του Αντώνη Δ. Σκιαθά
Τον περιμέναμε μέχρι που έπιασε το σκοτάδι να κόβεται με το μαχαίρι. Ξέραμε για τις συχνές απουσίες του από το σπίτι. Άλλωστε ο τίτλος γραμματέας της Νεολαίας Λαμπράκη εκεί στα δυτικά της Αθήνας, ήταν γνωστός στο αστυνομικό τμήμα του Αγίου Σπυρίδωνα στο Αιγάλεω.
Αυτή η δομή διοίκησης της περιοχής μόνο Άγια δεν ήταν. Όταν νύχτωνε έπιαναν δουλειά τα καρακόλια και μάρσαραν απέξω τις μοτοσυκλέτες για να μην ακούγονται τα βογγητά των βασανισμένων από μέσα. Αυτοί οι περίπατοι, μετά εκείνον τον μεγάλο τον «απολύτως υγιεινό» που το χάσαμε για μήνες, ήταν συχνοί. Τη πρώτη φορά, Μάιος ήταν, ήρθαν πολλοί και οπλισμένοι να τον πάρουν· τις επόμενες ερχόταν ένας δύο κυρίως με πολιτικά.
Εκείνος δεν μας έλεγε τι και πως αλλά τα σημάδια στο κορμί του, όταν του έριχνε νερό για να σαπουνιστεί στο μπάνιο η μητέρα, μαρτυρούσαν τις αλήθειες, όταν τα βράδια στον Άγιο Σπυρίδωνα μάρσαραν οι μοτοσυκλέτες. Είχαμε κουρνιάσει για ώρες στη βιοτεχνία έτοιμων ενδυμάτων «Ανεμώνη» που είχε για βιοπορισμό η οικογένεια. Στολίσαμε τη βιτρίνα για τα Χριστούγεννα, γεμίσαμε τον τόπο με αγγελάκια, χρυσόσκονη, μπάλες με αστεράκια και μπαμπάκι πολύ μπαμπάκι παντού. Είχαμε μεγάλες ποσότητες, καθώς κάθε φορά που επέστρεφε από έναν υγιεινό περίπατο, η μητέρα τον τύλιγε με κομπρέσες με αλουμινόνερο από τον Ερυθρό Σταυρό για να φεύγουν οι μελανιές και οι μώλωπες!
Τα νέα τα είχαμε μάθει από το τραντζιστοράκι, όλη μέρα το είχε κολλημένο στο αυτί της η μητέρα, προσπαθούσε να μάθει πού θα πάει όλη αυτή η κατάσταση, αγωνιούσε για τον σύντροφο της. Είμαστε στο πεζοδρόμιο με τον αδερφό μου ενώ εκείνη κατέβαζε με πολύ αγωνία το δικτυωτό ρολό, τον είδαμε να έρχεται, χελιδόνι ξέπνοο από την άκρη του δρόμου. Τα μάτια του πρησμένα, κόκκινα, τα ρούχα του κάπως μύριζαν.
Στον δρόμο και ο παθολόγος Νικόλαος Γκότσης, καλός γιατρός, εκεί μας πήγαιναν για την ιλαρά, τον κοκκύτη, τις μαγουλάδες. Λάτρευε το πουλί τον αναγεννόμενο φοίνικα του Παπαδόπουλου. Δεν έστηνε αυτί για να κάνει σοφότερους τους χωροφύλακες, αλλά ήξερε για τους απέναντι και τους νουθετούσε ως γιατρός άλλωστε που τα ήξερε όλα και καλά. Ανταλλάξαμε όλοι άγουρες ματιές, του είπαμε καληνύχτα και φτάσαμε αμίλητοι στο σπίτι.
Την επόμενη νωρίς το πρωί με έστειλε να πάρω εφημερίδα από το περίπτερο, της σουπιάς της γειτονιάς τον Μικρασιάτη παππού Κοσμίδη, στους αντιφρονούντες έβαζε την Αυγή μέσα στη Βραδυνή για να μην δίνει στόχο. Την εφημερίδα την ξεκοκκαλίσαμε με την σειρά όλοι μας. Για πρώτη φορά διάβασα για άρματα μάχης στην πόλη και τα είδα μπροστά στην σιδερένια πύλη. Τη φύλαξα για να μου θυμίζει και αυτή τον Άριστο Δημήτρη Σκιαθά, δημοκράτη και ενεργό πολίτη, ανιδιοτελή που έτσι τον τίμησε η γειτονιά μας και η σύντροφος της ζωής του, που στάθηκε κεράκι αναμμένο δίπλα του μέχρι τη δύση τους: Η μητέρα Ράμπελα.
Στους γονείς μου...