Δεν είναι τυχαίο ότι το διαβόητο Σύνδρομο της Στοκχόλμης - η νοσηρή αγάπη/προσκόλληση του θύματος στον θύτη του - συναπαντάται κυρίως στο περίκλειστο σύμπαν των ιδρυμάτων
Ως εξώγαμο τέκνο αγνώστου πατρός πέρασα τα τρία πρώτα χρόνια της ζωής μου έγκλειστος στο Πατριωτικό Ιδρυμα Κοινωνικής Προνοίας και Αντιλήψεως, ευρέως γνωστό στο πανελλήνιο από το αρκτικόλεξό του: ΠΙΚΠΑ. Η βιολογική μου μητέρα, μια πάμφτωχη γυναίκα από την Κρήτη, απέκτησε πέντε παιδιά με τρεις άνδρες, από τους οποίους παντρεύτηκε τους δύο κι έδωσε τη συγκατάθεσή της να μεγαλώσουν σε ιδρύματα προνοίας τα τρία από τα πέντε παιδιά της, οι δύο ετεροθαλείς αδελφές μου κι εγώ. Σε αντίθεση μ’ εμένα, που με ανέλαβε σχετικά σύντομα μια ανάδοχη οικογένεια από τον Κορυδαλλό και κατόπιν υιοθετήθηκα από μια μεσοαστική οικογένεια στην Κυψέλη, οι αδελφές μου έζησαν σε ίδρυμα έως τα δεκαοκτώ τους χρόνια. Εγώ δεν διατηρώ καμία ανάμνηση από το ίδρυμα, ούτε θετική ούτε αρνητική. Οι αδελφές μου ένιωσαν τον ιδρυματισμό στο πετσί τους.
Τι ακριβώς είναι ο ιδρυματισμός; Μια παθολογική κατάσταση που, μολονότι έχει κοινά γνωρίσματα, δεν βιώνεται από όλα τα παιδιά με την ίδια ένταση (σίγουρα, πέρα από τις συνθήκες, παίζει ρόλο και η διάρκεια εγκλεισμού στο ίδρυμα: άλλο να μείνεις στο ίδρυμα δύο χρόνια και άλλο δώδεκα).
Χαρακτηρίζεται κατ’ αρχάς από την αδυναμία φαντασιακής προσκόλλησης σε μια «μαμά» κι έναν «μπαμπά» -την απουσία οιδιπόδειου συμπλέγματος, καθώς θα μας εξηγούσαν οι φροϋδιστές. Βεβαίως, τα μωρά στα βρεφοκομεία αποκαλούν «μαμά» κάθε βρεφοκόμο που τα φροντίζει, αλλά ακόμη και τα πιο μικρά από αυτά ενστικτωδώς αντιλαμβάνονται ότι μια «μαμά» που φροντίζει είκοσι ή τριάντα μωρά δεν είναι ακριβώς… μαμά – πόσω μάλλον εάν μπουν στο ίδρυμα σε μεγαλύτερη ηλικία, όταν έχουν ήδη αναμνήσεις από τη δική τους οικογένεια, συχνά προβληματική ή/και διαλυμένη.
Αυτή η, κατά κάποιον τρόπο, φαντασιακή «αναπηρία» οδηγεί με τη σειρά της σε μια συναισθηματική «αδιαφορία» που, και αυτή με τη σειρά της, καθιστά τα παιδιά των ιδρυμάτων ιδιαίτερα ευάλωτα και χειραγωγήσιμα. Οπως μου το είχε περιγράψει κάποτε η μεγαλύτερη από τις δύο ετεροθαλείς αδελφές μου: «Διψούσαμε και πεινούσαμε για αγάπη. Ηταν και θέμα τύχης έπειτα. Μπορούσαμε να πέσουμε πάνω στον σωστό άνθρωπο και να καλύψουμε αυτό το έλλειμμα. Μπορούσαμε να πέσουμε και πάνω σε κάποιον κακόβουλο. Να μας πουλήσει αισθήματα και φούμαρα. Ν’ αρπαχτούμε από τον πρώτο μαλάκα».
Σύνδρομο της Στοκχόλμης
Δεν είναι τυχαίο ότι το διαβόητο Σύνδρομο της Στοκχόλμης – η νοσηρή αγάπη/προσκόλληση του θύματος στον θύτη του – συναπαντάται κυρίως στο περίκλειστο σύμπαν των ιδρυμάτων. Εάν μάλιστα το ίδρυμα έχει και κάποιον θρησκευτικό προσανατολισμό, η χειραγώγηση του θύματος διευκολύνεται τα μέγιστα: η ασέλγεια μεταμφιέζεται σε στοργή και η κακοποίηση ως προαπαιτούμενο για την ηθική ωρίμανση. Ολα συμβαίνουν για το «καλό» του θύματος, ακόμη και στην περίπτωση που το ίδιο το θύμα δεν είναι σε θέση να… αντιληφθεί το «καλό» του.
Συνακόλουθα το θύμα έχει πλήρη επίγνωση πως, στο τέλος της ημέρας, θα είναι ο δικός του λόγος/ισχυρισμός απέναντι στον λόγο/ισχυρισμό του θύτη: οι τοίχοι δεν έχουν μάτια για να δουν τον θύτη να παρεκτρέπεται, δεν έχουν αφτιά για ν’ ακούσουν τις οιμωγές του θύματος και, πρωτίστως, δεν έχουν γλώσσα για να μαρτυρήσουν όσα είδαν και άκουσαν. Το θύμα που θα βρει το κουράγιο να καταγγείλει τον θύτη του γνωρίζει πως θα χρειαστούν εβδομάδες, μήνες ή και χρόνια έως ότου (και αν) δικαιωθεί, ενώ το ίδιο βράδυ – και για τα εκατοντάδες επόμενα – το θύμα θα βρεθεί πάλι στο έλεος του θύτη του. Οσο και αν βελτιωθεί το παθογόνο μοτίβο, ιδανικό ίδρυμα θα παραμένει πάντα το ίδρυμα που βάζει λουκέτο.