Η μεγάλη ευκαιρία του προϋπολογισμού

του Διονύση Τεμπονέρα


Αναζητείται αντιπολίτευση που πέρα από τις διαπιστώσεις θα προτείνει μια συνολική εναλλακτική προγραμματική πρόταση για οικονομία, κοινωνία και εξωτερική πολιτική.

Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών κ.Χατζηδάκης, κατά την ομιλία του στη βουλή, στα πλαίσια της συζήτησης για τον προϋπολογισμό του 2025, παρουσίασε τρία στοιχεία προκειμένου να αποδείξει, ότι η χώρα βρίσκεται σε τροχιά ανάπτυξης, που ξεπερνά πολλές χώρες της Ευρωζώνης:

«Έκανε λόγο για «αύξηση των καταθέσεων, μείωση της ανεργίας και μέσο μισθό μεγαλύτερο των 1.500 ευρώ».

Πρόκειται για τρεις δείκτες που αποτυπώνουν μια εντελώς πλαστή εικόνα.

1.Η κυβέρνηση πανηγυρίζει για την αύξηση των καταθέσεων. Τον Σεπτέμβριο του 2009 οι καταθέσεις ανέρχονταν σε 237 δισεκατομμυρίων ευρώ. Το 2017 εν μέσω κρίσης, οι καταθέσεις μειώθηκαν στα 120 δισεκατομμύρια ευρώ για να επανέλθουν σύμφωνα με τα στοιχεία του ΚΕΤΕ(Ταμείο Εγγύησης και Καταθέσεων και Επενδύσεων) το 2024 στα 194 δισεκατομμύρια ευρώ. Αν διαβάσει κανείς απλά τα νούμερα επιβεβαιώνεται ο κυβερνητικός ισχυρισμός. Όμως η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική:

Επτά στους δέκα Έλληνες (72,5%) έχουν καταθέσεις μέχρι 1.000 ευρώ.

Από 1.001 – 5.000 ευρώ έχει το 12,4% των καταθετών. Δηλαδή πάνω από 8 στους 10 Έλληνες έχουν καταθέσεις μέχρι 5.000 ευρώ.

Από 5.001 – 50.000 ευρώ έχει το 13% των καταθετών και από 50.000-100.000 ευρώ έχει το 1,4% των καταθετών.

Μόλις το 0,7% των καταθετών έχουν καταθέσεις πάνω από 100.000 ευρώ και έχει συνολικά το 42% του συνόλου των καταθέσεων.

Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι απλό. Οι καταθέσεις μεν αυξήθηκαν, αλλά πήγαν στις τσέπες λίγων (και ήδη πολύ πλουσίων). Αρκεί μια ματιά στα κέρδη μερικών δεκάδων εισηγμένων ανωνύμων εταιριών στο Χρηματιστήριο τα τελευταία χρόνια(τράπεζες, εταιρίες τροφίμων και ενέργειας, κατασκευαστικές, μεταφορικές κλπ.) για να προκύψει του λόγου το αληθές.

2. Η κυβέρνηση πανηγυρίζει για την μείωση της ανεργίας. Πράγματι τα τελευταία 5 χρόνια ο επίσημος δείκτης της ανεργίας μειώθηκε κατά περίπου 8 μονάδες φτάνοντας στα επίπεδα του 2009. Όμως η αλήθεια είναι ότι η εικόνα της απασχόλησης σήμερα στη χώρα παραμένει εξαιρετικά προβληματική. Η απασχόληση ανέρχεται στα 4,257 εκατομμύρια άτομα και είναι σημαντικά μειωμένη, κατά περίπου 300.000 εργαζόμενους, σε σχέση με τον αριθμό των απασχολούμενων (4,551 εκατ.) κατά τον Αύγουστο του 2009. Οι αριθμοί συνεπώς δεν λένε πάντα την αλήθεια. Επιπλέον τα διαρθρωτικά προβλήματα της αγοράς εργασίας συνεχίζονται με τη χαμηλή συμμετοχή των γυναικών και των νέων αλλά και την έλλειψη σε αρκετές δεξιότητες υψηλής εξειδίκευσης, προβλήματα για τα οποία η κυβέρνηση μένει αδρανής η είναι αναποτελεσματική. Και βέβαια, στα δομικά προβλήματα της εγχώριας αγοράς εργασίας παραμένει το γεγονός ότι παρά την άνοδο της απασχόλησης και της αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού, αυξήθηκαν παράλληλα οι κενές θέσεις εργασίας στην Ελλάδα.

