Μονομάχος II - Στην αρένα των υπερβολών, της οργή και της εκδίκησης

Κάθε πόνος εμπεριέχει σταγόνες εκδίκησης που μετατρέπονται σε ρυάκι οργής και καταλήγουν σε θάλασσα εκδίκησης, γιατί είναι αδύνατο για τον άνθρωπο να υποφέρει χωρίς να θέλει ο υπεύθυνος να πληρώσει. 

Στο Μονομάχος II, ο σκηνοθέτης Ρίντλεϊ Σκοτ  επιστρέφει στον βίαιο κόσμο της Αρχαίας Ρώμης για να αφηγηθεί μια ιστορία εκδίκησης και επιβίωσης σε μια αυτοκρατορία που έχει χάσει κάθε ηθική πυξίδα. Η συνέχεια διαδραματίζεται είκοσι και πλέον χρόνια μετά την πρώτη ταινία και μετατοπίζει το επίκεντρο από τον Μάξιμο, τον υπόδουλο στρατηγό που έγινε μονομάχος, στον πνευματικό του διάδοχο, τον Λούσιους Λεύκιος (Πολ Μεσκάλ), γιο της Λουκίλα και κάποτε θαυμαστή του ηρωικών κατορθωμάτων του. Το αγόρι που θαύμαζε τον Μάξιμο έχει πλέον εξελιχθεί σε έναν άνδρα με τη δική του κληρονομιά, που κουβαλάει το βάρος της κτηνωδίας της Ρώμης και των διαλυμένων ελπίδων της οικογένειάς του.

Η ιστορία αρχίζει με τον Λούσιο να ζει μια ήσυχη, ευτυχισμένη ζωή στη Νουμιδία με τη γυναίκα και το μικρό του παιδί, σε πλήρη αντίθεση με τη σιδερένια πυγμή της Ρώμης πάνω στους ανθρώπους της. Ωστόσο, αυτή η ειρηνική ζωή διαταράσσεται βίαια όταν Ρωμαίοι στρατιώτες υπό τον στρατηγό Μάρκους Ακάσιους (Πέντρο Πασκάλ) εισβάλλουν στο σπίτι τους, δολοφονούν τη γυναίκα του Λούσιου και τον παίρνουν ως σκλάβο. Αυτή η οδυνηρή επιθετική πράξη βυθίζει τον Λούσιο στην ίδια μοίρα με τον Μάξιμο και τον εισάγει στη βίαιη ζωή του μονομάχου. Αυτές οι πρώιμες σκηνές είναι ωμές και αμείλικτες, αντικατοπτρίζοντας τη στοιχειωδώς ρεαλιστική απεικόνιση της αχαλίνωτης σκληρότητας της Ρώμης στην αρχική ταινία.

Ορμώμενος από μια διακαή επιθυμία για εκδίκηση και εμπνευσμένος από τη μνήμη του Μάξιμου, ο Λούσιος ξεκινά το ταξίδι του ως μονομάχος υπό την καθοδήγηση του Μακρίνου (Ντένζελ Ουάσινγκτον), ενός έμπειρου πρώην σκλάβου που κάνει σκέψεις ανατροπών της διεφθαρμένης Ρωμαϊκής εξουσίας και τρέφεται από επαναστατικά ιδεώδη. Ο Μακρίνος οραματίζεται μια Ρώμη απελευθερωμένη από τα νύχια των τυραννικών ηγεμόνων της -του Καρακάλλα και του Γέτα-, δύο νεαρών αυτοκρατόρων γνωστών για τη σκληρότητα και την αδιαφορία τους για την ευημερία της Ρώμης και της αυτοκρατορίας. Αυτή η διπλή δυναμική μέντορα-μαθητή μεταξύ του Μακρινού και του Λούκιου θυμίζει τη σχέση μεταξύ του Μάξιμου και του Πρόξιμου, καθώς οι δύο τους είναι ενωμένοι σε αντίθεσή με τους αυτοκράτορες. Αλλά εκεί που ο Μάξιμος αγωνιζόταν κάποτε για ένα όραμα της τιμής της Ρώμης, ο Λούσιους αγωνίζεται για προσωπική εκδίκηση, και αυτή η πικρία και η μνησικακία προσθέτουν πολυπλοκότητα στον χαρακτήρα του. Ο Μακρίνος απευθυνόμενος στον Λούσιους του λέει «έχεις κάτι μέσα σου που είναι η οργή και η οργή είναι το χάρισμά σου».

