Το τρίτο πρόγραμμα στήριξης τελείωσε, αλλά η χώρα συνεχίζει να υστερεί στους περισσότερους δείκτες ανταγωνιστικότητας. Οι προκλήσεις τις οποίες θα πρέπει να διαχειριστούμε είναι σημαντικές.
Βρισκόμαστε ήδη στο μικροσκόπιο των αγορών, οι οποίες εξακολουθούν να μας αντιμετωπίζουν με δυσπιστία. Τα μηνύματα που θα εκπέμψει η χώρα, σε σχέση με τις προτεραιότητες και τον τρόπο άσκησης της οικονομικής της πολιτικής, θα επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό την αξιοπιστία της και κατ’ επέκταση τη δυνατότητα να αντλήσει δανεισμό από τις αγορές, με βιώσιμο κόστος.
Είναι τεράστιο λάθος το πολιτικό σύστημα της χώρας να επιδίδεται αυτή την κρίσιμη περίοδο σε μία νέα πλειοδοσία παροχών, οξύτητας και σκανδαλολογίας. Θα είναι ολέθριο έγκλημα να γκρεμίσουμε μόνοι μας ότι κτίσαμε με θυσίες και κόπους τα τελευταία οκτώ και πλέον χρόνια. Η χώρα χρειάζεται εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων, συναίνεση και συνεργασία.
Η κρισιμότερη πρόκληση που πρέπει να διαχειριστούμε, είναι αυτή της επιτάχυνσης της ανάπτυξης. Για να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των αγορών, αλλά και για να βελτιωθεί αισθητά η κατάσταση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, η Ελλάδα θα πρέπει να επιτυγχάνει ρυθμούς ανάπτυξης άνω του 3% ετησίως, για τα επόμενα χρόνια. Τα στοιχεία για το 2017, όσο και οι εκτιμήσεις για το 2018 και το 2019 δείχνουν ότι απέχουμε αρκετά από αυτό τον στόχο.
Για να φθάσει στα επιθυμητά επίπεδα ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, θα απαιτηθούν, εντός της επόμενης πενταετίας, νέες επενδύσεις ύψους άνω των 200 δισ. ευρώ, όπως αναφέρουν διεθνείς οίκοι μελετών.
Στην προσπάθεια αυτή, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά μια σειρά από εμπόδια όπως η δέσμευση για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, οι αρνητικές συνθήκες χρηματοδότησης των επενδυτικών αναγκών της ελληνικής οικονομίας και βέβαια, η μείωση της παραγωγικότητας εργασίας που προκαλείται από παράγοντες όπως η διαρροή ανθρώπινου κεφαλαίου προς το εξωτερικό, η συμπίεση των μισθών και γενικότερα οι αρνητικές δημογραφικές προοπτικές που εμφανίζει σήμερα η χώρα.
Το σημαντικότερο, τέλος, εμπόδιο στην αναπτυξιακή προσπάθεια της Ελλάδας είναι ότι εξακολουθεί να υστερεί σε ανταγωνιστικότητα, καταλαμβάνοντας χαμηλές θέσεις σε όλες τις διεθνείς κατατάξεις.
Απαιτείται επομένως, ένα εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων για την βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης της χώρας. Βασική μεταρρύθμιση αυτού του σχεδίου, δεν μπορεί να είναι άλλη από τη φορολογική. Διότι παρά τα αλλεπάλληλες αλλαγές του φορολογικού συστήματος, τα ζητήματα της υπερφορολόγησης και της δυσανάλογης κατανομής του φορολογικού βάρους παραμένουν μείζονα και άμεσα συνδεόμενα με το φαινόμενο της φοροδιαφυγής. Χρειάζεται ένας δικαιότερος τρόπος φορολόγησης, ο φόρος να επιβάλλεται επί των πραγματικών εισοδημάτων και να είναι επιτρεπτή η αφαίρεση των σημαντικότερων δαπανών των φυσικών προσώπων, μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων.
Επίσης μείωση του φόρου μερισμάτων. Το αναπτυξιακό όφελος θα είναι πολύ μεγαλύτερο από ένα ελάχιστο δημοσιονομικό όφελος που προέκυψε από την αύξηση του συντελεστή φορολογίας μερισμάτων από 10% σε 15%.
Η μείωση συντελεστή φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων από 29% σε 20% και η περαιτέρω σταδιακή μείωσή του έως 15%, θα καταστήσει το ελληνικό φορολογικό περιβάλλον πιο ευνοϊκό για τις επιχειρήσεις.
Παράλληλα, ενδεχόμενη μείωση του υπάρχοντος κανονικού συντελεστή Φ.Π.Α. (24%) σε 20% και σταδιακή περαιτέρω μείωσή του έως 15%, θα συμβάλει στη μείωση της φοροδιαφυγής. Ταυτόχρονα όμως καθίσταται επιτακτική η ανάγκη διασφάλισης της άμεσης απόδοσης του Φ.Π.Α. στο Δημόσιο κατά την πραγματοποίηση της συναλλαγής απευθείας από τον τελικό καταναλωτή.
Μετά από οκτώ δύσκολα χρόνια, η Ελλάδα πρέπει και μπορεί να στηριχθεί ξανά στις δικές της δυνάμεις, αρκεί μαζί με τα μνημόνια να αφήσουμε πίσω και τη διχόνοια, την πόλωση και τις ανούσιες αντιπαραθέσεις και να κάνουμε, ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί, αυτό που απαιτούν οι περιστάσεις.