Το 2019 θα είναι μια δύσκολη χρονιά. Στη διεθνή οικονομία, επικρατούν συνθήκες ήπιας επιβράδυνσης που ανά πάσα στιγμή μπορεί να χειροτερεύσουν, καθώς οι αγορές κεφαλαίων έχουν εισέλθει σε αμυντική φάση και η αβεβαιότητα παραμένει υψηλή. Στην Ελλάδα, το πολιτικό και οικονομικό περιβάλλον βρίσκεται σε αβεβαιότητα. Ενώ τα οικονομικά θεμελιώδη μεγέθη εξελίσσονται ικανοποιητικά, η ανάπτυξη παραμένει εγκλωβισμένη σε χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης, με ορατό τον κίνδυνο υποτροπής. Αυτό σχετίζεται με αποκλίσεις στους δημοσιονομικούς στόχους που μπορεί να προκληθούν από πιθανές πρόσθετες προεκλογικές παροχές, επικείμενες δικαστικές αποφάσεις με δύσκολα υολολογίσιμο εκ των προτέρων δημοσιονομικό κόστος και από πιθανή απώλεια ανταγωνιστικότητας λόγω εφαρμογής μη οικονομικών κριτηρίων στο μηχανισμό προσδιορισμού μισθολογικών αναπροσαρμογών στην οικονομία.
Σημειώνεται, εν προκειμένω, ότι με τα μέτρα που ελήφθησαν για το 2019, σε συνδυασμό με την κατάργηση του μέτρου της περικοπής των συντάξεων, φαίνεται να έχουν εξαντληθεί όλα τα περιθώρια δημοσιονομικής υπεραπόδοσης πέραν δηλαδή της επίτευξης του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5 π.μ. του ΑΕΠ. Συνεπώς, δεν υπάρχει χώρος για παρεκκλίσεις στην εκτέλεση του προϋπολογισμού, εκτός και εάν τέτοιες παρεκκλίσεις χρηματοδοτηθούν από περαιτέρω περικοπές στον Προϋπολογισμό Δημοσίων Επενδύσεων ή από εντατικοποίηση στη συλλογή εσόδων από την ΑΑΔΕ, ή τέλος, από επιβολή πρόσθετης φορολογίας στην ήδη υπερφορολογημένη ιδιωτική οικονομία. Άλλος σημαντικός παράγοντας οικονομικής ανισορροπίας πιθανόν θα προέλθει από τυχόν υπερβολική αύξηση του κατώτατου μισθού, με κυβερνητική απόφαση, όπως προβλέπει πλέον ο νόμος, σε εκλογικό, μάλιστα, έτος.
Μια τέτοια απόφαση πέραν των αντοχών και της παραγωγικότητας της οικονομίας, μπορεί να πυροδοτήσει τη μεταφορά της αύξησης του κατώτατου μισθού στο σύνολο των μισθών, μέσω του απαρχαιωμένου και διεθνώς πρωτοφανούς συστήματος μονομερούς και υποχρεωτικής διαιτησίας, που ισχύει στη χώρα μας και των επεκτάσεων συλλογικών συμβάσεων σε κλάδους και επαγγέλματα και να οδηγήσει σε απώλεια ανταγωνιστικότητας και θέσεων εργασίας από την επίσημη προς τη μαύρη οικονομία και σε επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας.
Πρέπει να συνειδητοποιηθεί από όλους ότι η χώρα, για να επιστρέψει σε ανάπτυξη 4%, όσο δηλαδή ήταν την εποχή της εφήμερης ευημερίας (2000-2007), τώρα που δεν υπάρχουν δημοσιονομικά ελλείμματα και εύκολος δανεισμός, χρειάζεται να αυξήσει την παραγωγικότητά της μέσω ιδιωτικών επενδύσεων. Οι επενδύσεις αυτές θα απαιτήσουν και ξένες εισροές κεφαλαίων, αφού ούτε το τραπεζικό σύστημα μπορεί εύκολα να επεκτείνει τις πιστώσεις του προς την οικονομία, ούτε οι εγχώριες αποταμιεύσεις που χρηματοδοτούν σχεδόν εξ ολοκλήρου το σημερινό επίπεδο χαμηλών επενδύσεων, μπορούν να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες διπλασιασμού των επενδύσεων, ώστε η οικονομία να τρέξει με 4% ετησίως σε σύντομο χρονικό διάστημα. Επίσης πρέπει να αλλάξει το μείγμα πολιτικής και να μειωθεί η υπερφορολόγηση, για να αυξηθεί και η εγχώρια αποταμίευση ταχύτερα, είτε των νοικοκυριών είτε των επιχειρήσεων.
Συμπερασματικά, η οικονομία βρίσκεται σήμερα σε έναν κύκλο χαμηλής μεν ανάπτυξης, που μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε ένα φαύλο κύκλο, ακόμη μικρότερης ανάπτυξης, εάν υπάρξουν παρεκκλίσεις στη δημοσιονομική προσαρμογή και απώλεια ανταγωνιστικότητας λόγω υπερβολικών μισθολογικών αναπροσαρμογών. Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση της παραγωγικότητας μέσω επενδύσεων, σε καθεστώς σταθερότητας, παραμένει η μόνη ρεαλιστική επιλογή, προκειμένου να οδηγηθούμε σε ένα έτος που θα αυξήσει την ευημερία όλων μας.