ου Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Χρόνια τώρα, ο υπογράφων παρακολουθεί τις διάφορες αναλύσεις νομπελιστών οικονομολόγων, διεθνούς φήμης δισεκατομμυριούχων και κοινωνικό-πολιτικών ειδημόνων, οι οποίοι στην συντριπτική τους πλειοψηφία καταφέρονται κατά της οικονομίας της αγοράς, της απληστίας, του νεοφιλελευθερισμού και, γενικά, κατά θεσμών και εννοιών που έχουν στο επίκεντρό τους την ελευθερία. Και αυτό συμβαίνει γιατί η ελευθερία, ως έννοια και ως πρακτική, πάντα ενοχλεί τους κατέχοντες πολιτική εξουσία και τους ιδιοκτήτες απόλυτων αληθειών. Εσχάτως δε πληθαίνουν και τα αναθέματα κατά της χρηματοοικονομίας, για λόγους σκοπιμότητας όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Κατ' αρχήν, διαβάζοντας εκ νέου θαυμάσια βιβλία ιστορικών της οικονομίας —όπως ο Γάλλος Φερνάν Μπρωντέλ, ο Ελβετός Πωλ Μπάϊροχ, ο Αμερικανός Νάϊλς Φέργκιουσον, ο Καναδός Πιερ Λεμιέ, ο Γερμανός Σ. Κιντλεμπέργκερ— καταλήξαμε σε ένα πρώτο βασικό συμπέρασμα. Αυτό που λέει ότι οι διεθνείς ροές κεφαλαίων είναι τόσο παλιές όσο και το χρήμα.
Επίσης, η ιστορία μάς λέει ότι, τα τόσο προσφιλή στις ελληνικές κυβερνήσεις ομόλογα, με την σύγχρονη σημασία τους εμφανίστηκαν τον 160 αιώνα. Oι τότε Ευρωπαίοι βασιλείς δεν χρηματοδοτούσαν τους πολέμους τους μόνον με την μεταφορά πολύτιμων μετάλλων από την Αμερική στις Κάτω Χώρες, μέσω Ισπανίας, αλλά βασίζονταν και στην ανάπτυξη μιας διεθνούς αγοράς από asientos και yuros για να συμπληρώνουν το μόνιμο χάσμα που υπήρχε ανάμεσα στα φορολογικά έσοδα και τις στρατιωτικές δαπάνες. Κατά τον Νάϊλς Φέργκιουσον, ήδη από την βασιλεία της Ελισάβετ Α', σημαντικό μέρος του αγγλικού κρατικού χρέους χρηματοδοτούνταν επίσης από την Αμβέρσα —παρόλο που, ως γνωστόν, το Λονδίνο άρχισε να αναπτύσσεται σε ξεχωριστό διεθνές οικονομικό κέντρο στην διάρκεια του 17ου αιώνα.
Έως τα μέσα του 180υ αιώνα, σημειώθηκε επίσης εκτεταμένη ενοποίηση μεταξύ των αγορών του Λονδίνου και του Άμστερνταμ, ενώ από ιστορικής πλευράς, οι
φούσκες της δεκαετίας του 1720 διογκώθηκαν και έσκασαν σε όλα τα μεγάλα οικονομικά κέντρα με αξιοσημείωτο συγχρονισμό.
Από τις παραπάνω ιστορικές αναφορές προκύπτει, έτσι, ξεκάθαρα ότι η ιστορία των χρηματοοικονομικών λειτουργιών είναι πολύ παλιά και εξυπηρετούσε σε μέγιστο βαθμό κρατικά και στρατιωτικά συμφέροντα. Αν δε παρακολουθήσει κανείς από πιο κοντά την εξέλιξη του χρηματοοικονομικού καπιταλισμού, θα διαπιστώσει τον ρόλο που έπαιξαν στις διαστροφές του όχι τόσο οι «κερδοσκόποι» και οι άπληστοι τραπεζίτες —που σίγουρα αρκετοί από αυτούς δεν απαλλάσσονται ευθυνών— όσο οι κυβερνήσεις, οι κεντρικές τράπεζες, οι ισχυρές κρατικές επιχειρήσεις, τα λόμπυ και ορισμένες εταιρείες αξιολογήσεως. Κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες είχαν ολέθριες παρεμβάσεις στα πιστωτικά συστήματα, τα οποία ουσιαστικά χρηματοδοτούσαν τις δικές τους πολιτικές και τους τρόπους άσκησης της εξουσίας τους.
