Ώστε κάποια κορυφαία στελέχη της ΝΔ φοβούνται πως το κόμμα ,μπορεί να γίνει νεοφιλελεύθερο! Αν και είμαι απόλυτα σίγουρος πως δεν έχουν ιδέα για τι πράγμα ακριβώς ομιλούν ενστικτωδώς εν τούτοις αντιδρούν σε μια επερχόμενη πραγματικότητα. Σε μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση δεν θα είναι δυνατόν να είσαι Υπουργός και να διορίζεις σε δημόσιο φορέα της αρμοδιότητάς σου το σύνολο σχεδόν των άνεργων ψηφοφόρων της περιφέρειάς σου (της Ροδόπης λχ). Ούτε και να παίρνεις «μέτρα» που κάνουν κάποιους ενδιαφερόμενους φίλους σου πάμπλουτους και που εξαθλιώνουν οικονομικά μερικές χιλιάδες άλλους.
Ποια είναι τελικά η πραγματική έννοια του φιλελευθερισμού και σε τι ακριβώς διαφέρει από τον νεοφιλελευθερισμό; Η ΝΔ ιδεολογικά υποστηρίζει ένα θεωρητικό νεφέλωμα που σε τελική ανάλυση δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Ο Ριζοσπαστικός Φιλελευθερισμός υπήρξε ένα εφεύρημα κενό περιεχομένου που έδινε στους εκάστοτε κυβερνώντες υποστηρικτές του την δυνατότητα να κάνουν οτιδήποτε ήθελαν («δανειζόμενοι ιδεολογικά όπλα από την φαρέτρα και της Δεξιάς και της Αριστεράς»). Ο όρος δεν υπάρχει πουθενά σαν πολιτικός προσδιορισμός, και έδινε το δικαίωμα σε άσχετους να υποστηρίζουν πως στηρίζονται σε κάποια ιδεολογική βάση. Ο Φιλελευθερισμός από την άλλη πλευρά, όπως τουλάχιστον αναπτύχθηκε στην Ευρώπη, είχε σαφέστατο πολιτικό περιεχόμενο που δυστυχώς αλλοιώθηκε με το πέρασμα των χρόνων.
Ξεκίνησε σαν η ιδεολογία των μεσαίων εμπορικών και μεταπρατικών τάξεων που βρίσκονταν σε σύγκρουση με την αριστοκρατική φεουδαρχία και τα μετέπειτα εμφανισθέντα μισθοσυντήρητα εργατικά στρώματα. Δεν είναι τυχαίο πως στην σύγκρουσή τους με την ανερχόμενη δυναμική οικονομικά μεσαία αστική τάξη η αριστοκρατία στήριξε τις Μαρξιστικές δοξασίες χρηματοδοτώντας την δημιουργία τους (Ο Ενγκελς υπήρξε μέλος της ελίτ των γαιοκτημόνων και βασικός χρηματοδότης του Μαρξ). Με τα χρόνια και την μετάλλαξη των Συντηρητικών και την ενίσχυση των εργατικών/σοσιαλιστικών κομμάτων οι φιλελεύθεροι, σε αναζήτηση ταυτότητας και λαικών ερεισμάτων, άρχισαν να εγκαταλείπουν κάποιες από τις βασικές τους αρχές. Η φορολογία αίφνης, από εργαλείο προστασίας της ιδιοκτησίας μέσω κρατικών μέσων δημόσιας τάξης, άρχισε να γίνεται αποδεκτή σαν μηχανισμός αναδιανομής εισοδήματος και αποκατάστασης κοινωνικών ανισοτήτων. Σταδιακά όμως έτσι τα φιλελεύθερα κόμματα έχασαν την κοινωνική και πολιτική τους βάση δίνοντας χώρο στους σοσιαλιστές από την μία πλευρά και τους αυταρχικούς συντηρητικούς (κρατιστές ενάντια στα ατομικά δικαιώματα) από την άλλη.
Η παρακμή τους υπήρξε αναπόφευκτη και βαθμιαία πέρασαν, με ελάχιστες αναλαμπές, στο περιθώριο της πολιτικής ζωής.
