του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Όταν έβλεπα κάποιους επώνυμους Έλληνες και ξένους οικονομολόγους να γελάνε ειρωνικά ακούγοντας σχόλια για τον κίνδυνο του παγκόσμιου διογκωμένου χρέους, αισθανόμουνα πολύ άσχημα. Και αναρωτιόμουνα, τι είναι αυτό που δεν καταλαβαίνω ή μου διαφεύγει και δεν μπορώ και εγώ να χαμογελάσω ειρωνικά.
Σήμερα όμως, μετά την εκλογή Τράμπ στην προεδρία, τα χαμόγελα δεν είναι διόλου ειρωνικά. Σοβαροί και υπεύθυνοι οικονομολόγοι, όπως για παράδειγμα, ο Martin Wolf, βασικός αρθρογράφος των «Φαϊνανσιαλ Τάϊμς» διαπιστώνουν ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία κινδυνεύει από χρηματοπιστωτική ασφυξία. Πάσχει από τη νόσο του “καπιταλισμού της προσόδου», φαινόμενο που κάποιοι οικονομολόγοι, αλλά και ο υπογράφων, είχαν αρχίσει να επισημαίνουν από την αρχή του 21ου αιώνα. Τότε που οι παγκόσμιες ροές κεφαλαίων είχαν φθάσει το ένα τρις δολλάρια την ημέρα και αντιπροσώπευαν σε τζίρο τέσσερεις φορές το παγκόσμιο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών.
Για τις κυβερνήσεις ήταν τότε η χρυσή εποχή του «λεφτά υπάρχουν» και οι τράπεζες έβγαζαν χρήμα δίνοντας δάνεια…. αέρα κοπανιστό!
Ήταν τότε η εποχή της κατανάλωσης και αγοράς στέγης με δανεικά, την οποία ο Martin Wolf στο θαυμάσιο βιβλίο του «Η κρίση του δημοκρατικού καπιταλισμού», αποκαλεί «οικονομία της προσόδου». Αυτή η οικονομία, επισημαίνει, όπως παλαιότερα και ο Peter Drucker, έχει πολλές πτυχές: τη «χρηματιστικοποίηση», την εταιρική (κακο)διαχείριση, τις αγορές όπου «ο νικητής τα παίρνει όλα», τις προσόδους από την συγκέντρωση του πληθυσμού στις μεγαλουπόλεις, την αποδυνάμωση του ανταγωνισμού, τη φοροαποφυγή και τη φοροδιαφυγή, την προσοδοθηρία και τη διάβρωση της δεοντολογίας. Όλα αυτά είναι κατά κύριο λόγο αποτέλεσμα των προβλημάτων της φιλελευθεροποίησης – και πάνω απ’ όλα, της αποτυχίας να λάβουμε υπόψη το θεσμικό πλαίσιο των αγορών. Οι περισσότεροι εικάζαμε ότι η ελεύθερη επιδίωξη του προσωπικού μας συμφέροντος θα ήταν αρκετή από μόνη της: δεν είναι.
Η χρηματιστικοποίηση – όρος απεχθής αλλά, όπως φαίνεται, αναπόφευκτος, που περιγράφει τον αυξανόμενο αντίκτυπο των χρηματοοικονομικών – αποτελεί χαρακτηριστικό της οικονομίας μας εδώ και τέσσερις δεκαετίες, ιδίως στις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Πίσω της κρύβεται η θεώρηση της οικονομίας ως ενός απλού συνόλου, ανταλλάξιμων συμβολαίων. Η ταχεία απελευθέρωση των χρηματοοικονομικών, που ενισχύθηκε από την ανάπτυξη της τεχνολογίας των πληροφοριών και της επικοινωνίας, επιτάχυνε τη μεταμόρφωση της οικονομίας. Η χρηματιστικοποίηση επέφερε μια τεράστια διεύρυνση της κλίμακας των δραστηριοτήτων στον χρηματοπιστωτικό τομέα, μια αντίστοιχη άνοδο της πολυπλοκότητας των χρηματοπιστωτικών προϊόντων, μια παράλληλη διεύρυνση των κερδών από τις δραστηριότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα και την άσκηση ελέγχου από τα χρηματοοικονομικά στη δραστηριότητα των εταιρειών. Τα πλεονεκτήματα που όλα αυτά απέφεραν στην οικονομική απόδοση ήταν μάλλον αμφίβολα. Όπως διαπιστώνουμε, η θεαματική αύξηση των χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων μοιάζει μέχρι στιγμής να αποτελεί περισσότερο όχημα για την απόσπαση προσόδων παρά για βελτίωση της παραγωγικότητας. Προκάλεσε επίσης άμεσα τη χρηματοοικονομική κρίση του 2007-2012 και ίσως να έπεται συνέχεια