Η ταινία κορυφώνεται καθώς ο Λούσιος βρίσκεται στο Κολοσσαίο, στην ίδια αρένα όπου κάποτε ήταν μάρτυρας της τραγικής μοίρας του Μάξιμου. Κάθε μάχη χρησιμεύει ως μέσο για τον Λούσιο  να διεκδικήσει τη δύναμή του και να αντιμετωπίσει το παρελθόν του, ενώ παράλληλα του θυμίζει τον άνθρωπο που κάποτε τον ενέπνευσε. Ωστόσο, η αρένα δεν είναι απλώς ένα πεδίο μάχης για τη δόξα, είναι ένας μικρόκοσμος της παρακμής της Ρώμης, που πλέον κυβερνάται από κατακτητές αντί για ενάρετους και εμπνευσμένους ηγέτες. Οι αυτοκράτορες Καρακάλλας και Γέτας απεικονίζονται ως καταπιεστικοί δεσπότες και μισότρελοι δυνάστες,  των οποίων η βασιλεία απλώς ενισχύει τα δεινά του λαού της Ρώμης. Η κυριαρχία τους γίνεται το κίνητρο του Λούσιου όχι μόνο για να αναζητήσει προσωπική εκδίκηση αλλά και για να γίνει δύναμη αλλαγής, καθώς παρασύρεται βαθύτερα σε μια εξέγερση με επικεφαλής τον Μακρίνο.

Ο συναισθηματικός πυρήνας της ταινίας στηρίζεται στην εξέλιξη του Λούσιου από πενθούντα σύζυγο σε ήρωα μονομάχο. Κάθε μάχη είναι μια συνάντηση που τον φέρνει πιο κοντά στην αντιμετώπιση των δικτατόρων - τυράννων  της Ρώμης και, τελικά, στην αναμέτρηση με τα δικά του ιδανικά. Καθώς ο Λούσιους ανεβαίνει στο Κολοσσαίο, πρέπει να διαχειριστεί τη δική του εσωτερική σύγκρουση: την επιθυμία για εκδίκηση έναντι της δυνατότητας να γίνει ο ήρωας που ήταν γι' αυτόν ο Μάξιμος όταν ήταν παιδί. Η πλοκή, εμποτισμένη με πολιτικές ίντριγκες, αιματηρό θέαμα και βαθύ έρεβος, διερευνά αν η Ρώμη είναι πέρα από τη λύτρωση ή αν, όπως ο Μάξιμος, ο Λούσιους μπορεί να αποκαταστήσει ένα κομμάτι τιμής στην αυτοκρατορία.

Πάντως ειδικοί και ιστορικοί υπογραμμίζουν ότι η ταινία βρίθει ιστορικών ανακριβειών και εκφράζουν την απογοήτευσή τους για τις προχειρότητες μιας τόσο μεγάλης παραγωγής. Η ιστορικός Δρ. Shadi Bartsch, καθηγήτρια Κλασικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο, δεν έχει διστάσει να χαρακτηρίσει την ταινία «εντελώς Χολιγουντιανή ανοησία». Σημαντική έμφαση δίνεται σε σκηνές που φαίνονται να αψηφούν την ιστορική πραγματικότητα όπως ότι οι μονομάχοι στην ταινία εμφανίζονται να ιππεύουν ρινόκερους, κάτι που δεν έχει καμία ιστορική τεκμηρίωση. Μάλιστα  μια σκηνή ναυμαχίας που περιλαμβάνει καρχαρία, οδήγησε την Bartsch να σχολιάσει ότι «οι Ρωμαίοι δεν είχαν καν γνώση της ύπαρξης καρχαριών».

Το Μονομάχος II μεταφέρει το κοινό πίσω στο Κολοσσαίο με έναν νέο πρωταγωνιστή και μια αφήγηση που συνδυάζει τη βίαιη μάχη, τις εντυπωσιακές σκηνές, τα θεαματικά πλάνα, με τα μεγαλύτερα διακυβεύματα της πολιτικής αναταραχής και της προσωπικής θυσίας. Όλα αυτά σε ένα μείγμα ανακριβειών, υπερβολών και αδικαιολόγητων μεγεθύνσεων.  Μπορεί η δομή της ταινίας να απηχεί την αρχική, ο Ρίντλει Σκοτ αντιγράφει τον εαυτό του με θαυμαστή ακρίβεια, αλλά η ιστορία του Λούσιους  χαρακτηρίζεται από πιο σκοτεινές αποχρώσεις, της εκδίκησης και της απώλειας, δημιουργώντας ένα sequel που αγωνίζεται να τιμήσει τον προκάτοχό του, εξερευνώντας παράλληλα τα σκιώδη απομεινάρια της δόξας που κάποτε ήταν η Ρώμη. Όλες οι πόλεις του κόσμου, όπως τα όνειρα, είναι φτιαγμένες από επιθυμίες και φόβους, μόνο η Ρώμη της εποχής ήταν φτιαγμένη από τρόμο και ίντριγκα.

 

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