Νίκος Παλαιοκώστας: Ο «Ρομπέν των Φτωχών» που δεν γνώριζε φόβο - Πώς κατέγραψε το tempo24 μεταφορά του από τις φυλακές - ΒΙΝΤΕΟ

Ληστείες σε τράπεζες, μια απαγωγή – θρίλερ, μια απόδραση προς «τη γλυκιά ελευθερία»: στιγμές μιας ζωής σαν μυθιστόρημα.

Μάθαμε ο Νίκος Παλαιοκώστας πέθανε. Ήταν ο μόνος τρόπος για να τον «νικήσει» η αστική κοινωνία, με την οποία πάλεψε λυσσασμένα όσο ζούσε, διαφεύγοντας τη σύλληψη για 16 χρόνια. Ο Νίκος Παλαιοκώστας μαζί με τον αδελφό και συνεργό του, τον έως και σήμερα καταζητούμενο δραπέτη Βασίλη, έζησε μια ζωή πολύ πιο πέρα από τα όρια του νόμου, με στιγμές που δεν θα μπορούσε να φανταστεί ο καλύτερος σεναριογράφος του Χόλιγουντ. Ας θυμηθούμε μερικές.

Πρώτα χρόνια

Γεννημένος το 1966 στο Μοσχόφυτο Τρικάλων, ο Νίκος ήταν ένα από τα πέντε παιδιά του Λεωνίδα και της Γεωργίας Παλαιοκώστα. Μεγαλωμένος μέσα στη φτώχεια, το 1979 αποφασίζει να μπαρκάρει στα καράβια. Ωστόσο, γρήγορα επέστρεψε στη στεριά και μπήκε στον κόσμο των μικροκλοπών μαζί με τον μικρότερο αδερφό του, Βασίλη.

Η μύηση από τον «Καλλιτέχνη»

Ο δρόμος προς τον οργανωμένο υπόκοσμο άνοιξε όταν ο Νίκος γνώρισε τον διαβόητο «Καλλιτέχνη» ή Κώστα Σαμαρά. Κάτω από την καθοδήγησή του, τα αδέλφια Παλαιοκώστα μυήθηκαν στις ληστείες κοσμηματοπωλείων και τραπεζών. Το 1988, οι αρχές είχαν συνδυάσει τα ονόματα της συμμορίας με 27 διαρρήξεις και κλοπές. Το «αστικό κτήνος» όπως αποκαλούσε το κράτος ο Βασίλης Παλαιοκώστας, είχε μόλις γνωρίσει έναν αμετανόητο εχθρό.

Ας θυμηθούμε τι είχε πει ο Κώστας Σαμαράς για τα αδέλφια Παλαιοκώστα στο Νίκο Σταματίνη: «Με τον Νίκο Παλαιοκώστα όταν γνωριστήκαμε, είχα πάνω κάτω τις ίδιες εμπειρίες. Μόνο που εγώ ήμουν πιο οργανωτικός και εκείνος πιο αυθόρμητος και κάπου το συνδυάζαμε. Ο Βασίλης πήρε και από τους δύο. Εγώ όμως δεν είχα κάποιο μέντορα, ενώ ο Παλαιόκωστας είχε. Αφού του έκανα εκπαίδευση. Αυτοκίνητα, μηχανές, όπλα, οδήγηση, τακτικές. Του ‘κόβε και τα έπαιρνε τα γράμματα».

Από τις μικροκλοπές στις «μεγάλες μπίζνες»

Μετά την απόδραση του Βασίλη από τις φυλακές Χαλκίδας το 1990, τα αδέλφια Παλαιοκώστα και οι συνεργοί τους σχημάτισαν τη «συμμορία των πέντε». Αυτή τη φορά, οι στόχοι ήταν αποκλειστικά τράπεζες. Στα χρόνια που ακολούθησαν, διέπραξαν τουλάχιστον 16 ληστείες σε όλη την Ελλάδα, «χτυπώντας» μεθοδικά και με επαγγελματισμό.

