Κάποιοι κενοί άνθρωποι επειδή δεν διαθέτουν κάτι πάνω στο οποίο θα στηριχτούν για να ταξιδέψουν στο μεγάλο ταξίδι της ζωής, ούτε κάποιο ταλέντο, ούτε κάποια ιδιαίτερη ικανότητα, ούτε λίγα δράμια ευφυΐας, αντί να στηριχτούν στο γερό σκαρί της ειλικρίνειας και της ευθύτητας, «εμπορεύονται» μελιστάλακτη κακομοιριά, υποκριτική καλοσύνη και σκουριασμένη ηθική.
Πολλές φορές το εμπόρευμα τους το συσκευάζουν σε περίτεχνο ιδεολογικό περιτύλιγμα και με ηθικά και άλλα πλεονεκτήματα το μοσχοπουλούν με ανταμοιβή λίγη συμπάθεια, μερικές φορές μερικές ψήφους και κάποιες άλλες με αποδοχή και συγκαταβατικότητα. Ξεχνούν, όμως όλοι αυτοί, ότι η επίδειξη καλοσύνης και η ηθικολογία είναι φθόνος δαφνοστεφανωμένος και κουτοπονηριά ντυμένη ξεδιάντροπα. Κάποιοι δε από αυτόν τον συρφετό, υποδύονται τους καλούς ακριβώς επειδή είναι αδύναμοι, ατάλαντοι και απατεώνες. Πριν απ’ όλα μπαίνουν στο κουκούλι της υποκριτικής καλοσύνης με σκοπό να εξαπατήσουν εαυτούς και να βρουν μιαν άκρη και κάποια ισορροπία με τον εαυτό τους, στη συνέχεια συνηθίζουν μέσα στην υποκρισία και πια δεν βρίσκουν άλλη διέξοδο στον βίο τους πέρα από την χυδαία «καλοσύνη» και την φτιασιδωμένη ηθικολογία, τις οποίες εμπορεύονται στους γύρω τους και στην κοινωνία.
Στο «The Good Nurse», η καλοσύνη εμφανίζει και τις δύο όψεις της, το υποκριτικό πρόσωπο που το εκφράζει ο Cullen και το καθαρό πρόσωπο της νοσοκόμας νυχτερινής βάρδιας και ανύπαντρης μητέρας δυο κοριτσιών, Loughren, η οποία προσπαθεί να μεγαλώσει τα παιδιά της μόνη. Η ευσυνείδητη νοσοκόμα μέσα στον κυκεώνα των προβλημάτων της έχει να αντιμετωπίσει μια πολλή σοβαρή ασθένεια με την καρδιά της, η οποία επιβαρύνεται από τη συνεχή εργασία, το έντονο άγχος και τις βαριές υποχρεώσεις. Η ηρωίδα μας κρατά κρυφό το μεγάλο πρόβλημα της υγείας της, γιατί φοβάται πως θα απολυθεί από το νοσοκομείο που εργάζεται και της λείπουν λίγοι μήνες απασχόλησης για να κατοχυρώσει την απαραίτητη ασφάλεια. Το απαγορευτικό κόστος περίθαλψης (ο ιδιώτης γιατρός της χρεώνει 980 δολάρια για μια εξέταση) φέρνει την νοσοκόμα σε απόγνωση. Η ευαίσθητη καρδιά της, η υπερκόπωση και το φάσμα της απόλυσης, επιδεινώνουν τη ζοφερή κατάσταση της ηρωίδας μας μέχρι τη στιγμή της εμφάνισης του Cullen, ενός συναδέλφου της νοσοκόμας, ο οποίος προσλαμβάνεται στο νοσοκομείο και εργάζεται στο πλάι της. Ο Cullen στηρίζει την νοσοκόμα στην εργασία της αλλά την βοηθά και στις οικογενειακές της υποχρεώσεις και αγωνίες. Οι δυο νοσοκόμοι σιγά – σιγά γίνονται στενοί φίλοι και αναπτύσσουν ένα πλέγμα ψυχικών, οικογενειακών και συναισθηματικών δεσμών αναγκαίων και για τους δυο και απαραίτητων για την ευάλωτη νοσοκόμα και τις δυο κόρες της, η εκμυστήρευση δε του προβλήματος υγείας της, κάνει τον Cullen απαραίτητο σύμμαχο της στην επιδίωξη της ασφάλισης της.
Η παρουσία του Cullen κάνει τα πράγματα σχεδόν «όλα ωραία και καλά» για την ευσυνείδητη νοσοκόμα μας, άλλα για τους άμοιρους νοσηλευόμενους του νοσοκομείου, «ο Χάρος βγήκε παγανιά». Κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες αρχίζουν να πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλον. Η αλλεργική αντίδραση που υπέστη μια 77χρονη γυναίκα, ενώ φαινόταν ότι αντιμετωπιζόταν το πρόβλημα υγείας της και σιγά-σιγά συνερχόταν, την οδηγεί στο θάνατο κάτω από ύποπτες συνθήκες. Πεθαίνει απρόσμενα και μια νεαρή γυναίκα, τη στιγμή που κι αυτή βρίσκεται σε ένα καλό δρόμο ανάρρωσης. Ακολουθούν κι άλλοι ύποπτοι και αναπάντεχοι θάνατοι, όλοι στο στάδιο της βελτίωσης της υγείας των ασθενών.
