Hταν εφτά το απόγευμα όταν ένα τράνταγμα στην πόρτα τους σήκωσε όλους στο πόδι. «Πάρε τα παιδιά και φύγε. Τώρα. Eρχονται! Καίνε τα πάντα σκοτώνουν όποιον βρουν μπροστά τους». Η γυναίκα μόνη, τριάντα εννέα χρονών, με πέντε παιδιά, το μικρότερο δεν είχε σαραντίσει κι ο άντρας της, διοικητής αεράμυνας στην πολιτοφυλακή, είχε πάει στην πόλη.
Στην κωμόπολη αλαλαγμός, οι περισσότεροι είχαν ήδη φύγει. Εντυσε τα παιδιά με τριπλά ρούχα, έβαλε στο στήθος της όσα χρυσαφικά μπορούσε (ο πατέρας της φημισμένος χρυσοχόος στα χρόνια της ειρήνης) έδωσε στο καθένα φαγώσιμα και σαπούνια και ξεκίνησε χωρίς να ξέρει για πού.
Ηξερε μόνο πως έπρεπε να τα σώσει από τη φωτιά και τον θάνατο. Περπατούν μες τη νύχτα προς το ποτάμι… βρέθηκαν, δεν θυμάται πώς, σε μια αχυρώνα με άλλους.
Μόλις πήραν ανάσα… μια φωνή πάλι. «Ερχεται περιπολία μόνο η απόλυτη ησυχία θα μας σώσει. Μια γριά πάει κατά πάνω της – το μωρό! Αν κλάψει θα τους πάρει όλους στο λαιμό του! Σιωπή! Ολα τα βλέμματα πάνω της… Πνίξτο! Σ’ όλη της τη ζωή θα ξυπνά μ’ αυτόν τον εφιάλτη! Πνίξτο! Τρέχει μακριά απ όλους, προστάζοντας τα άλλα παιδιά της να μείνουν εκεί.
Λίγο αργότερα είδε όλη τη πόλη και το σπίτι της να καίγονται, φωτιές στα ουράνια. Όμως γι’ αυτά είχε χρόνια μπροστά της να θρηνήσει. Τώρα είχε και τα πέντε γύρω της ζωντανά κι έκλαιγε… απο ευγνωμοσύνη
Μπήκε σε κάτι θάμνους έβαλε το μωρό στο στήθος και σήκωσε τα μάτια στον ουρανό. Αντί για τ’ άστρα το φως ενός φακού, άγριες φωνές και μπότες της έκοψαν την ανάσα… Το μωρό έτρωγε ήρεμο! Είπε εφτά φορές το «Πάτερ ημών».
Τόσο κράτησε το μετέωρο βήμα ανάμεσα στο θάνατο και τη ζωή. Λίγο αργότερα είδε όλη τη πόλη και το σπίτι της να καίγονται, φωτιές στα ουράνια. Ομως γι’ αυτά είχε χρόνια μπροστά της να θρηνήσει. Τώρα είχε και τα πέντε γύρω της ζωντανά κι έκλαιγε… απο ευγνωμοσύνη.
Αυτή είναι η ιστορία της γιαγιάς μου της Ιουλίας και της μάνας μου, παιδάκι, ένα από τα πέντε, εννέα χρονών τότε 73 χρόνια πριν, στο ολοκαύτωμα των Σερβίων.
Είναι η ιστορία της γιαγιάς Παρθενώπης από τον Πόντο 93 χρόνια πριν, και της Ανίσσας της Αρμένισσας, αλλά και της Βάνιας απο τη Γιουγκοσλαβία 20 χρόνια πριν και και και….
Είναι η ιστορία της Αϊσέ στην πλατεία Βικτωρίας σήμερα το βράδυ που σφίγγει τρία μωρά γύρω της και ψιθυρίζει ένα άλλο «Πάτερ ημών» σε μια άλλη γλώσσα κάτω από το μαντήλι της.
Σε αυτή την Αϊσέ όλοι εμείς κάτι οφείλουμε στη μνήμη μιας γιαγιάς που όλοι είχαμε, μιας γιαγιάς που έδωσε και κράτησε τη ζωή και την ελπίδα στον κόσμο.
Σε αυτή την Αϊσέ κάτι μπορούμε να προσφέρουμε, πέρα από τους αρμόδιους και τις Αρχές και τις λογής εξουσίες.
Ζωντανοί το 2016 Αϊσέ μας.
(Αναδημοσίευση απο το protagon.gr)