Η εμφάνιση του νεοφιλελευθερισμού προκάλεσε επανάσταση στα πολιτικά δρώμενα ολόκληρου του κόσμου (πλήν Ελλάδας, βέβαια). Με την επίδραση του Φρήντριχ φον Χαύεκ, και μιάς σειράς άλλων διάσημων οικονομολόγων στη συνέχεια (Μίσες, Φρήντμαν, Μέλτζερ, Βαννίσκυ, Λαφέρ, Γκίλντερ, Στίγκλερ, Πόσνερ, Πέλτζμαν, Μπέκερ κλπ) και κορυφαίων πολιτικών προσωπικοτήτων (Θάτσερ, Ρήγκαν) η κίνηση αυτή ανέτρεψε τα παγκόσμια παραδεκτά δεδομένα και εισήγαγε καινούργιες αρχές στην κυβερνητική και οικονομική πολιτική. Σε αδρές γραμμές οι νεοφιλελεύθεροι ανέτρεψαν τις κλασσικές και παραδοσιακές φιλελεύθερες αρχές που επέμεναν σε ένα κράτος «νυχτοφύλακα σκύλο» (δίχως δηλ. καμία ανάμιξη στην πολιτική) αποδεχόμενοι την κρατική παρέμβαση (το «νέο») αλλά μοναχά στον τομέα της κοινωνικής προστασίας και στην ενίσχυση του ανταγωνισμού. Εξ ού και οι ψευδολογίες και αδεξιότητες των κατηγόρων του που υποστηρίζουν πως ο ν.φ. υπεραμύνεται της λαικής εξαθλίωσης και της δύναμης των μονοπωλίων !!
Οι βασικές αρχές μιάς νφ πολιτικής μπορούν να συνοψισθούν στις παρακάτω βασικές πολιτικές κατευθύνσεις:
1.Δραστική μείωση των φόρων
2. Κατάργηση διοικητικών παρεμβάσεων, εγκρίσεων και ελέγχων στην λειτουργία της οικονομίας
3. Περιορισμοί στις εξουσίες και τις παρεμβάσεις της γραφειοκρατίας\
4. Μείωση της κρατικής ιδιοκτησίας μέσω εκτεταμένων ιδιωτικοποιήσεων
5. Περιορισμός της κυκλοφορίας του εκδιδόμενου από το δημόσιο χρήματος
6. Ενίσχυση των μηχανισμών εφαρμογής ανταγωνισμού στην οικονομία και πολιτικής κατά των τράστ
Στόχος μιάς νφ πολιτικής είναι η μείωση των δημοσίων δαπανών μέσω κατάργησης κρατικών φορέων και εξοικονόμησης χρημάτων για ενίσχυση των πράγματι αναξιοπαθούντων στην κοινωνία. Όχι δηλ φόροι, μικρό δημόσιο, ελεύθερες οικονομικές (και, εξυπακούεται, εργασιακές) σχέσεις, και ικανοποιητικά προγράμματα κοινωνικής προστασίας σε ένα πλαίσιο αποτελεσματικής παιδείας με ανταγωνιστική λειτουργία του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα.
Ποιες από τις παραπάνω αρχές εφαρμόσθηκαν στην Ελλάδα ώστε κάποιοι αδαείς να ισχυρίζονται πως τα οικονομικά μας χάλια είναι αποτέλεσμα νφ επιλογών; Αντίθετα ο, επιθετικός μάλιστα, κρατισμός χαρακτήριζε τις πολιτικές των περισσότερων ελληνικών κυβερνήσεων – συμπεριλαμβανομένων και αυτών των Μνημονίων. Είναι ακατανόητο πως είναι δυνατόν κάποιοι να πιστεύουν πως είναι δυνατόν να βρεθεί λύση στα οικονομικά μας αδιέξοδα εφαρμόζοντας πολιτικές ακριβώς σαν αυτές που μας οδήγησαν σε αυτά.
