του Παντελή Καψή, δημοσιογράφου
Οι λαοί που ξεχνούν την ιστορία τους είναι καταδικασμένοι να την ξαναζήσουν λέει ένας εξαιρετικά διαδεδομένος μύθος. Την διάψευση του τη ζήσαμε ξανά αυτές τις ημέρες, με αφορμή την επέτειο για τα 10 χρόνια από την «πρώτη φορά αριστερά». Παρακολουθήσαμε ορισμένα εξαιρετικά αφιερώματα για εκείνη την τραυματική περίοδο. Ξαναζήσαμε το πώς ένα μικρό κόμμα του 4% κατάφερε να καβαλήσει το κύμα του θυμού, να γίνει κυβέρνηση και στη συνέχεια να τα κάνει θάλασσα. Το κόστος, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό, το πληρώσαμε όλοι. Κανένα αφιέρωμα ωστόσο δεν έκανε το στοιχειώδες ερώτημα: τι αποκομίσαμε ως κοινωνία, οι πολίτες αλλά και τα κόμματα, από αυτή την εμπειρία;
Η ανάγκη μιας σοβαρής Αντιπολίτευσης
Θα περίμενε κανείς ότι το αυτονόητο συμπέρασμα θα ήταν η συνειδητοποίηση της ανάγκης για σοβαρότητα, ρεαλισμό και υπευθυνότητα στον πολιτικό λόγο. Φοβάμαι ότι ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Για τα κόμματα της αντιπολίτευσης, η εμπειρία του Σύριζα αποτελεί το «προσπέκτους» για το πώς μπορούν να αντιμετωπίσουν την πολιτική τους καχεξία και να επανέλθουν στην εξουσία. Δεν τους απασχολεί η αποτυχία του. Θέλουν κατ αρχάς να αντιγράψουν τις μεθόδους του και να επαναλάβουν την επιτυχία του. Μετά, αν και όταν το πετύχουν, έχει ο Θεός. Έτσι σε μια περίοδο όπου η πολιτική διεξάγεται σχεδόν αποκλειστικά με όρους διαχείρισης των συναισθημάτων, έχουν καταλήξει ότι καλύτερη συνταγή είναι η πρόκληση και η αξιοποίηση του θυμού. Αν προκύψει μάλιστα και ένα νέο κίνημα αγανακτισμένων, τόσο το καλύτερο. Η τραγωδία των Τεμπών θεωρούν ότι είναι η καλύτερη αφορμή.
Η υποκρισία βέβαια δεν κρύβεται. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι το ΠΑΣΟΚ και ο Σύριζα κατάφεραν να αλληλοκατηγορούνται ότι προσφέρουν «κάλυψη στη συγκάλυψη», διαφωνώντας για το αν πρέπει να κατατεθεί πρόταση για εξεταστική η πρόταση δυσπιστίας. Μηδέν κατανόηση της σοβαρότητας των πραγμάτων. Το κύριο μέλημα για τις ηγεσίες τους είναι ποιο κόμμα θα περάσει πρώτο στην πολεμική εναντίον της κυβέρνησης και του Μητσοτάκη.
Το ΠΑΣΟΚ είναι αλήθεια εμφανίζεται πιο συγκρατημένο, θέλει να προβάλλει την εικόνα της σοβαρής αντιπολίτευσης. Μόλις προχθές ωστόσο μπορούσε κανείς να παρακολουθήσει τον εκπρόσωπο του, υπερασπιζόμενο την προανακριτική, να δίνει τις πιθανές ερμηνείες γιατί ο κ. Μητσοτάκης αποφάσισε το «μπάζωμα» με προχειρότητα που εκπλήσσει. Η πρώτη ήταν για να μην εμφανιστεί ψευδόμενος ο αρχηγός του αν προέκυπτε το ξυλόλιο. Η δεύτερη ότι δεν θα ήθελε να αποκαλυφθεί ότι επί των ημερών του διεξαγόταν λαθρεμπόριο στα τρένα. Και η τρίτη για να αποκατασταθεί ο τόπος του δυστυχήματος εν όψει των εκλογών. Είναι προφανές ότι από τις τρεις μόνο η τρίτη εκδοχή μπορεί να ισχύει. Γιατί βέβαια όταν ελήφθη η απόφαση του «μπαζώματος» ουδείς γνώριζε για την πιθανότητα λαθρεμπορίου.