Τα χρόνια αμέσως πριν από την κρίση του 2008 είχε σημειωθεί μια τεράστια αύξηση του παγκόσμιου ιδιωτικού χρέους, και ειδικά του χρέους του χρηματοπιστωτικού τομέα – ένδειξη της εκτίναξης των ισοζυγίων και της μόχλευσης στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Η τάση αυτή δεν έχει αντιστραφεί έκτοτε – κάθε άλλο μάλιστα, αν και πλέον αφορά διαφορετικούς φορείς: το χρέος του χρηματοπιστωτικού τομέα σε σχέση με το παγκόσμιο ΑΕΠ μειώθηκε ελαφρά μέχρι την πανδημία Covid. Το χρέος των μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών αυξήθηκε σημαντικά, και ειδικά στη διάρκεια της πανδημίας. Το χρέος των νοικοκυριών παρέμεινε σταθερό μετά τη χρηματοοικονομική κρίση, αλλά εκτινάχτηκε απότομα κατά την πανδημία. Το χρέος είναι τόσο το παράγωγο όσο και το καύσιμο του χρηματοπιστωτικού τομέα. Η εκτίναξη αυτή του συνολικού χρέους συνοδεύτηκε από ανάλογη αύξηση στις διασυνοριακές χρηματοοικονομικές συναλλαγές. Το 1995, ο συνολικός όγκος των παγκόσμιων διασυνοριακών ξένων άμεσων επενδύσεων, των επενδύσεων χαρτοφυλακίου, των χρεογράφων και άλλων μορφών δανεισμού ανερχόταν στα 15 τρισεκατομμύρια δολάρια (51% του παγκόσμιου ΑΕΠ). Το 2007, ο όγκος αυτός είχε φτάσει τα 103 τρισεκατομμύρια δολάρια (185% του παγκόσμιου ΑΕΠ). Κατόπιν, ο όγκος πάγωσε, τουλάχιστον μέχρι το 2016, στο 183% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Οι ονομαστικές αξίες εκτινάχτηκαν από 72 δισεκατομμύρια δολάρια τον Ιούνιο του 1998 σε 652 δισεκατομμύρια μια δεκαετία αργότερα, ενώ η ακαθάριστη αγοραία αξία ανήλθε από 2,6 σε 35 δισεκατομμύρια δολάρια στα τέλη του 2008. Στη συνέχεια, η παγκόσμια κρίση έπληξε το χρηματοοικονομικό σύστημα και την παγκόσμια οικονομία. Και τότε η αγορά των παραγώγων πάγωσε, όπως πρωτύτερα η διεύρυνση του χρέους. Αλλά η αγορά παραμένει τεράστια: η ακαθάριστη αγοραία αξία στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2024 έφτανε τα 13,6 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Επίσης σημαντικό ήταν το υψηλό μερίδιο του χρηματοπιστωτικού τομέα σε εταιρικά κέρδη. Μπορεί κανείς να αναρωτηθεί τι ποσοστό αυτών αντιστοιχεί σε προστιθέμενη αξία στην οικονομία ή σε μεταφορά πλούτου – δηλαδή απόσπαση προσόδου. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του τραπεζικού τομέα είναι ότι τα χρέη αυτών των ιδρυμάτων γίνονται αποδεκτά ως μέσο πληρωμής: είναι χρήμα. Αυτό σημαίνει ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας δημιουργεί το ίδιο του το «καύσιμο». Όταν παραχωρεί δάνεια, δημιουργεί ταυτόχρονα το χρήμα, με το οποίο πληρώνει τις αμοιβές και ακόμα και τα επιτόκιά του. Επομένως, σε εποχές ανάπτυξης τα κέρδη του χρηματοπιστωτικού κλάδου ενδέχεται να είναι τουλάχιστον εν μέρει πλασματικό προϊόν των συνολικών δανείων του.
Στις μέρες μας, όλες αυτές οι αλλαγές, μεταμορφώνουν την πραγματική οικονομία, η οποία στις πλούσιες χώρες γίνεται όλο και λιγότερο παραγωγική, παράλληλα όμως τροφοδοτούν το παγκόσμιο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος που πλησιάζει πλέον τα 360 τρισεκατομμύρια δολλάρια. Και άρα είναι σχεδόν τρεις φορές υψηλότερο από το παγκόσμιο ΑΕΠ.
Και το ερώτημα είναι αν ο Τραμπ και η Κίνα αυξήσουν το χρέος αυτό κατά 10 τρισ. δολλάρια την προσεχή τετραετία, τι θα γίνει στο παγκόσμιο νομισματικό πεδίο; Ποιο μέλλον μπορεί να έχει ο «καπιταλισμός της προσόδου» υπό συνθήκες υψηλού πληθωρισμού και χαμηλής παραγωγικότητας; Μέχρι πότε ένα μικρό μέρος του πληθυσμού θα αποκτά προσόδους από την οικονομία και θα μεγαλώνει τον πολιτικό έλεγχό τους στις φιλελεύθερες δημοκρατίες;