Γιατί λοιπόν όλοι καταφέρονται με τόσο πάθος κατά του νφ; Απλά διότι αυτός καταργεί τα κομματικά φέουδα, εξαρθρώνει τις δημόσιες συντεχνίες και τους κομματικούς στρατούς που σιτίζονται από το δημόσιο και την κρατική γραφειοκρατία. Το ερώτημά μου πάντα παραμένει αναπάντητο. Γιατί τόσο πολύ μισούν κάτι που δεν καταλαβαίνουν καθόλου και υποστηρίζουν κάτι που δεν καταλαβαίνουν καλά; Στον Πειραιά σαν Δήμαρχος δοκίμασα ένα σχετικό μοντέλο νφ διοίκησης δίχως νέους φόρους / τέλη, δίχως εργολαβίες, δίχως μεγάλωμα των διοικητικών υπηρεσιών του δήμου, δίχως δάνεια και νέες δαπάνες και με στήριξη μόνο του ιδιωτικού τομέα. Ολοι είχαν να λένε για τα αποτελέσματα της δουλειάς μας (και βραβεία β’ καθαρότερης ευρωπαικής πόλης και καλύτερα στολισμένης στις γιορτές). Γιατί δεν το δοκιμάζουμε και στο κράτος; Γιατί επιμένουν όλοι στα ξεπερασμένα πρότυπα του κρατισμού;
Είχα προτείνει και άλλη φορά. Ας διαλέξουμε δύο νησιά. Στο ένα να καταργήσουμε τους άμεσους φόρους και κάθε άλλη οικονομική σχέση με το ελληνικό δημόσιο. Και στο άλλο να εφαρμόζαμε ένα σύστημα απόλυτης δημόσιας ανάμιξης και προστασίας. Και πάλι όμως αυτόνομα, δίχως παρέμβαση δηλ του υπόλοιπου ελληνικού κράτους (για κάλυψη ελλειμμάτων κλπ). Και να βλέπαμε σε 4-5 χρόνια τα αποτελέσματα. Γιατί ουδείς το τολμά;
Εξ άλλου και η ιστορία έχει αποδείξει την αποτελεσματικότητα της πολιτικής των λιγότερων φόρων και του λιγότερου κράτους στην οικονομία. Εκπληκτοι οι απεσταλμένοι του Βυζαντινού αυτοκράτορα στην αυλή του Ταμερλάνου στην Σαμαρκάνδη το 1399, που βρέθηκαν εκεί με αποστολή να τον πείσουν να επιτεθεί στους Οθωμανούς που απειλούσαν την Κων/πολη, είδαν την εκτέλεση ενός σατράπη / διοικητή που είχε παραβιάσει την εντολή του και είχε επιβάλει φόρους στον λαό!! Εξ ίσου και η ελληνική ιστορία του 19ου αιώνα είναι γεμάτη από λαικές εξεγέρσεις κατά των φόρων (όπως λχ των Χοντρογιάννιδων στον Μωριά) που όμως τις έχουν θάψει τα επίσημα βιβλία μας της ιστορίας.
Ο νφ λοιπόν αποτελεί μιά βιώσιμη διέξοδο από τα σημερινά μας εθνικά χάλια. Θα κάνουμε με τόλμη το σωστό βήμα η θα ξαναγυρίσουμε στις ανούσιες χειρισμούς του παρελθόντος; Με ανόητους να βγάζουν χολή, ελπίζοντας στην στήριξη των ασχέτων και στην ευαρέσκεια τρων βολεμένων… Νοσταλγώντας ίσως πολιτικές αλλοπρόσαλλες των ετών 2004 – 2006, που αποδεικνύουν όσα παραπάνω ανέφερα. Παράδειγμα ένα ν/σ για τα εργασιακά των ΔΕΚΟ που είχε τότε εμφανισθεί και που υποδηλώνει φαινόμενα Τζέκυλ και Χαιντ στην συμπεριφοράς της τότε ΝΔ. Επιλογές αλλοπρόσαλλες, απόψεις συγκεχυμένες και πρωτοβουλίες απόλυτα αντιφατικές σηματοδοτούσαν την καθημερινή σχεδόν δράση των διαφόρων κυβερνητικών τμημάτων. Το νομοσχέδιο για τις ΔΕΚΟ αποτελούσε ίσως την πλέον χαρακτηριστική περίπτωση.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που διοικητές των ΔΕΚΟ για να αποφύγουν ρήξεις με τους συνδικαλιστές των φορέων τους έχουν παραχωρήσει εξωφρενικές παροχές και προνόμια στα στελέχη των οργανισμών που διοικούσαν. Παροχές που οι σχετικές κρατικές εταιρίες δεν μπορούσαν οικονομικά να αντέξουν. Αλλά τελικά το βάρος έπεφτε στις πλάτες του ανύποπτου φορολογούμενου που πλήρωνε – δίχως ποτέ να ερωτηθεί – για τις υπερβολές και το βόλεμα των δημοσίων συντεχνιών.
Τα επιχειρήματα για δήθεν δυνατότητα των διοικήσεων των ΔΕΚΟ να απολύσουν υπαλλήλους που αποδεικνύονται ανεπαρκείς είναι έωλα. Ουδείς ποτέ έχει απορριφθεί μετά τη περίοδο δοκιμασίας που προβλέπεται και κανείς ποτέ δεν θα απολυθεί εφ’ όσον έχει «σώας τας φρένας». Ρυθμίσεις λοιπόν που να μεταφέρουν την ευθύνη για το μέλλον της επιχείρησης στις διοικήσεις και τους εργαζόμενους ήταν απαραίτητο να παρθούν.
