Αγρίνιο: Θύμα του ιερέα - βιαστή σπάει τη σιωπή του - «Είμαι μάνα, δεν θέλω αυτός να είναι ελεύθερος»

Μετά την τελεσίδικη καταδίκη του 53χρονου ιερέα που συστηματικά ασελγούσε και βίαζε ανήλικα κορίτσια επί χρόνια στο Αγρίνιο, ένα από τα θύματά του παραχωρεί αποκλειστική συνέντευξη.

Η 30χρονη σήμερα Κωνσταντίνα, πάνω στην οποία ο καταδικασμένος ιερέας ασελγούσε από τα 13 μέχρι τα 18 της έτη, ανοίγει την καρδιά της στο in, θέλοντας να προτρέψει οποιονδήποτε υφίσταται βία να μιλά.

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των θυμάτων στο in, ο εν λόγω ιερέας, εκμεταλλευόταν την θρησκοληψία διαφόρων οικογενειών του Αγρινίου. Μάλιστα είχε δημιουργήσει ένα ιδιόμορφο κοινόβιο, μέσα στο οποίο διέμενε εκείνος, μαζί με μητέρες και τα ανήλικα παιδιά τους. Μέσα στο κοινόβιο υπήρχε και ένα αυτοσχέδιο εξομολογητήριο, όπου υπό τον μανδύα της εξομολόγησης, βρισκόταν ιδιαιτέρως με τα θύματά του και εκεί προέβαινε στις αξιόποινες πράξεις του.

Η 30χρονη, σήμερα, Κωνσταντίνα, μητέρα ενός ανήλικου παιδιού περιγράφει στο in, τα όσα βασανιστικά ανεχόταν επί χρόνια στα χέρια του κακοποιητή της, με την ίδια της τη μητέρα να είναι απλά παρατηρητής.

«Η απόφαση στο εφετείο ήταν μια μεγάλη δικαίωση για εμάς. Ο αγώνας μας διήρκεσε 4 χρόνια. Μεγάλη η ανακούφιση που έληξε, ήταν μεγάλη λύτρωση. Το δύσκολο ήταν ότι είχα απέναντί μου έναν ιερέα αλλά και τη μητέρα μου, που υποστήριζε τον κατηγορούμενο. Παρ’ ότι δεν ήταν κάποιος ξένος, ήταν θείος μου και του είχαμε εμπιστοσύνη. Η ασέλγεια ξεκίνησε από τα 13 μου. Με θώπευε και με φιλούσε στο λαιμό και στο σβέρκο. Με έπαιρνε στο εξομολογητήριο, οι δυο μας. Χρησιμοποιούσε ένα παρά-θρησκευτικό αφήγημα για να μπορεί να μας ελέγχει. Με ρωτούσε άσεμνα και απρεπή πράγματα και στο τέλος μου ακουμπούσε το ερεθισμένο μόριό του στο κεφάλι μου. Όσο κι αν καταλάβαινα ότι αυτό που μου συμβαίνει δεν μου αρέσει, δεν μπορούσα να μιλήσω. Ήμασταν εγκλωβισμένοι και υπό το καθεστώς φόβου και τρομοκρατίας. Όταν έφτασα 17 ετών διαπίστωσα ότι αυτό που μου συνέβαινε ήταν κακοποίηση. Χρειάζεται πολύ θάρρος ένα θύμα να καταγγείλει την κακοποίησή του. Θέλει πολλή δύναμη και θάρρος για αυτό μιλάω δημόσια, για να καταφέρει η φωνή μου να ακουστεί σε ανθρώπους που χρειάζονται να πάρουν δύναμη και ίσως ελπίδα από την έκβαση της υπόθεσης τελικά. Δεν λέω ότι ήταν εύκολο: αξίζει όμως τον κόπο. Είναι μονόδρομος το θύμα κάποια στιγμή να μιλήσει γιατί το βάρος είναι αβάσταχτο. Στη δική μου περίπτωση ο άνθρωπος αυτός είχε εξουσία και συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις οι κακοποιητές έχουν εξουσία στα θύματα. Στη δική μου περίπτωση η εξουσία ήταν το ράσο. Όταν πήγα να σπουδάσω και απομακρύνθηκα τότε σταμάτησε και η κακοποίηση.»

