Η αύξηση των ευελιξιών στην αγορά εργασίας συνιστά αναμφίβολα μία από πιο σημαντικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στη χώρα. Οι ευελιξίες αυτές, που επεκτείνονται σε ένα μεγάλο φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας, λαμβάνουν μία ποικιλία μορφών, αυξάνουν ολοένα και περισσότερο την παρουσία τους και κυριαρχούν, μονοπωλώντας ένα σημαντικό μέρος του συνόλου των εξελίξεων στις αγορές εργασίας.
Η αύξηση αυτή των ευελιξιών δεν επιφέρει μόνο ποιοτικού χαρακτήρα διαφοροποιήσεις στις αγορές εργασίας, αλλάζοντας σημαντικά τους όρους και τις συνθήκες συμμετοχής των εργαζομένων στην παραγωγική διαδικασία, αλλά πολλές φορές και ποσοτικού χαρακτήρα διαφοροποιήσεις. Δεν επιφέρει δηλαδή μια επιδείνωση των αμοιβών των εργαζομένων και των συνθηκών συμμετοχής τους στην παραγωγική διαδικασία αλλά και σε πολλές περιπτώσεις, μία μείωση της συμμετοχής του παράγοντα εργασία στην παραγωγική διαδικασία.
Οι επιδράσεις ωστόσο των ευελιξιών δεν περιορίζονται αποκλειστικά στο πεδίο των αγορών εργασίας και της δομής της απασχόλησης, αλλά και στην παραγωγικότητα μέσα στους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας. Μια σειρά από σημαντικές ενδείξεις κατατείνουν στη διαπίστωση ύπαρξης μιας αρνητικής συσχέτισης ανάμεσα στην αύξηση των ευελιξιών και στην παραγωγικότητα.
Κατά συνέπεια μπορεί με ασφάλεια να υποστηριχθεί ότι η προσπάθεια αύξησης της παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να επέλθει μέσα από την επέκταση, την ενίσχυση και την ισχυρή παρουσία των ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Παράγοντες όπως οι χαμηλές αποδοχές, που συνδέονται με την μερική και την προσωρινή απασχόληση, η περιορισμένη παραμονή στην επιχείρηση, η διαρκής εναλλαγή εργαζομένων, η απουσία συστηματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης του ανθρώπινου δυναμικού, η ανασφάλεια των εργαζομένων, λειτουργούν ως αρνητικοί παράγοντες στη βελτίωση της παραγωγικότητας.
Η επέκταση της ευελιξίας, που επιχειρείται με στόχο τη μείωση και διατήρηση του εργατικού κόστους σε χαμηλά επίπεδα, φαίνεται να εγκλωβίζει πολλούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας σε ένα φαύλο κύκλο, χαμηλής τεχνολογικής εξειδίκευσης και χαμηλής έντασης δεξιοτήτων, καταστάσεις που επιδεινώνονται περαιτέρω μέσα από τη μείωση και την απουσία επενδύσεων. Τα όποια αμφισβητούμενα οφέλη από τη μείωση του εργατικού κόστους δεν μπορεί παρά να είναι προσωρινά. Η μείωση του εργατικού κόστους δεν μπορεί να υποκαταστήσει τις επενδύσεις στον τεχνολογικό εξοπλισμό των κλάδων ούτε τις οργανωτικές αναδιαρθρώσεις της παραγωγικής διαδικασίας.
Η παρουσία και επέκταση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης στη χώρα μας, σε αρκετές περιπτώσεις είναι συνυφασμένη με διαδικασίες υποκατάστασης πλήρους από μερική απασχόληση γεγονός που αυξάνει σημαντικά τον κίνδυνο εγκλωβισμού ενός σημαντικού μέρους του ανθρώπινου δυναμικού στη παγίδα της φτώχειας.
Οι συνθήκες φτωχοποίησης ενός σημαντικού τμήματος του ανθρώπινου δυναμικού, αντιστρατεύονται τις προσπάθειες βελτίωσης της παραγωγικότητας, που συνιστά και το βασικό ζητούμενο της ελληνικής οικονομία.