Εδώ όμως δυστυχώς τελείωνε η δράση του φιλελεύθερου δόκτορος Τζέκυλ που χαρακτήριζε την σχετική κυβερνητική πρωτοβουλία. Κι’ αναδύεται το αυταρχικά αποκρουστικό κι’ αντιφατικά κρατικοπαρεμβατικό πρόσωπο του κου Χάιντ. Που εκδηλώνεται με μια άνευ προηγουμένου κι εντελώς αδικαιολόγητη επίθεση κατά του φιλελεύθερου συστήματος των ελεύθερων διαπραγματεύσεων. Με εντελώς παλαιοσυντηρητικό αντανακλαστικά και με την επίδειξη ενός αναχρονιστικού πολιτικού «τσαμπουκά» η κυβέρνηση μεγάλωνε τις εξουσίες του κράτους και μετέτρεπε
εργαζόμενους αλλά και διοικήσεις των οργανισμών κοινής ωφέλειας σε ανεύθυνα παιδαρέλια προσχολικής σχεδόν ηλικίας. Αν δεν τα βρούν εργαζόμενοι κι’ εργοδότες στις όποιες τους διαπραγματεύσεις ο Υπουργός με νόμο καθορίζει το τι δέον γενέσθαι. Και μάλιστα, αγοράζοντας μόλις το 1% της όποιας ιδιωτικής επιχείρησης, το δημόσιο θα μπορεί να επεκτείνει τον αυταρχισμό του και σε όποιον τομέα του ιδιωτικού τομέα κρίνει σκόπιμο. Είτε με αθώα, είτε με πονηρή πρόθεση. Είναι ακατανόητη η σκοπιμότητα αυτής της ρύθμισης. Και φέρνει στο νού την λογική της «κατευθυνόμενης επιχείρησης» (Wisrtschaftslegung) που είχε εμπνευσθεί ο Σπέερ και είχε εφαρμόσει ο (εθνικοσοσιαλιστής) Αντολφ Χίτλερ. Αλλά και τα περίφημα, αλλά τελικά ανεφάρμοστα, «εποπτικά συμβούλια» του τότε οικονομικού Τσάρου και σοσιαλιστή βέβαια Γεράσιμου Αρσένη.
Αυτές οι δύο ρυθμίσεις τινάζουν σον αέρα τις όποιες, εκ πρώτη όψεως, θετικές κυβερνητικέ προθέσεις. Και μετατρέπουν τον, «μεταρρυθμιστικό» υποτίθεται, νόμο σε αναχρονιστικό έκτρωμα ενός βάρβαρου κι απόλυτα ανελεύθερου κρατισμού.
Αν εκτιμάται πως οι διοικήσεις των ΔΕΚΟ υποχωρούν εύκολα και τινάζουν τα οικονομικά των τομέων που διοικούν στον αέρα, από πού προκύπτει πως ο όποιος Υπουργός έχει μεγαλύτερες αντιστάσεις; Κι αυτός είναι έρμαιο του πολιτικού κόστους. Κι έχει αμεσότερη σχέση με τις τσέπες των φορολογουμένων. Τους οποίους ουδέποτε θα διστάσει να επιβαρύνει προκειμένου να αυξήσει την πολιτική του δημοτικότητα και την γενικότερη λαική του αποδοχή. Ελεύθερες διαπραγματεύσεις λοιπόν, διαιτησία και κατάργηση του απαράδεκτου 1% και της ιδέας για Γραμματεία των ΔΕΚΟ. Μόνο έτσι μπορεί να εκφρασθεί μια πραγματική μεταρρύθμιση. Και οι υπόλοιποι κυβερνητικοί στόχοι μπορούν να υλοποιηθούν με την θέσπιση της ευθύνης – και για τα προσωπικά τους περιουσιακά στοιχεία – των διοικήσεων των ΔΕΚΟ, την διακοπή κάθε επιχορήγησης για δαπάνες λειτουργίας των ΔΕΚΟ και χωριστή καταγραφή των παροχών για κοινωνική προσφορά κάθε δημόσιας επιχείρησης.
Αυτές θα ήταν νφ επιλογές. Που όμως η τότε κυβέρνηση της ΝΔ μετά βδελυγμίας απέρριπτε. Ετσι και τώρα. Κάποιοι επιθυμούν λίγο από τα ίδια ανοσιουργήματα. Είναι δυνατόν οι υποψήφιοι Πρόεδροι της ΝΔ να τα ανέχονται;