Από τα επίσημα στοιχεία διεθνών οργανισμών προκύπτει ότι το 2021 ο δημόσιος τομέας αντιστοιχούσε στο 78% των διεθνών ομολόγων. Σήμερα, το ποσοστό αυτό ξεπερνά το 82%. Επίσης, το 2024 οι ξένοι επενδυτές κατείχαν το 76% του ακαθάριστου αμερικανικού ομοσπονδιακού χρέους, έναντι 12% το 1983 Για το μεγαλύτερο διάστημα της δεκαετίας τού 1990, οι ξένες αγορές αμερικανικών μακροπρόθεσμων ομολόγων (treasuries) έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην χρηματοδότηση για την εξισορρόπηση του αμερικανικού ελλείμματος ισοζυγίου εμπορικών συναλλαγών με το εξωτερικό —το οποίο το 2024 άγγιξε το μέγιστο επίπεδό του από το 1960 (4,9% του ΑΕΠ).
Παρόμοιες εξελίξεις σημειώθηκαν και στις περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες, γεγονός που αποδεικνύει ότι τα τριάντα τελευταία χρόνια η κατανομή των πόρων διεθνώς ήταν περισσότερο αποτελεσματική, αφού οι αποταμιεύσεις διοχετεύονταν εκεί όπου η οριακή αποδοτικότητα των επενδυτικών προγραμμάτων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα ήταν υψηλότερη. Έτσι, χάρη στις ροές κεφαλαίων, δινόταν η ευκαιρία σε μία αναπτυσσόμενη χώρα να χρηματοδοτεί το άνισο ισοζύγιό της μεταξύ εγχώριας αποταμιεύσεως και επενδύσεων. Έπρεπε, όμως, οι αυξημένες εισροές κεφαλαίου —οι οποίες ουσιαστικά αποτελούν εξωτερικό δανεισμό— να χρηματοδοτήσουν εισαγωγές υψηλής τεχνολογίας και έργα υποδομής, και όχι την ικανοποίηση καταναλωτικών προτύπων των συντεχνιών, των εργατοπατέρων και των πελατών του πολιτικού συστήματος, όπως συνέβη στην Ελλάδα.
Κοντολογίς, είναι απαραίτητο το άνοιγμα των κεφαλαιαγορών στο διεθνές επενδυτικό κοινό να συνδυασθεί με αυξημένη επενδυτική δραστηριότητα και βελτίωση της παραγωγικότητας της οικονομίας. Σε
αντίθετη περίπτωση, οδηγεί σε προσωρινή άνοδο της αξίας των περιουσιακών στοιχείων, μετοχών ή ακινήτων, που μπορεί να καταλήξει σε φαινόμενα «φούσκας», όπως συνέβη σε αρκετές από τις αποκαλούμενες αναδυόμενες αγορές, αλλά και στην Ελλάδα.
Στην χώρα μας, η δανειστική «φούσκα» δημοσίου και ιδιωτικού τομέα «διόγκωσε» φαινομενικά τον πλούτο των νοικοκυριών, τα οποία ενίσχυσαν την κατανάλωση, πιέζοντας προς τα πάνω τις τιμές των τελικών προϊόντων. Ενίσχυσε επίσης και την παραοικονομία, δίνοντας ώθηση στην διαφθορά και σε άλλες κοινωνικές στρεβλώσεις. Και αυτές οι τελευταίες, στο μέτρο που ο ελληνικός κρατισμός θα εμποδίζει κάθε μεταρρύθμιση, θα βαθαίνουν και θα εξαρθρώνουν και τα ερείσματα παραγωγικής δομής που έχουν απομείνει στην χώρα.