Κάτω από το άγρυπνο μάτι της Εφορίας βρίσκονται πλέον όλοι οι τραπεζικοί λογαριασμοί. Μια ειδική εφαρμογή της ΑΑΔΕ "σκανάρει" συνεχώς όλες τις κινήσεις - καταθέσεις, αναλήψεις, μεταβιβάσεις χρημάτων,δαπάνες με κάρτες κλπ. Κι αν τσεκάρει κάτι ασυνήθιστο ή ύποπτο, χτυπάει συναγερμό. Τα περαιτέρω αναλαμβάνουν οι εφοριακοί και το ΣΔΟΕ, που θα προχωρήσουν σε έρευνες και θα καλέσουν τον δικαιούχο του λαγαριασμού να αποδείξει ότι είναι... αθώος.
Ο καταθέτης μπορεί να μπλέξει με την εφορία εάν δεν προσέξει ορισμένες λεπτομέρειες, καθώς με την εφαρμογή του νέου νόμου για το ξέπλυμα χρήματος ισχύουν πολύ αυστηρές διατάξεις.
Η κίνηση των τραπεζικών λογαριασμών είναι πλέον μια πηγή άντλησης πληροφοριών από την εφορία, για την ανίχνευση περιπτώσεων φοροδιαφυγής.
Στην περίπτωση που διαπιστωθούν μεγάλες καταθέσεις ή αναλήψεις, χτυπάει συναγερμός, τόσο για φορολογικούς λόγους όσο και για λόγους πιθανότητας να ξεπλένεται χρήμα.
Στόχος είναι ο εντοπισμός περιπτώσεων παράνομου πλουτισμού, καθώς και η αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων η οποία δεν δικαιολογείται από τα δηλωθέντα εισοδήματα. Εφόσον οι καταθέσεις είναι προέρχονται από τη δραστηριότητα που ασκεί και είναι δηλωμένες στην εφορία και άρα δικαιολογημένες δεν υπάρχει πρόβλημα.
Αυτό δεν ισχύει πάντα και μπορεί να μπλέξει κανείς, με αναλήψεις και καταθέσεις στον ή στους λογαριασμούς του. Παράδειγμα, ο Χ έκανε ανάληψη από τους λογαριασμούς του το 2013, το ποσό των 70.000 ευρώ και τοποθέτησε τα χρήματα σε θυρίδα ή τα είχε στο σπίτι του.
Σήμερα, βγάζει τα χρήματα από τη θυρίδα και πηγαίνει στην τράπεζα και τα καταθέτει ξανά. Το ύψος της κατάθεσης δεν δικαιολογείται από τα εισοδήματά του και χτυπάει συναγερμός στο σύστημα της ΑΑΔΕ.
Ο φορολογούμενος καλείται στην οικεία ΔΟΥ για εξηγήσεις και αφού διευκρινίζει περί τίνος πρόκειται, (ανάληψη και επανακατάθεση έστω και μετά από 5 χρόνια) και εφόσον διαπιστώνεται ότι πράγματι υπήρξε ισόποση ανάληψη το 2013, η υπόθεση κλείνει. Σημειώνεται εδώ ότι δεν υπάρχει χρονικός περιορισμός για την επανακατάθεση.
Όταν όμως, ο ίδιος καταθέτης, εμφανιστεί στην τράπεζα και καταθέσει ποσό 30.000 ευρώ (το οποίο επίσης δεν δικαιολογείται από τα δηλωθέντα εισοδήματά του), επίσης θα τους ζητηθούν εξηγήσεις.
Οι ελεγκτές θα τον ρωτήσουν πού βρήκε τα χρήματα, αυτός θα απαντήσει ότι προέρχονται από την ανάληψη των 70.000 ευρώ, που είχε κάνει το 2013.
Όμως, επειδή η κατάθεση δεν είναι ισόποση της ανάληψης, με βάση το εγχειρίδιο ελέγχων της ΑΑΔΕ, θεωρείται νέα κατάθεση, οπότε θα ζητήσουν περισσότερα στοιχεία.
Για να πειστούν ότι το ποσό προέρχεται από την αρχική ανάληψη, ο καταθέτης θα πρέπει να προσκομίσει στοιχεία για το πού δαπάνησε το ποσό που λείπει και στην προκειμένη περίπτωση τις 40.000 ευρώ.
Αν οι εφοριακοί ελεγκτές δεν πειστούν, κινδυνεύει να χαρακτηριστεί φοροφυγάς και να του καταλογιστεί φόρος επί της διαφοράς εισοδήματος, με βάση την κλίμακα φορολογίας των ελευθέρων επαγγελματιών ήτοι 22% από το πρώτο ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, ο ελεγχόμενος πρέπει να αποδείξει την πραγματική πηγή ή αιτία της κατάθεσης και ότι έχει φορολογηθεί ή νομίμως απαλλαγεί της φορολογίας. Αν τα αποδεικτικά στοιχεία που θα προσκομίσει δεν κριθούν ικανοποιητικά, οι καταθέσεις αυτές χαρακτηρίζονται ως προϊόν φοροδιαφυγής και υπόκεινται σε φόρο, ο οποίος μαζί με τις προσαυξήσεις μπορεί να φτάσει μέχρι το 90% του ποσού που δεν δικαιολογείται
Αν το ποσόν του κύριου φόρου που θα επιβληθεί από τον έλεγχο είναι πάνω από 150.000 ευρώ ανά ελεγχόμενη χρήση, κινείται αυτεπάγγελτα και η ποινική διαδικασία.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία και τις εγκυκλίους που έχει εκδώσει η ΑΑΔΕ, οι φορολογούμενοι δεν έχουν πρόβλημα εάν τα ποσά των καταθέσεων δικαιολογούνται από τα τρέχοντα ή από εισοδήματα των προηγουμένων οικονομικών ετών ή από μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων, τα οποία αποδεικνύονται.
Πρόκειται για έναν παραλογισμό του εγχειριδίου των φορολογικών ελέγχων, για τον οποίο οι φοροτεχνικοί ζητούν την κατάργησή του, καθώς, δεν δέχεται την ανάλωση των καταθέσεων για την κάλυψη των τρεχουσών αναγκών, εκτός και αν ήταν άνεργος ή είχε αναστείλει τη δραστηριότητά του και γενικότερα από τις φορολογικές του δηλώσεις προκύπτει ότι πράγματι κατά την περίοδο εκείνη είχε μειωμένα εισοδήματα.
Τα πράγματα δυσκολεύουν περισσότερο, όταν το διάστημα που μεσολαβεί από την ανάληψη και την επανακατάθεση είναι μικρό και το ποσό της κατάθεσης είναι μικρότερο από εκείνο της ανάληψης.
Αντίθετα δεν υπάρχει πρόβλημα για τις μεταφορές χρημάτων μεταξύ τραπεζικών λογαριασμών του ίδιου προσώπου.