα κοινωνική πλειοψηφία για να δώσει εναλλακτικές λύσεις».
Κληθείς να σχολιάσει το ζήτημα της αποχής, είπε χαρακτηριστικά: «Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μια καθαρή πρωτιά ακόμα και με τις υπάρχουσες δημοσκοπήσεις στις ηλικίες μέχρι σαράντα τεσσάρων ετών, που είναι όμως και οι πιο ευάλωτες στην αποχή. Επομένως, το μεγάλο στοίχημα για μας είναι με ένα λόγο αξιόπιστο και ριζοσπαστικό να φέρουμε στην κάλπη 500, 600, 700 χιλιάδες ανθρώπους που στις προηγούμενες εκλογές για διάφορους λόγους, είτε ενός συστήματος ματαιότητας, είτε λόγω απογοήτευσης, είτε λόγω ενδεχομένως θυμού με την Αριστερά δεν προσήλθαν στην κάλπη. Οι εκλογές διαδοχικά είχαν μικρότερες συμμετοχές, πράγμα το οποίο ενισχύει σε κάθε περίπτωση συντηρητικές δυνάμεις. Ενισχύει τη Νέα Δημοκρατία. Άρα λοιπόν είναι κρίσιμη η επιστροφή των νέων ανθρώπων, κυρίως στην κάλπη, γιατί η αποχή κατά κύριο λόγο τροφοδοτείται από τις νεότερες ηλικίες μέχρι τα 44 έτη, που είναι και η πρωταρχική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ -Προοδευτική Συμμαχία. Είναι οι άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουν προσδοκίες, δεν βλέπουν φως, έχουν υποστεί αλλεπάλληλα πλήγματα από τη διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και προηγούμενα λόγω της δεκαετούς λιτότητας. Και νομίζω ότι βρισκόμαστε σε μια τέτοια κατεύθυνση. Να μιλήσουμε καθαρά για ζητήματα εργασιακής ασφάλειας, να μιλήσουμε για ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος, να μιλήσουμε για τη στεγαστική κρίση, η οποία είναι ένα από τα μείζονα προβλήματα του καιρού μας για τους νέους ανθρώπους. Να μιλήσουμε όμως και για δικαιώματα, να μιλήσουμε για ελευθερίες, για το ζήτημα της διαχείρισης της παγκόσμιας προσφυγικής κρίσης και φυσικά να απαντήσουμε και στα μεγάλα ζητήματα που ιδιαίτερα για τους νέους ανθρώπους φέρνει αυτό το πολύ μεγάλο κύμα της ακρίβειας, η οποία βέβαια μαστίζει το σύνολο της κοινωνίας».
Ως προς τις δημοσκοπήσεις σημείωσε: «Είναι το τελευταίο καταφύγιο του κ. Μητσοτάκη, το τελευταίο πολιτικό επιχείρημα για να αντιμετωπίσει τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα. Σε κανένα άλλο πεδίο της δημόσιας συζήτησης δεν μπορεί να αρθρώσει πειστικό επιχείρημα. Στην πανδημία τα έκανε στην κυριολεξία μαντάρα και οδήγησε τη χώρα να έχει μια θλιβερή πρωτιά. Η Βραζιλία του Μπολσονάρο, ο οποίος διαχειρίστηκε με δραματικό τρόπο την πανδημία, είναι σε καλύτερη θέση από την Ελλάδα αναλογικά με τον πληθυσμό της. Η χώρα αυτή τη στιγμή σε ό,τι αφορά την ενέργεια είναι η τρίτη χειρότερη χώρα σε όρους αγοραστικής δύναμης σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στην εξωτερική πολιτική δεν έχει καμία δυνατότητα και φυσικά στο κράτος δικαίου, έχουμε καταστροφικές επιλογές και πραγματική καταρράκωση των θεσμών. Άρα λοιπόν, το μόνο επιχείρημα που τους έχει μείνει είναι η πρωτιά, εν πάση περιπτώσει, που εμφανίζει η Νέα Δημοκρατία στις δημοσκοπήσεις. Γνώμη μου είναι ότι δεν είμαστε ακόμα με τη στενή έννοια σε προεκλογική περίοδο. Εκεί νομίζω ότι θα δούμε εντυπωσιακές αλλαγές στη δυναμική η οποία θα προκύψει. Και δεύτερον αμφισβητώ ευθέως τις διαφορές οι οποίες εμφανίζονται. Ο ΣΥΡΙΖΑ υποεκπροσωπείται πάντοτε, από το 2012 και μετά, σε όλες τις δημοσκοπικές μετρήσεις οι οποίες έχουν γίνει. Ο μέσος όρος που έδιναν στο ΣΥΡΙΖΑ όλες οι δημοσκοπικές εταιρείες το 2019, ήταν στο 24,9 24,2% και πήραμε 31,5. Αυτό δεν είναι ένα στατιστικό λάθος. Αυτό είναι λάθος που προκύπτει από την ίδια τη μέθοδο της μέτρησης. Όταν έχεις 7 μονάδες διαφορά από το τελικό αποτέλεσμα, είναι κάτι που πρέπει να το λάβουμε υπόψη μας. Αυτή τη στιγμή η κοινωνία ασφυκτιά. Η ακρίβεια καλπάζει, η κοινωνία στην κυριολεξία καταρρέει. Την επόμενη Τετάρτη, στη μεγάλη απεργία που διοργανώνεται, ο κ. Μητσοτάκης θα πάρει ένα μήνυμα για την κατάσταση που επικρατεί, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν θα αντιστοιχεί στις δημοσκοπικές μετρήσεις για τις οποίες επαίρεται».