3. Η κυβέρνηση πανηγυρίζει για μέσο μισθό που δήθεν θα ξεπεράσει τα 1.500 ευρώ. Τα πραγματικά στοιχεία θέλουν τον μέσο μισθό στα 1.100 ευρώ, δηλαδή ελάχιστα παραπάνω από τον βασικό. Στους υπολογισμούς της κυβέρνησης δεν περιλαμβάνονται οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης που αμείβονται με 400 έως 500 ευρώ και αποτελούν το 33% του εργατικού δυναμικού. Ακόμα χειρότερες είναι οι επιδόσεις της χώρας σε σχέση με το πραγματικό ωρομίσθιο που ήδη η χώρα μας κατατάσσεται στον «πάτο» της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, o μέσος ετήσιος προσαρμοσμένος μισθός στην Ελλάδα ανέρχεται στις 17.000 ευρώ ετησίως, ενώ οι Ούγγροι έχουν 16.900. Οι μόνοι που βρίσκονται σε ακόμα χειρότερη μοίρα από εμάς είναι οι Βούλγαροι, με 13.500 ετησίως. Το μισθολογικό χάσμα της Ελλάδας με την υπόλοιπη Ευρώπη μεγαλώνει, καθώς ο μέσος ετήσιος μισθός πλήρους απασχόλησης στην ΕΕ ανήλθε στα 37.900 ευρώ, από 35.600 το 2022, σημειώνοντας αύξηση 6,5%. Στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 3,6% σε σύγκριση με το 2022, που ήταν 16.407 ευρώ. Ακόμα κι έτσι όμως ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης στην Ελλάδα παραμένει κάτω από το 45% του αντίστοιχου μέσου μισθού της ΕΕ. Όπως επίσης μας ενημερώνει η Eurostat ένας εργαζόμενος στο Λουξεμβούργο πληρώνεται σχεδόν όσο πέντε Έλληνες, με 81.100 ευρώ ετησίως. Ο Δανός εργαζόμενος κοστίζει όσο τέσσερις Έλληνες (67.600 ευρώ ετησίως). Οι μισθοί στην Ιρλανδία είναι 3,5 φορές υψηλότεροι από ό,τι στην Ελλάδα, στα 58.700 ευρώ ετησίως. Η μισθολογική απόκλιση( μισθολογικό χάσμα) Ελλάδας – ΕΕ διευρύνεται.

Αν στα παραπάνω προσθέσουμε την αύξηση του δημοσίου χρέους σε απόλυτα νούμερα(σήμερα κινείται σε ύψος 407 δισ. ευρώ ενώ το 2021 ήταν 386,8 δισ.), την αύξηση και όχι μείωση των φόρων (οι πολίτες το 2024 πλήρωσαν 15 δισ. περισσότερους φόρους από το 2019) και την μονομέρεια στις επενδύσεις(Real Estate, funds και τουρισμός) αντιλαμβάνεται ότι η χώρα κινείται σε εντελώς λάθος κατεύθυνση.

Η κυβέρνηση στα πλαίσια συζήτησης του προϋπολογισμού επιλέγει να παρουσιάσει μια πλασματική εικόνα. Η στρατηγική αυτή θα καταρρεύσει, υπό το βάρος της αμείλικτης πραγματικότητας. «Ο μήνας για το μέσο πολίτη δεν βγαίνει».

Αναζητείται αντιπολίτευση που πέρα από τις διαπιστώσεις θα προτείνει μια συνολική εναλλακτική προγραμματική πρόταση για οικονομία, κοινωνία και εξωτερική πολιτική. Άλλωστε μια αδύναμη οικονομικά και κοινωνικά χώρα δεν είναι σε θέση αν υπερασπιστεί επαρκώς και τα εθνικά της δίκαια. Οι προοδευτικές δυνάμεις του τόπου δεν πρέπει να χάσουν την ευκαιρία του προϋπολογισμού και οφείλουν να αναζητήσουν προγραμματικές συγκλίσεις.

Ή θα συνεννοηθούν σε προγραμματική βάση ή θα μένουν στις διαπιστώσεις και στον άγονο μεταξύ τους ανταγωνισμό παρακολουθώντας τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές να κυριαρχούν.

Αν δεν … «μπορούν» τα υφιστάμενα προοδευτικά κόμματα τον λόγο πρέπει να έχει η κοινωνία και οι πολίτες.