Τώρα που τελείωσε μία άνευ ουσιαστικού αποτελέσματος συζήτηση στην Βουλή εξαιτίας της πρότασης μομφής είναι ανάγκη να επανέλθουμε στα καθημερινά προβλήματα που αναζητούν μακροπρόθεσμες λύσεις, προσεγγίζοντας την ουσία της νέας αύξησης του βασικού μισθού. Πέρα από το επικοινωνιακό «μπαράζ» με την ανάδειξη στατιστικών δεδομένων της κας Κεραμέως. Προσφιλής προσέγγιση άλλωστε της κυβέρνησης.
Το βασικό ερώτημα που αναδεικνύεται είναι αν αποτελεί πραγματική ενίσχυση ή επικοινωνιακή παρέμβαση η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 6%. Ερώτημα που ίσως να μην έχει εύκολη απάντηση, καθώς οι παράμετροι εκτίμησης των θετικών ή μη επιπτώσεων από την αύξηση του κατώτατου μισθού διαφέρουν ανάλογα με τις συνθήκες της οικονομίας. Όταν δεν υφίσταται ευκρινές μακροπρόθεσμο παραγωγικό μοντέλο, ή αύξηση του βασικού μισθού τείνει να εντείνει τις υφιστάμενες στρεβλότητες της παραγωγικής διαδικασίας. Εκτός βέβαια από τις περιπτώσεις που συμπαρασύρει τα υπόλοιπα επιδόματα.
Μία ανάλυση όμως, ως προς την ουσιαστική αποτελεσματικότητα των αυξήσεων αυτών μπορεί να έχει δύο αναγνώσεις. Η μία ως έμμεση συμμετοχή στο ποσοστό της ανάπτυξης ως «μέρισμα των εργαζομένων» σύμφωνα με παλαιότερη κυβερνητική εξαγγελία. Η δεύτερη, ως αναγκαία παρέμβαση ανάσχεσης των επιπτώσεων από τις σημαντικές ανατιμήσεις και τις πληθωριστικές πιέσεις. Σε κάθε περίπτωση πάντως, όποια ανάγνωση δεχθούμε, προκύπτει πως το τελικό αποτέλεσμα για τους εργαζόμενους στην παρούσα περίοδο έχει σχεδόν μηδενικό αποτύπωμα στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των ασθενέστερων.
Η συζήτηση, ή μάλλον οι πολιτικές αντιπαραθέσεις ως προς τον βασικό μισθό, δυστυχώς παρακάμπτουν την ουσιαστικότερη παράμετρο αξιολόγησης, εμμένοντας στην επικοινωνιακή διαχείριση του ύψους του βασικού μισθού. Θα πρέπει να γίνει αντιληπτό όμως, πως κάποια στιγμή η συζήτηση – ακόμα και οι διαφωνίες -δεν θα πρέπει να εστιάζουν στα νούμερα, χωρίς ουσιαστικές προτάσεις συνολικής αναδιάταξης και ενίσχυσης των προοπτικών εργασίας. Για να θέσουμε το πραγματικό πρόβλημα σε μία ειλικρινή βάση, το βασικό ζητούμενο είναι η δημιουργία θέσεων εργασίας και όχι ποιος θα είναι η κατώτατος μισθός για θέσεις που …δεν υπάρχουν ή εμφανίζονται εικονικά από την Υπουργό.
Είναι ανάγκη να αντιληφθούν οι πολιτικοί πως η συζήτηση για το ύψος του βασικού μισθού στηρίζεται σε λανθασμένη εκτίμηση των δεδομένων της οικονομίας. Μέχρι σήμερα οι όποιες αυξήσεις του κατώτατου μισθού αναδείκνυαν πολιτική στόχευση χωρίς την σχετική ανταπόδοση. Μπορεί φαινομενικά οι όποιες αυξήσεις να είναι πάντα το ζητούμενο – ειδικά σε περιόδους πληθωριστικών πιέσεων – όμως, στην πλειοψηφία αντίστοιχων περιπτώσεων, πέρα από ένα απόλυτο νούμερο που τις περισσότερες φορές φρόντιζαν οι εκάστοτε κυβερνήσεις να το «εξαϋλώνουν» με άλλες επιβαρύνσεις των φορολογούμενων, οι αυξήσεις αυτές προωθούνται ως αποσπασματική επικοινωνιακή πολιτική.
