«Η δική μας επιλογή είναι ένας δύσκολος δρόμος μεταξύ της δημοσιονομικής ισορροπίας -η οποία πρέπει να διατηρηθεί ως κόριν οφθαλμού - και της δημοσιονομικής επέκτασης για την κοινωνική στήριξη από την άλλη πλευρά» τόνισε ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Χουλιαράκης, κατά την τοποθέτησή του στην Επιτροπή για την επεξεργασία του κρατικού προϋπολογισμού 2019.
«Θα προχωρήσουμε και τα επόμενα χρόνια για να μην διασπαθιστεί το κεφάλαιο αξιοπιστίας που έχει τώρα οικοδομηθεί και με γνώση πως η σταθερότητα είναι αναγκαία για να μπορέσει η χώρα να διατηρήσει υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης να αυξηθούν τα διαθέσιμα να μειωθεί η ανεργία, να ενισχυθεί το κοινωνικό κράτος μεσοπρόθεσμα» διεμήνυσε ο κ. Χουλιαράκης, ο οποίος αντιγύρισε τα βέλη της ΝΔ περί παροχολογίας, κατηγορώντας το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι εκείνο επιδίδεται στην παροχολογία.
«Αν είναι παροχολογία τα δικά μας μέτρα, τότε πρώτον γιατί ψηφίζει τις ρυθμίσεις και δεύτερον τί είναι αυτά που ανακοίνωσε πριν από δύο μήνες ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην ΔΕΘ;» διερωτήθηκε ο κ. Χουλιαράκης επισημαίνοντας πως αν αθροιστούν οι εξαγγελίες αυτές και ακόμη κι αν «απλωθούν» σε ορίζοντα διετίας, ξεπερνούν τα 6 δισ.
«Αν κάποιος καταθέτει μια πρόταση χωρίς να πει πώς θα καλυφθούν αυτές οι μειώσεις ή δεν είναι ειλικρινής και κοροϊδεύει το εκλογικό σώμα ή έχει κρυφή ατζέντα δραματικής μείωσης των δαπανών του κοινωνικού κράτους και των μισθών και των συντάξεων του Δημοσίου» είπε ο αν. υπουργός Οικονομικών και κάλεσε τον κόσμο «όταν του υπόσχονται τέτοια μέτρα, όποιος και να τα υπόσχεται, να ρωτάει από που θα χρηματοδοτηθούν».
Αναφερόμενος στην τελευταία τριετία, ο κ. Χουλιαράκης, ανέφερε ότι κρίνεται επιτυχής διότι, εκμηδενίστηκαν ακραίοι κίνδυνοι που ταλάνισαν την ελληνική οικονομία από το 2015 έως το 2018 (Grexit), μειώθηκε σημαντικά η αβεβαιότητα, ήρθε ένα χρόνο νωρίτερα η έξοδος από το καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, σταθεροποιήθηκαν οι οικονομικές προσδοκίες και αποκλιμακώθηκαν σημαντικά τα επιτόκια του ελληνικού δημοσίου.
Όπως προσέθεσε, είναι ακριβώς αυτή η επιτυχία, η οποία μαζί με την προϊούσα οικονομική ανάκαμψη (κατ' εκτίμηση ο ρυθμός ανάκαμψης θα είναι τελικώς 2,5% το 2019) μας επιτρέπει την κατάθεση ενός προϋπολογισμού που για πρώτη φορά ενσωματώνει μια λελογισμένη δημοσιονομική επέκταση...
Ο κ. Χουλιαράκης, τόνισε ότι ο προϋπολογισμός αυτός αλλάζει σταδιακά το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής μειώνοντας ασφαλιστικές εισφορές και φόρους (και των επιχειρήσεων και των μερισμάτων) ως ένα πρώτο βήμα μιας μεσοπρόθεσμης στρατηγικής φορολογικών ελαφρύνσεων με χρονικό ορίζοντα το 2022. «Το 50% της δημοσιονομικής επέκτασης το καταλαμβάνει η ανάγκη μείωσης των φορολογικών βαρών και ο ΕΝΦΙΑ» είπε χαρακτηριστικά.
Ακόμη είπε ότι ο προϋπολογισμός αυτός, ενισχύει τον δείκτη κοινωνικής προστασίας, δαπανά επιπλέον 400 εκατ. ευρώ για την εισαγωγή ενός νέου μέτρου προστασίας, του επιδόματος ενοικίου και προστασίας ευάλωτων νοικοκυριών (τα οποία έχουν δάνεια και δεν μπορούν να αποπληρώσουν) και δαπανά ένα μικρό ποσό (που όμως πρόκειται να αυξηθεί τα επόμενα χρόνια) για την επιδότηση των θέσεων εργασίας νέων κάτω των 24 ετών.
«Αυτό δεν γίνεται σε βάρος του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, όπως ισχυρίζεται η αντιπολίτευση, καθώς οι προϋπολογισμένες δαπάνες του ΠΔΕ το 2019, διατηρούνται στο επίπεδα του 2019», ανέφερε ο κ. Χουλιαράκης. Επίσης, απαντώντας στην αξιωματική αντιπολίτευση η οποία ισχυρίζεται ότι τα υψηλά επιτόκια δανεισμού διατηρούν αποκλεισμένη την χώρα από τις διεθνείς αγορές ο αν. υπουργός Οικονομικών, παραδέχθηκε μεν ότι τα σημερινά επιτόκια είναι υψηλότερα «από αυτά που θα θέλαμε να είναι η ελληνική οικονομία, υπενθύμισε ωστόσο ότι μετά την ολοκλήρωση της τέταρτης αξιολόγησης το δεκαετές επιτόκιο αναφοράς του ελληνικού χρέους ήταν στο 3,8%, (έκτοτε ανέβηκε και τώρα κινείται στην περιοχή του 4% με 4,5%) όταν τα χρόνια της ευημερίας 2000 - 2008 ήταν κατά μέσο όρο 4,36%. «Κι αν θέλουμε να συγκρίνουμε τα σπρεντς, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης σήμερα συμμετέχουν στο πρόγραμμα της ΕΚΤ, ενώ τότε δεν συμμετείχαν» προσέθεσε ο κ. Χουλιαράκης για να πει πως η σύγκριση με όρους σπρεντς δεν είναι δόκιμη.