Η ληστεία τους στην Εθνική Τράπεζα Καλαμπάκας το 1992 έγινε με σχεδόν κινηματογραφικό τρόπο: πυροβόλα όπλα, old school καραμπίνες και μια ξέφρενη καταδίωξη από τρία περιπολικά. Από εκείνη τη στιγμή, τα αδέρφια Παλαιοκώστα έγιναν γνωστά σε όλη τη χώρα.

Το «κόλπο γκρόσο»: Η απαγωγή του Αλέξανδρου Χαΐτογλου

Δεκέμβριος του 1995: Πιστοί στις αρχές τους για αναίμακτα εγκλήματα, τα αδέλφια Παλαιοκώστα βάζουν νέο στόχο: να απαγάγουν τον «Βασιλιά του Χαλβά», επιχειρηματία Αλέξανδρο Χαΐτογλου. 

Μέσα από το βιβλίο του,«Μια Φυσιολογική Ζωή», ο Βασίλης Παλαιοκώστας είχε περιγράψει πως είχε συμβεί η απαγωγή:

Ήταν πρωί, 15 Δεκεμβρίου 1995, όταν ένα όχημα σταμάτησε μπροστά από εκείνο στο οποίο βρισκόταν ο Χαΐτογλου . Σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, ο Βασίλης Παλαιοκώστας είχε παραβιάσει την πόρτα του συνοδηγού και είχε ακινητοποιήσει τον επιχειρηματία. «Κάνε ό, τι σου λέω γιατί θα σε εκτελέσω επιτόπου», του είπε σύμφωνα με το βιβλίο

Όταν εκείνος προσπάθησε να αμυνθεί, του φώναξε: «Μην τολμήσεις, χλεχλέ! Θα σε σκίσω!». Λίγο αργότερα, ο επιχειρηματίας αναγκάστηκε πια, να μπει στο αυτοκίνητο των απαγωγέων. Προσπάθησε να δελεάσει με χρήματα τους απαγωγείς του, δύο εκατομμύρια δραχμές που είχε μέσα σε χαρτοφύλακα. «Πάρτον να κοιμάστε αγκαλιά…» του απάντησαν ειρωνικά.

Το σχέδιο των αδελφών δεν έμοιαζε με όσα γνωρίζαμε για τια απαγωγές. Δεν χρησιμοποίησαν κάποιο κρυσφύγετο, όλα έγιναν εν κινήσει, στο δρόμο. 

Όταν ο Αλέκος Χαΐτογλου θα μιλήσει με τον αδελφό του, τον Κώστα, του ζήτησε να μην ανακατέψει την αστυνομία και να υπακούσει πιστά στις εντολές των απαγωγέων. Τα λύτρα ήταν 3 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα (περίπου 522.000.000 δραχμές). Ο Κώστας Χαΐτογλου προσπάθησε να υποβάλλει σε παιχνίδια του μυαλού τους απαγωγείς, μιλώντας για την ενασχόληση του με την προεδρία του Ηρακλή, για τους ανθρώπους της νύχτας που γνώριζε.

Ο Νίκος του απάντησε απαξιωτικά: «Εμείς, φαντασμένε, δεν είμαστε της νύχτας, είμαστε της ημέρας. Δεν έχεις να κάνεις ούτε με μπράβους ούτε με φιλάθλους. Έχεις να κάνεις με επαγγελματίες. Ανάλογα να φέρεσαι».

Στην πορεία της επιχείρησης αυτής, τα αδέλφια έβλεπαν τον Χαΐτογλου να ζορίζεται να αναπνεύσει, να δείχνει σημάδια έντονου άγχους. Του εξήγησαν πως δεν είχαν σκοπό να τον «θυσιάσουν», ότι και να συνέβαινε μέχρι το τέλος αυτής της περιπέτειας.

«Βρε παιδιά, γιατί το κάνετε αυτό; Εσείς φαίνεστε μορφωμένοι άνθρωποι» τους έλεγε, με ευγνωμοσύνη. Τον έβαλαν να καθίσει στο πίσω κάθισμα, χωρίς κουκούλα, μόνο με τα χέρια του δεμένα. Στη συνέχεια της διαδρομής έγιναν «μια ωραία παρέα» όπως έγραψε αργότερα ο Παλαιοκώστας. Κουβέντιαζαν, γελούσαν και περίμεναν τη στιγμή που θα ολοκληρωνόταν η μεταφορά των χρημάτων και έπειτα, η απελευθέρωση του Χαΐτογλου. Όπερ και εγένετο.