«Δεν με σταμάτησε κανείς» απάντησε στην ερώτηση της νοσοκόμας «γιατί το έκανες» ο Charles Cullen ο οποίος είναι ένας από τους πιο τρομερούς κατά συρροή δολοφόνους και ο οποίος ήταν νοσηλευτής και έδρασε στα νοσοκομεία του Νιου Τζέρσεϊ και της Πενσυλβάνια. Στα 16 χρόνια της δράσης του σκότωσε περίπου 400 ανθρώπους με διάφορους τρόπους. Ο Cullen ομολόγησε την ενοχή του για 22 κατηγορίες φόνου, καθώς και για έξι κατηγορίες απόπειρας φόνου κυρίως με τη χορήγηση, με δόλιο τρόπο, φαρμάκων όπως η ινσουλίνη και η διγοξίνη. Εκτίει 11 διαδοχικές ποινές ισόβιας κάθειρξης.
Τον τρόπο που αποκαλύφθηκαν τελικά τα εγκλήματά του, πραγματεύεται η νέα ταινία του Netflix «The Good Nurse», στην οποία πρωταγωνιστούν ο Έντι Ρεντμέιν ως Cullen και η Τζέσικα Τσαστέιν ως η συνάδελφος του νοσοκόμα Amy Loughren. Η δε ιστορία βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Charles Graeber.
Η φράση «Δεν με σταμάτησε κανείς» του σίριαλ κίλερ αποκαλύπτει εκκωφαντικά το πόσο καθυστέρησε να παρέμβει η αστυνομία και υπογραμμίζει την ανικανότητά της. Η φράση αυτή φανερώνει και πόσο προσεκτικά απέκρυψαν τους θανάτους των ασθενών τους οι διοικήσεις και οι υπεύθυνοι των νοσοκομείων και πόσο ευθυνόφοβα λειτούργησαν για να μην τους προσάψουν ευθύνες, οι οποίες τους αναλογούσαν.
H ταινία ακολουθεί κατά πόδας τον βίο και τις τεράστιες δυσκολίες της Loughren. Ο κατά συρροή δολοφόνος Cullen μπαίνει στο οπτικό μας πεδίο όταν προσλαμβάνεται για να εργαστεί δίπλα της. Προεξάρχοντος του Έντι Ρεντμέιν αλλά συνεπικουρούμενος και από την Τζέσικα Τσαστέιν έχουμε δυο ερμηνείες αθόρυβες, βραδυφλεγείς και λειτουργικές. Η σκηνοθεσία είναι του Tobias Lindholm και το σενάριο της Krysty Wilson-Cairns. Στην ταινία πρωταγωνιστούν επίσης οι Nnamdi Asomugha , Kim Dickens και Noah Emmerich . Το The Good Nurse έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο στις 11 Σεπτεμβρίου 2022 και κυκλοφόρησε σε επιλεγμένους κινηματογράφους στις 19 Οκτωβρίου 2022, πριν από τη ροή του στις 26 Οκτωβρίου 2022 από το Netflix.
Στο «The Good Nurse» ενδιαφέρουσα είναι η σεκάνς κατά την οποία η νοσοκόμα επιστρέφει στο σπίτι της, ενώ είναι πια αδιάσειστα τα στοιχεία, ότι ο κατά συρροή δολοφόνος είναι ο φίλος και συνάδελφος της. Μπαίνοντας στο σπίτι βρίσκει τα παιδιά της να παίζουν και να χαριεντίζονται με τον δολοφόνο, ο οποίος κινείται με την άνεση που του δίνει η οικειότητα με τα κορίτσια και την ελευθερία που του παρέχει η οικογενειακή φιλία. Η νοσοκόμα προσπαθεί να βρει την ψυχραιμία και τον αυτοέλεγχο ώστε σιγά-σιγά να παρασύρει τον δολοφόνο έξω από το σπίτι, χωρίς αυτός να καταλάβει το παραμικρό, χωρίς να του κινηθούν υποψίες αλλά και χωρίς τα παιδιά της να πανικοβληθούν από αυτά που μόλις προ ολίγου έγιναν γνωστά στην ηρωίδα μας. Έχουμε μία σκηνή στην οποία ακροβατούν οι δύο πρωταγωνιστές ανάμεσα στην αγωνία, τις υποψίες, το ρίσκο, τον φόβο, τις αμφιβολίες και τον τρόμο. H ταινία ούτως ή άλλως στηρίζεται στις ερμηνείες του Έντι Ρεντμέιν και της Τζέσικα Τσαστέιν αν το σενάριο δεν ήταν τόσο επίπεδο και τους βοηθούσε με κάποιες ανατροπές θα είχαμε ένα πολύ καλύτερο αποτέλεσμα. Αλλά μερικές φορές αυτή η έρπουσα απειλητική ατμόσφαιρα μαζί με την υποδόρια και συνεχή ανησυχία, επιτυγχάνουν ένα συμπαθητικό αποτέλεσμα χωρίς κραυγαλέες εκπλήξεις και αναπάντεχες εξελίξεις. Γιατί έχει τη χάρη του κι αυτό που έλεγε ο Αμερικανός εφευρέτης Richard Buckminster Fuller «Δεν υπάρχει τίποτε σε μια κάμπια που να σε προϊδεάζει ότι θα γίνει πεταλούδα». Και μπορεί το «The Good Nurse» να μην μεταμορφώνεται ποτέ σε πεταλούδα, μπορεί να μην τα καταφέρνει να πετάξει, αλλά σέρνεται πολύ χαριτωμένα ανάμεσα στις δυο ώρες διάρκειάς της και στις ερμηνείες των δυο ηθοποιών της.