του Κώστα Μποτόπουλου, συνταγματολόγου
Το λεγόμενο «ευρωπαϊκό μεταναστευτικό ζήτημα» έχει πολλές κι επικαλυπτόμενες όψεις, που διευκολύνουν παρανοήσεις, τις οποίες, στη συνέχεια, μέρος της πολιτικής τάξης συνειδητά εργαλειοποιεί.
¢ Υπάρχει η νομική όψη: τι επιτρέπεται (η ελεύθερη κίνηση προσώπων εντός των ζώνης Σένγκεν, η υποβολή αίτησης ασύλου από μετανάστες και, μέχρι να τους δοθεί απάντηση, η στοιχειώδης προστασία τους), τι απαγορεύεται (η μη προσφορά βοήθειας σε κινδυνεύοντες, οι επαναπροωθήσεις, η άρνηση ή η καταχρηστική απόρριψη αιτημάτων μεταναστών, η απάνθρωπη εναντίον τους συμπεριφορά) και υπό ποιους όρους (της λεγόμενης «Συμφωνίας του Δουβλίνου», όπως ισχύει, του νέου «Συμφώνου Μετανάστευσης και Ασύλου», που θα ισχύσει από το 2016, των διεθνών συμβάσεων και κανόνων, των εθνικών ρυθμίσεων, εφόσον δεν αντίκεινται στους διεθνείς κανόνες).
¢ Υπάρχει η πρακτική όψη: η μετανάστευση είναι προαιώνιο φαινόμενο, η Ευρώπη είναι μια από τις πιο ευημερούσες, άρα ελκυστικές, περιοχές του κόσμου, σε πολλές άλλες περιοχές, και μάλιστα κοντινές της Ευρώπης, πόλεμοι και καταπιεστικά καθεστώτα αναγκάζουν τους ανθρώπους να μετακινούνται, η συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστών δεν είναι εγκληματίες ή κηφήνες.
¢ Και υπάρχει και η πολιτική όψη/χρήση: τα τελευταία χρόνια οι μεταναστευτικές ροές μειώνονται, οι ανάγκες για την προσφορά των μεταναστών στην οικονομία αυξάνονται, δεν υπάρχει κανένα γενικευμένο «αντιμεταναστευτικό ρεύμα» ή φόβος της «μεγάλης αντικατάστασης» στους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς (επιλέγονται ως αντιπροσωπευτικές οι πιο αντιδραστικές φωνές), αντίθετα υπάρχει μια εκστρατεία προπαγάνδας εκ μέρους των ακροδεξιών και εθνικιστικών κομμάτων: προσπάθεια εν μέρει μόνο επιτυχημένη, αφού σε ελάχιστες χώρες (ιδίως Ουγγαρία, Ιταλία) τέτοια κόμματα βρίσκονται στην εξουσία, ενώ στην τεράστια πλειοψηφία των περιπτώσεων (με τη σημαντική όσο και θλιβερή εξαίρεση της Γαλλίας), η επιρροή δεν ξεπερνά το 20%.
Η Ευρώπη δεν είναι, ούτε θέλει να γίνει, «ξέφραγο αμπέλι», αλλά δεν υπήρξε ποτέ, και ούτε μπορεί να γίνει, «φρούριο», για λόγους συγχρόνως πολιτιστικούς και οικονομικούς: χωρίς τα εργατικά χέρια, τις ασφαλιστικές εισφορές και τη δημογραφική ζωτικότητα των μεταναστών η ευρωπαϊκή οικονομία, άρα το ευρωπαϊκό επίπεδο ζωής, θα δεχόταν τεράστιο πλήγμα.
Αυτή τη σύνθετη και δύσκολη, αλλά καθαρή, εικόνα αμαυρώνουν, στην κυριολεξία, οι πολιτικοί χειρισμοί σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ας σκεφτούμε μονάχα την πρόσφατη αλληλουχία. Αμηχανία μπροστά σε τουλάχιστον τέσσερις αντιθεσμικές πρωτοβουλίες κρατών – μελών: την αντίθετη στο ευρωπαϊκό δίκαιο (υπάρχει ήδη δικαστική απόφαση) συμφωνία της Ιταλίας με την Αλβανία για «εξωτερικά κέντρα ελέγχου», την εξαγγελία της Γερμανίας για μονομερές κλείσιμο των συνόρων της, το αίτημα-απειλή της Ολλανδίας για εξαίρεση από το Σύμφωνο Μετανάστευσης, την πρόθεση της Πολωνίας για αναστολή του δικαιώματος ασύλου. Πανικός μπροστά σε πρόσκαιρες εκλογικές επιδόσεις κομμάτων της Ακροδεξιάς, ιδίως στη Γερμανία (αλλά σε περιφερειακές εκλογές) και υιοθέτηση μιας ασύμμετρα «αμυντικής» στάσης. Αρχική προώθηση, από την ίδια την πρόεδρο της Επιτροπής, «καινοτόμων ιδεών» (τύπου Αλβανίας), πριν εγκαταλειφθούν λόγω των προφανών νομικών, πρακτικών και πολιτικών (ευτυχώς που υπάρχουν η Ισπανία, η Γαλλία, αλλά και μια Ελλάδα που επέμεινε σε «ευρωπαϊκή λύση») εμποδίων.
Τελικά, τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 17ης Οκτωβρίου είναι ισορροπημένα: γίνεται λόγος για «πρόκληση», όχι για κίνδυνο, για «συνολικό», αλλά όχι «καινοτόμο», πακέτο μέτρων, για συνεργασία, αλλά εντός του ευρωπαϊκού πλαισίου, με τρίτες χώρες, για βελτίωση, εντός του ίδιου πλαισίου, των επιστροφών. Σε πολιτικό, πάντως, επίπεδο, τρεις άξονες μετακινούνται: από την οικονομία στη (σκληρή) μεταναστευτική πολιτική, από τη Δύση στην Ανατολή (Γερμανία – Πολωνία) και, πιο επίφοβο απ’ όλα, από το πολιτικό Κέντρο στις ιδέες της Ακροδεξιάς.