Ο Παλαιοκώστας γράφει πως οι τρεις τους ήρθαν τόσο κοντά, που ο Χαΐτογλου, με σχεδόν αντί-εξουσιαστική μέθη τους έλεγε: «Αν συμβεί κάτι να με λύσετε και να μου δώσετε ένα Καλάσνικοφ!». Τέλος καλό, όλα καλά. Δεν πήρε ποτέ Καλάσνικοφ στα χέρια.

«Γλυκιά ελευθερία»: Η απόδραση

Το Δεκέμβριο του 1999, μέσα από μια κινηματογραφική καταδίωξη, ο Βασίλης Παλαιοκώστας βρισκόταν παγιδευμένος από την αστυνομία. Κατέληξε στον Κορυδαλλό με 25 χρόνια κάθειρξη. Ο Νίκος όμως ήταν ακόμα έξω και δεν είχε πει την τελευταία του λέξη.

Ας δούμε και πάλι μέσα από το βιβλίο «Μια Φυσιολογική Ζωή», το χρονικό της απόδρασης του Βασίλη Παλαιοκώστα, που θρυλείται πως οργάνωσε ο Νίκος:

«Εμείς απ’ το εσωτερικό ήμασταν πανέτοιμοι, δεν μας χρειάζονταν πολλά πράγματα. Πριν από δέκα λεπτά είχα επικοινωνία με τον Σπύρο και μου είπε: Όλα καλά μαμά, τώρα ανεβαίνουμε στο ελικόπτερο, θα τα πούμε αργότερα από κοντά. Υπολογίσαμε την ώρα και φύγαμε μαζί απ’ το κελί μου. Ο Αλκέτ γύρω από τη μέση του και κάτω από το μπλουζάκι του είχε μια αλυσίδα και ένα λουκέτο. Εγώ κράταγα μια πλαστική σακούλα που μέσα είχε μια μεγάλη κόκκινη σημαία μεταξοτυπία.

Είχαμε επίσης από ένα αυτοσχέδιο μαχαίρι για τυχόν ήρωες. Φτάσαμε και σταθήκαμε πως δήθεν κουβεντιάζουμε μέσα απ’ την κιγκλιδωτή πόρτα που οδηγούσε στο προαύλιο. Δεν πέρασαν δυο λεπτά, όταν είδαμε στον ορίζοντα και στο ύψος του Κηφισού περίπου το ελικόπτερο να κατευθύνεται βόρεια και κάποια στιγμή το χάσαμε απ’ τα μάτια μας. Μπήκα στα μπάνια που ήταν ακριβώς απέναντι μας και προσπάθησα να καλέσω τον μικρό στο κινητό. Δεν απαντούσε. Βγαίνοντας, ήρθε στα αυτιά μου βαρύς υπόκωφος ήχος» 

«Πάμε, φίλε, έρχονται, μου είπε ο Αλκέτ. Περάσαμε μαζί την πόρτα και ο Αλκέτ την έκλεισε πίσω του. Έβγαλε απ’ τη μέση του την αλυσίδα, την πέρασε γύρω από τα κάγκελα και την κλείδωσε με το λουκέτο. Κατευθυνθήκαμε στο κέντρο του προαυλίου. Απλώσαμε ως σημαδούρα την κόκκινη σημαία που πάνω της είχε μαύρο φόντο τη μορφή του Τσε Γκεβάρα. Το ελικόπτερο είχε φτάσει, βρισκόταν στα εκατό μέτρα απ’ τον εξωτερικό μαντρότοιχο. Σε δευτερόλεπτα, μπήκε πάνω απ’ το κέντρο του προαυλίου, πήρε θέση προσγείωσης κι άρχισε να κατεβαίνει Η σκόνη και η άμμος του χαλικόστρωτου σηκώθηκαν στον αέρα κάνοντας την ατμόσφαιρα αποπνικτική.

