Το μεγάλο αμερικάνικο σινεμά επέστρεψε

Είναι μια σπάνια, μεγαλόπνοη ταινία το The Brutalist του Μπρέιντι Κορμπέτ, υποψήφια για 10 βραβεία Όσκαρ φέτος, εξίσου μεγαλόπνοη με τον κεντρικό της χαρακτήρα, τον Λάζλο Τοθ, έναν Ούγγρο αρχιτέκτονα εβραϊκής καταγωγής.

Όταν η ταινία ξεκινά, τον βλέπουμε να απελευθερώνεται από στρατόπεδο συγκέντρωσης και να ξεκινά το μεγάλο ταξίδι για την Αμερική. Πίσω του αφήνει την πολυαγαπημένη του γυναίκα, την Ερζέμπετ, και περιμένοντας την, πιάνει δουλειά στη βιοτεχνία επίπλων ενός συμπατριώτη του. Το πόστο αυτό γίνεται η αφορμή για να συναντήσει έναν μεγαλοεπιχειρηματία, που του αναθέτει την κατασκευή ενός υπερσύγχρονου πολιτιστικού κέντρου – έργο τιτάνιο που θα ολοκληρωθεί με αίμα. Πάνω απ’ όλα μια ταινία για τη διατήρηση της μνήμης, το The Brutalist παρακολουθεί από κοντά τη διαμόρφωση μιας άγριας κοινωνίας, όπως αυτή ρίζωσε μεταπολεμικά στη Δύση, παραθέτοντας όλες τις λάθος τις στροφές πλάι στο πολύπλευρο ψηφιδωτό του κεντρικού της χαρακτήρα. Είναι ένα σινεμά που χαίρεσαι να βλέπεις – ίσως επειδή σου έχει λείψει τόσο πολύ (το στοίχημα του Κόπολα στο «Megalopolis» ήταν άλλο) καθώς πάμε λίγο πίσω στην εποχή όπου ταινίες – γεγονότα όπως «Ο Τελευταίος Αυτοκράτορας» ή ακόμα παλαιότερα το «Αμαντέους», κυριαρχούσαν και στα Όσκαρ αλλά και στα ταμεία, ταινίες που είχαν μια σημαντική και βαθιά ιστορία να διηγηθούν, τόσο που κανείς δε κοιτούσε το ρολόι του. Και κανείς δε θα κοιτάξει το ρολόι του και στο Brutalist, κι ας ξεπερνά τις τρεις ώρες σε διάρκεια, η αφήγηση σε γραπώνει και δε θες να πάρεις τα μάτια σου απ’ αυτούς τους ανθρώπους. Βοηθά και η όψη του: Δεν είναι τυχαία τόσα ονόματα Ούγγρων συντελεστών εδώ, όπως ακριβώς δεν ήταν τυχαία τα ονόματα τόσων Πολωνών συντελεστών στη «Λίστα του Σίντλερ», που χρωστά την όψη της στο Πολωνικό σινεμά, αν με εννοείτε. Όμως ο επίλογος της ταινίας σε αφήνει με ένα μικρό άδειασμα. Ναι, όλα βγάζουν νόημα στο τέλος – αλλά εντέλει το κεφάλαιο αυτό περισσότερο αφαιρεί παρά προσθέτει. Και καλό είναι να θυμόμαστε πως ο Λάζλο Τοθ δεν αποτελεί υπαρκτό πρόσωπο και πως αυτή εδώ δεν είναι μια αληθινή ιστορία, κάτι που αποδυναμώνει ακόμα περισσότερο το φινάλε.

Μια τρυφερή ανθρώπινη ιστορία αφηγείται ο Ρέι Γιενγκ στο «Όλα θα πάνε καλά», όπου μια 60χρονη γυναίκα βρίσκεται αντιμέτωπη με την οικογένεια της εδώ και τριάντα χρόνια συντρόφου της, όταν η τελευταία πεθαίνει αιφνιδίως. Συνδυάζοντας τον ρεαλισμό των αδελφών Νταρντέν, ιδίως στο μοντάζ (προσέξτε πως απουσιάζουν όλες εκείνες οι, υποτιθέμενα, ισχυρές δραματουργικά κορυφώσεις και πόσο βαθύτερο αποτύπωμα αφήνουν οι σκηνές πριν και μετά) με μια ανθρωποκεντρική γραφή που έρχεται από το Χόλιγουντ της δεκαετίας του ’50 (δεν αναφέρεται τυχαία ο Ντάκλας Σερκ ως επιρροή), ο σκηνοθέτης φτιάχνει ένα χαρμάνι που σε συγκινεί σχεδόν από το πρώτο πλάνο. Πιάνεις δηλαδή τον εαυτό σου να γέρνει προς την οθόνη, να αναζητά τα βλέμματα αυτών των ανθρώπων, να νοιάζεται. Καθόλου μικρό κατόρθωμα.

Αποδομώντας το slasher σινεμά, ο σκηνοθέτης Κρις Νας παρουσιάζει το «Τέρας της φύσης», που απαντά σε μια από τις πιο σταθερές απορίες των φίλων της σειράς ταινιών «Παρασκευή και 13»: Τι κάνει ο Τζέισον όταν δεν σκοτώνει; Ποια είναι η καθημερινότητα του; Είναι κάπως ανιαρή είναι η αλήθεια, αλλά αυτό το άχαρο της υπόθεσης είναι και όλο το ζήτημα – το οποίο αποκρυσταλλώνεται, παραδόξως, περισσότερο στα αιματοβαμμένα κρεσέντο του. Μπαναλιτέ του κακού λοιπόν κι εδώ, φιλμογραφημένη όμως με ελεγειακή, ανά σημεία, χάρη, που παραπέμπει μέχρι και στο σινεμά του Τέρενς Μάλικ. Αξιοπερίεργο, κυρίως επειδή είναι τόσο πετυχημένο.

naftemporiki 

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