Πρόκειται βέβαια για ένα γενικότερο πρόβλημα. Οι κατηγορίες για συγκάλυψη γίνονται με βάση την εκ των υστέρων γνώση, η οποία δεν υπήρχε όταν πάρθηκαν οι αποφάσεις. Τις πρώτες ημέρες του δυστυχήματος δεν υπήρχε αμφισβήτηση για τα αίτια και προτεραιότητα ήταν η ανάκτηση των σωρών. Όταν πέφτει ένα αεροπλάνο μαζεύουν κομματάκι κομματάκι τα συντρίμμια για να καταλάβουν τον λόγο που έπεσε. Δεν υπήρχε τέτοιο ζήτημα με τη σύγκρουση των τρένων. Κακώς, όπως γνωρίζουμε εκ των υστέρων. Τότε όμως δεν υπήρχε. Αντιθέτως τις πρώτες ώρες μετά το δυστύχημα, πέρα από το πολιτικό κόστος, φαίνεται ότι υπήρχαν και άλλοι σοβαροί λόγοι για το «μπάζωμα». Η σταθεροποίηση δηλαδή του εδάφους για τους γερανούς και η προστασία του αγωγού αερίου. Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο ο Σύριζα όσο και το ΠΑΣΟΚ δεν λένε τίποτα γι αυτά.
Θα αποδώσει αυτή η αντιπολιτευτική τακτική; Για την ώρα φαίνεται πως όχι. Στις δημοσκοπήσεις ο θυμός για τα Τέμπη μοιάζει να ευνοεί τα αντισυστημικά κόμματα της παλαβής αντιπολίτευσης. Τόσο το ΠΑΣΟΚ όσο και ο Σύριζα παραμένουν στάσιμα ή υποχωρούν λίγο. Ο λόγος είναι ότι οι πολίτες, ένα μεγάλο μέρος από αυτούς που κινητοποιήθηκε για το «όχι» στο δημοψήφισμα, από την εμπειρία της κρίσης και της «πρώτη φορά αριστερά» έβγαλαν τα δικά τους συμπεράσματα. Όχι την ανάγκη σοβαρότητας και μετριοπάθειας αλλά ότι συνολικά οι πολιτικοί και τα κόμματα εξουσίας τους κοροϊδεύουν, ότι νοιάζονται μόνο για την ψήφο τους, λένε μεγάλα λόγια και όταν έρχονται στην κυβέρνηση κάνουν όλοι τα ίδια. Έτσι στις εκλογές πολλοί πήγαν σπίτι τους ενώ τώρα το θυμό τους τον χαρίζουν αλλού.
Αν έτσι έχουν τα πράγματα τότε ΠΑΣΟΚ και Σύριζα θα είχαν κάθε λόγο να υιοθετήσουν μια πιο μετριοπαθή στάση, να αποφεύγουν τις τοξικές κατηγορίες και τους χαρακτηρισμούς και κυρίως να μην υιοθετήσουν τη θεωρία της συνειδητής συγκάλυψης. Να έδιναν το βάρος στα μέτρα που πρέπει να ληφθούν τόσο για τη διερεύνηση όλων των πτυχών του δυστυχήματος όσο και για την ασφάλεια των τρένων. Να προσπαθούσαν με δυο λόγια να προκαλέσουν μια σοβαρή συζήτηση στο δημόσιο διάλογο που θα άφηνε στο περιθώριο όλες τις σημαίες ευκαιρίας. Μπορεί να ανακάλυπταν ότι αυτή θα ήταν και μια πολύ πιο αποτελεσματική αντιπολιτευτική τακτική απέναντι σε μια κυβέρνηση η οποία έτσι κι αλλιώς τα έχει κάνει θάλασσα. Για καλό σκοπό ή όχι το γεγονός παραμένει ότι οι χειρισμοί της, ιδίως στην εξεταστική, ήταν απαράδεκτοι.
Για ένα κοινό ωστόσο το οποίο θα έπρεπε να ενδιαφέρει κατ εξοχήν το ΠΑΣΟΚ, παραμένει η μόνη δύναμη που μπορεί να εξασφαλίσει πολιτική σταθερότητα. Ένα πλεονέκτημα που μόνο με το χτίσιμο της δικής της αξιοπιστίας μπορεί να ακυρώσει η αντιπολίτευση. Όσο για την ίδια την κυβέρνηση, αν αποδειχθεί η θεωρία των αρωματικών υδρογονανθράκων, τότε ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος να βγει από την τρύπα στην οποία μπήκε με τους χειρισμούς της, θα ήταν να αποκαλύψει το κύκλωμα του λαθρεμπορίου. Ίσως όμως να είναι αργά, τα στοιχεία φαίνεται ότι έχουν χαθεί.
athensvoice.gr