Το προαύλιο φάνταζε χτυπημένο από σφοδρή αμμοθύελλα. Ο εκκωφαντικός, ξερός κρότος από τους έλικες, που τον πολλαπλασίαζε το τσιμεντένιο κτίριο της ακτίνας και του μαντρότοιχου, δονούσε ολόκληρη τη φυλακή, θαρρείς να την γκρεμίσει. Οι αισθήσεις μας βρίσκονταν σε ύψιστο συναγερμό. Η αδρεναλίνη έσπαγε κοντέρ.

Όλα φαίνονταν να εξελίσσονται σε αργή κίνηση, σε μια τρισδιάστατη εικονική πραγματικότητα. Ένιωθα πως έβλεπα το κάθε γύρισμα του έλικα, τον κάθε κόκκο άμμου που πεταγόταν στον αέρα και αισθανόμουν το κάθε κύμα ήχου να χτυπά τα τύμπανα των αυτιών μου. Για μερικά δεύτερα το ελικόπτερο έμεινε να αιωρείται ένα μέτρο πάνω απ’ τη γη μέχρι να μπούμε και αμέσως ξεκίνησε την άνοδο με ακόμη πιο θορυβώδη τρόπο. Σε λίγο, αφήναμε πίσω μας το κτιριακό συγκρότημα του Κορυδαλλού, πετώντας προς τη γλυκιά ελευθερία».

Σήμερα, ο Βασίλης Παλαιοκώστας παραμένει καταζητούμενος για σωρεία αδικημάτων. Θρυλείται πως είτε ζει ακόμα κάπου στα Βαλκάνια, είτε έχει φύγει στο Άμστερνταμ της Ολλανδίας και καλλιεργεί τουλίπες (!). Η βιογραφία «Μια Φυσιολογική Ζωή» που έγραψε και εξέδωσε μέσω του νομικού του εκπροσώπου, έχει γίνει best seller και ακούγεται πως κάποια κινηματογραφικά στούντιο θέλουν να την μεταφέρουν σε ταινία.

Τύχη βουνό

Στις 13 Σεπτεμβρίου 2006, έπειτα από μπλόκο της αστυνομίας στη Λιβαδειά, ο Νίκος Παλαιοκώστας συλλαμβάνεται. Η πρώτη του κουβέντα στους αστυνομικούς ήταν αποστομωτική: «Κάνατε την τύχη σας». Στην καταδίωξη βρέθηκαν ένα αυτόματο όπλο και σφαίρες μέσα στο όχημα που οδηγούσε. Καταδικάστηκε σε κάθειρξη 197 ετών και 37 μηνών. Μεταφέρθηκε στις φυλακές της Πάτρας, όπου εξέτισε μέρος της ποινής του ως το 2021. Κατά καιρός μεταφερόταν στο νοσοκομείο "Αγ. Ανδρέας" για νοσηλεία καθώς είχε σοβαρά προβλήματα υγείας. Μάλιστα κάθε φορά που μεταφερόταν από τις φυλακές στηνόταν ολόκληρη επιχείρηση από την ΕΛ. ΑΣ, υπο το φόρα απόδρασης και παρουσίας του αδελφού του. Μια τέτοια μεταφορά είχε καταγράψει το tempo24.

Στις 6 Οκτωβρίου 2021, το δικαστικό Συμβούλιο τελικά αποδέχθηκε την αίτηση αποφυλάκισης του Νίκου Παλαιοκώστα για λόγους υγείας, και αποφάσισε ότι θα μπορούσε να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του σε κατ’ οίκον περιορισμό στο πατρικό σπίτι του στα Τρίκαλα. Έζησε ήσυχα τα υπόλοιπά χρόνια της ζωής του, ίσως και με όνειρα απόδρασης, στο Άμστερνταμ. Άλλωστε όλη η ζωή του «Ρομπέν των Φτωχών» όπως αρκετοί τον αποκαλούσαν, ήταν μια απόδραση.

Πηγή: reader.gr

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