«Η μητέρα μου κατέθεσε υπέρ του στο δικαστήριο»

Στην συνέντευξη που παραχώρησε στο in, η Κωνσταντίνα μιλά και για την στάση της μητέρας της σε όλη αυτή την ψυχοφθόρα διαδικασία: μια στάση που όπως λέει ήταν υποστηρικτική, όχι προς την ίδια της την κόρη αλλά προς τον κακοποιητή της.

«Δεν μπορώ να εξηγήσω τη στάση της. Κατέθεσε υπέρ του ιερέα στο δικαστήριο και δεν με πίστεψε και δεν με πιστεύει. Είναι ένας άνθρωπος προσηλυτισμένος που εμπιστεύεται τυφλά τον θύτη. Για μέρες παραμιλούσα και έλεγα «πώς το έκανε;». Άκουσα την ίδια μου την μητέρα να καταθέτει ενώπιον μου ότι λέω ψέματα.»

«Η κοινωνία τα έβλεπε και δεν μιλούσε»

Η 30χρονη – θύμα ασέλγειας από τον ιερέα, δηλώνει μάλιστα πως η τοπική κοινωνία του Αγρινίου, είχε αντιληφθεί τα όσα συνέβαιναν, χωρίς όμως να μιλά ανοιχτά.

«Όταν μιλήσαμε πια τα θύματα, ήρθαν γείτονες και γνωστοί και μας είπαν «καλά κάνατε και τα είπατε, εμείς είχαμε καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά!». Και θέλω να πω πάνω σε αυτό ότι η κοινωνία δεν πρέπει να σιωπά και να σπάσει το ταμπού του «δεν ανακατεύομαι». Έχουμε χρέος να στηρίζουμε τα θύματα ειδικά σε μια μικρή κοινωνία της επαρχίας. Η ντροπή δεν υπάρχει από την πλευρά μας, η ντροπή είναι σε αυτούς που κάνουν τα εγκλήματα.»

«Όταν άκουσα το “ένοχος” δάκρυα χαράς πλημμύρισαν τα μάτια μου»

«Όλοι όσα έζησα και τράβηξα μέχρι να φτάσει η υπόθεση στη δικαιοσύνη, κατάλαβα ότι άξιζαν όταν άκουσα για πρώτη φορά ότι είναι ένοχος, στην πρώτη δίκη που έγινε στο δικαστήριο της Λευκάδας. Δάκρυα χαράς πλημμύρισαν τα μάτια μου και όταν βγήκα από την  αίθουσα έμοιαζε σαν να μην έχω δει ποτέ ξανά τον ουρανό. Δεν μπορώ να το περιγράψω με λόγια αυτό το συναίσθημα, ένιωσα μια ανακούφιση, μια ελευθερία, ότι τώρα πια είμαι ασφαλής. Ότι τώρα πια δεν πρόκειται να με ξανά πλησιάσει. Αυτή η λύτρωση ήρθε και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Θεωρώ ότι αυτές οι ποινές πρέπει να επιβάλλονται γιατί έχουν έναν παραδειγματικό χαρακτήρα.»

«Εγώ είμαι μάνα και δεν θέλω αυτός να είναι ελεύθερος και να κυκλοφορεί έξω»

«Έχω γίνει κι εγώ μάνα και δε θα άντεχα, να ξέρω ότι αυτός κυκλοφορεί ελεύθερος και μπορεί να τον συναντήσει το παιδί μου. Ο αγώνας του ενός είναι αγώνας όλων μας. Εγώ προσπάθησα να μπει κάποιος στη φυλακή για να μην κακοποιηθεί και το παιδί κάποιου άλλου.»