Ξεκινώντας από την θεώρηση πως ο κατώτατος μισθός συνιστά εργαλείο ανακατανομής πόρων προς όφελος των λιγότερο προνομιούχων εργαζομένων, είναι ανάγκη να μην εθελοτυφλούμε. Στην χώρα μας πλέον θέσεις για μη προνομιούχους εργαζόμενους φαίνεται σταδιακά να μειώνονται. Επί της ουσίας, η κρίση έχει εξαφανίσει σε πολύ μεγάλο βαθμό τις θέσεις όπου ο κατώτατος μισθός θα είχε ουσιαστικό υποστηρικτικό ρόλο. Ειδικά όταν αναλύσουμε την εξαφάνιση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που δεν έχουν δυνατότητα να υποστηρίξουν τις αυξήσεις αυτές. Την ίδια στιγμή που η κυβέρνηση αναδεικνύει ως μείζων επίτευγμα την αύξηση των φορολογικών εσόδων χωρίς αντιλαμβάνεται ότι πρέπει ταυτόχρονα να εξαφανίσει την μνημονιακή «προκαταβολή φόρου» και το τέλος επιτηδεύματος.
Χωρίς ένα σταθερό μακροπρόθεσμο παραγωγικό μοντέλο, που να εμπερικλείει πραγματικό και όχι πλασματικό αποτύπωμα της απασχόλησης σε λιγότερο προνομιούχους εργαζόμενους, επιμορφώσεις, προγράμματα άμεσης συνεργασίας κράτους-επιχειρήσεων – εργαζομένων, η επίδραση της αύξησης του κατώτατου μισθού θα είναι διαχρονικά μηδαμινή. Άλλωστε, εκείνο που καθορίζει τα ποσοστά ανάπτυξης και των αριθμό των ανέργων μίας χώρας είναι ο τρόπος με τον οποίο κάθε χώρα διαχειρίζεται την διαδικασία αυτή και μόνον όταν συνυπολογίζεται με την συνολική ανταγωνιστική αναδιάταξη της οικονομίας.
Παρά την έγκριση των προγραμμάτων του Αναπτυξιακού ταμείου και την ύπαρξη εγκεκριμένων κονδυλίων, δεν έχει διαμορφωθεί ένα στοχευμένο πλαίσιο πολιτικής ενός αποτελεσματικού μηχανισμού δημιουργίας κινήτρων εργασίας, ουσιαστικής επανεκπαίδευσης και εισοδηματικής στήριξης των λιγότερο προνομιούχων εργαζομένων. Όμως, η απορρόφηση κεφαλαίου και η υποστήριξη θέσεων εργασίας καθορίζεται από την ένταση διαθεσιμότητάς τους, καθώς και από την μορφή της ανάπτυξης.
Μέτρα μπορεί να λαμβάνονται. Μέτρα βραχυπρόθεσμου ορίζονται με αδυναμία δημιουργίας σταθερών δομών νέων θέσεων εργασίας. Όταν το μοντέλο ανάπτυξης που προωθείται μέσω των κονδυλίων του «Αναπτυξιακού Ταμείου» ενισχύει την συγκέντρωση, χωρίς ουσιαστικό έλεγχο για την αποτροπή δημιουργίας μονοπωλιακών πρακτικών, τότε γίνεται αντιληπτό πως η κουβέντα για τον βασικό μισθό – πόσο μάλλον για αύξηση 6%- επί της ουσίας οδηγεί σε πρόσκαιρες ανούσιες επικοινωνιακές αντιπαραθέσεις και μόνον. Άλλωστε μέχρι σήμερα αν εξαιρέσουμε την ψηφιακή κάρτα εργασίας η κυρία Κεραμέως δεν έχει να επιδείξει κάτι το ουσιαστικό από την θέση της στο Υπουργείο Εργασίας. Η παράθεση στατιστικών δεδομένων βέβαια σε πρώτη επικοινωνιακή γραμμή.
Όποιος πολιτικός μπορέσει να διακρίνει την ωμή πραγματικότητα ως προς την αδυναμία τέτοιων μεμονωμένων μέτρων να αναδιατάξουν το μακροπρόθεσμο εργασιακό περιβάλλον, τότε σίγουρα θα μπορέσει να αναδείξει ριζοσπαστικές πολιτικές ουσίας. Αλλάζοντας ταυτόχρονα το αναπτυξιακό μείγμα της χώρας. Με μονοδιάστατες επιλογές «επιδομάτων» ελλείψει συνολικής στρατηγικής, οι παράγοντες στήριξης της εργασίας ολοένα και θα φθίνουν. Σε κάθε περίπτωση απαιτούνται συναινέσεις που όμως δεν διακρίνονται επί της παρούσης στον ορίζοντα, καθώς η επικοινωνιακή αλαζονεία περισσεύει.