Τη στιγμή που σκέφτηκε να δείρει τον Αλέξη Τσίπρα μέσα στην Βουλή, όταν εκείνος ήταν πρωθυπουργός, περιγράφει στο νέο του βιβλίο ο βουλευτής του ΚΙΝΑΛ, Ανδρέας Λοβέρδος. Όπως γράφει, είχε ένα «βάναυσο συναίσθημα» για όσους «διέσπειραν συκοφαντίες» για το πρόσωπό του σε σχέση με την υπόθεση Novartis.
«Γεννήθηκε μέσα μου η ιδέα να τον δείρω. Κυριολεκτώ. Την οργάνωσα, μάλιστα, λίγο στο μυαλό μου. Θα επεδίωκα, σκεφτόμουν, να διασταυρωθώ μαζί του, όταν θα ερχόταν στην αίθουσα της Βουλής για να μιλήσει και τότε θα του έσπαγα τη μύτη, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Σοβαρολογούσα», γράφει χαρακτηριστικά ο Ανδρέας Λοβέρδος στο βιβλίο του με τίτλο «Απόπειρα δολοφονίας».
Στη συνέχεια αναφέρει: «Παρακάλεσα τον Άγγελο Καραχάλιο και τη Μαρία Μιλήνη να συσκεφτούμε για τη στάση μου στη Βουλή. Όταν έκανα ως εισήγηση τη σκέψη να δείρω τον πρωθυπουργό και κατάλαβαν πως δεν αστειεύομαι, έμειναν αγάλματα. Δεν συνήλθαν αμέσως. Είμαι τόσο ξένος και ριζικά αντίθετος με όλα αυτά, που έψαχναν να βρουν κάτι να πουν. Μετά άρχισαν να διαμαρτύρονται, ίσως και να φωνάζουν.
Τους κοιτούσα απολύτως αδιάφορος. Έως που άρχισαν να αρθρώνουν επιχειρήματα εναντίον όσων σκεφτόμουν να κάνω. Εν πάση περιπτώσει πείστηκα αμέσως. Μετά το συζήτησα για λίγο και με τον εαυτό μου. Δεν θα μπορούσα στην πραγματικότητα ποτέ να κάνω κάτι τέτοιο. Ωστόσο, το είχα σκεφτεί».
Το απόσπασμα από το βιβλίο «Απόπειρα δολοφονίας»:
Έβλεπα στις τηλεοράσεις διαφόρους να λένε συκοφαντικές κουταμάρες, άκουγα να αρθρώνονται επιχειρήματα της συμφοράς με περισπούδαστο ύφος -χαρακτηριστικά στη Βουλή, ένας από αυτούς ούρλιαζε «επαϊόντως»-, διαπίστωνα πως οι πανάθλιες και πανάσχετες συκοφαντίες των ψευδομαρτύρων λανσάρονταν ως επιχειρήματα, ένιωθα πως επιχειρούσαν να σπιλώσουν το έργο μου στα υπουργεία Εργασίας και Υγείας όπου έδωσα τα πάντα, κάνοντας μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζονται ακόμη και θα εφαρμόζονται για χρόνια, καταλάβαινα πως επιχειρούν να με δολοφονήσουν κι άρχισα να ζητώ εκδίκηση. Δεν είχα, ωστόσο, εστιάσει στο πρόσωπο ή στα πρόσωπα. Το βάναυσο αυτό συναίσθημα διαχέονταν προς όλες και όλους, όσοι διέσπειραν συκοφαντίες. Τους εκπροσωπούσε ο αρχηγός τους, ο τότε πρωθυπουργός. Ετσι γεννήθηκε μέσα μου η ιδέα να τον δείρω. Κυριολεκτώ. Την οργάνωσα, μάλιστα, λίγο στο μυαλό μου. Θα επεδίωκα, σκεφτόμουν, να διασταυρωθώ μαζί του, όταν θα ερχόταν στην αίθουσα της Βουλής για να μιλήσει και τότε θα του έσπαγα τη μύτη, αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Σοβαρολογούσα.
Παρακάλεσα τον Αγγελο Καραχάλιο και τη Μαρία Μιλήνη να συσκεφτούμε για τη στάση μου στη Βουλή. Οταν έκανα ως εισήγηση τη σκέψη να δείρω τον πρωθυπουργό και κατάλαβαν πως δεν αστειεύομαι, έμειναν αγάλματα. Δεν συνήλθαν αμέσως. Είμαι τόσο ξένος και ριζικά αντίθετος με όλα αυτά, που έψαχναν να βρουν κάτι να πουν. Μετά άρχισαν να διαμαρτύρονται, ίσως και να φωνάζουν.
Τους κοιτούσα απολύτως αδιάφορος. Εως που άρχισαν να αρθρώνουν επιχειρήματα εναντίον όσων σκεφτόμουν να κάνω. Εν πάση περιπτώσει πείστηκα αμέσως. Μετά το συζήτησα για λίγο και με τον εαυτό μου. Δεν θα μπορούσα στην πραγματικότητα ποτέ να κάνω κάτι τέτοιο. Ωστόσο, το είχα σκεφτεί.
Εναν χρόνο αργότερα, μετέφερα τη σκέψη μου αυτή στον μικρότερο γιο μου τον Δημήτρη. Η απάντησή του ήταν καθηλωτική: «Μπαμπά, μην το κάνεις. Εγώ ξέρεις πως είμαι Μέσι, φουλ Μέσι. Αν, όμως, ο Μέσι χτυπήσει τον Ρονάλντο, θα πάρω τη θέση του Ρονάλντο. Δεν έχω άλλον τρόπο να στο πω, αλλά πρέπει να με καταλάβεις, μην το κάνεις». Παιδί 14 ετών, έμεινε και συζητήσαμε το θέμα Novartis πάνω από 1,5 ώρα. Λέω έμεινε, γιατί ήταν και ο άλλος γιος μου μπροστά όταν ξεκινήσαμε τη συζήτηση, ο Ρωμανός, ο οποίος με στήριξε με τον δικό του συνήθη τρόπο. Δηλαδή με συνοπτικές διαδικασίες και λίγα αλλά σταθερά λόγια. Το χάρηκα πραγματικά. Ενιωσα υπέροχα, περιττό να πω πως τα περί εκδίκησης είχαν λάβει οριστικό τέλος.