«Είχα προσεγγίσει τον δεσπότη αλλά δεν είχε γίνει κάτι»

«Σε σχέση με τη Μητρόπολη, στην οποία εγώ είχα απευθυνθεί, μίλησα στον τότε δεσπότη Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Τον εκτιμούσα πολύ και ζήτησα τη βοήθειά του γιατί δεν ήξερα τι να κάνω. Δυστυχώς δεν βρήκα ανταπόκριση. Δεν με ενίσχυσε, δεν με ενθάρρυνε να καταγγείλω. Και αυτό ήταν ακόμα πιο δύσκολο για μένα γιατί σκέφτηκα: «ποιος θα με πιστέψει;». Δεν είχα σανίδα σωτηρίας σε αυτό το αδιέξοδο. Ο θύτης μου ήταν ιερέας, για 4 χρόνια ήταν προφυλακισμένος, καταδικάστηκε στον πρώτο βαθμό και παρ’ όλα αυτά μέχρι και το εφετείο είχε το δικαίωμα νομίμως να φοράει ράσα. Αυτό εμένα σαν χριστιανή ορθόδοξη, με προσβάλλει. Δεν μπορεί να είναι τόσο χαλαρά αυτά τα αντανακλαστικά σε σχέση με τους ανθρώπους της εκκλησίας. Να κυκλοφορεί με τα ράσα ενώ έχει καταδικασθεί σε πρώτο βαθμό; Ειλικρινά προβληματίζομαι, θεωρώ πως αυτό θα έπρεπε να αλλάξει. Εγώ εκφράζω το ευχαριστώ μου στον ίδιο το Θεό γιατί αυτός μου έδωσε δύναμη να καταφέρω το αδύνατο.» τονίζει στο ΙΝ η Κωνσταντίνα.

«Υπήρξαν άνθρωποι που ήταν εκεί όταν χρειάστηκα βοήθεια»

«Εγώ πήρα δύναμη από την ιστορία της Σοφίας Μπεκατώρου, η οποία ασχολήθηκε μαζί μου και αυτό με έχει συγκινήσει. Την θαυμάζω και την σέβομαι. Θέλω να ευχαριστήσω τη Μαριλέλλα Αντωνοπούλου που ήταν αυτή που πίστεψε πρώτη την ιστορία μου και την δικηγόρο Ανθή Αργυρίου. Θέλω να ευχαριστήσω τον σύζυγο και τον πατέρα μου που μου στάθηκαν. Αλλά και την ελληνική δικαιοσύνη, τους εισαγγελείς και τους δικαστές και τους/τις ενόρκους που συνάντησα στο δρόμο μου και με σεβάστηκαν, αλλά και την Ελληνική Αστυνομία για την έρευνα που έκανε στο σπίτι του θύτη μου. Η Κατερίνα η Κιτσάκη η δικηγόρος μου, μου στάθηκε σαν μάνα. Και φυσικά και τα υπόλοιπα θύματα που μίλησαν γιατί ξέρω πόσο δύσκολο είναι. Όλα αυτά τα χρόνια έπαιρνα κουράγιο από τη μουσική και ένα τραγούδι συγκεκριμένο του Γιάννη Αγγελάκα που το τραγουδούσα πριν και μετά από κάθε δίκη και θέλω με αυτό να κλείσω την συνέντευξη:

Κι όταν φοβούνται πως μπορεί να τρελαθώ

μου λεν να πάω κρυφά κάπου να κλάψω

και να θυμάμαι πως αυτό το σκηνικό

είμαι μικρός, πολύ μικρός για να τ’ αλλάξω.

Μα εγώ μ’ ένα άγριο περήφανο χορό

σαν αετός πάνω απ’ τις λύπες θα πετάξω.

Σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ,

σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ.»

Σήμερα η 30χρονη κοπέλα έχει κάνει τη δική της οικογένεια, έχει δεχθεί τη βοήθεια ψυχολόγων και ψυχιάτρων για να επανέλθει και να ανασυντάξει τη ζωή της. Όπως δηλώνει, η τελεσίδικη καταδίκη του ιερέα που ασελγούσε πάνω της επί χρόνια, είναι αυτή που της έχει ξανά δώσει τη ζωή της πίσω.

in.gr