Η ΕΚΤ τελείωσε τα stress tests των τραπεζών και τα νέα εκτιμάται πως δεν είναι καλά, όπως μάλλον διαφαίνεται από την σχετική σιωπή. Αυτός ίσως είναι και ο βασικός λόγος των εσπευσμένων αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών με την στρεβλότητα που αυτές υλοποιούνται.
Την ίδια στιγμή επιδιώκεται «Συμφωνία Κυρίων» κυβέρνησης και τραπεζών προκειμένου να μην βγουν σπίτια των ευάλωτων στο σφυρί. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, προκαλεί έντονο αναβρασμό στις τράπεζες η πρωτοβουλία του κυρίου Σταικούρα για την «επιβολή» ευνοϊκών ρυθμίσεων επιχειρώντας να ξεπεράσει το αδιέξοδο με τα «κόκκινα» επιχειρηματικά δάνεια που δεν μπορούν να ενταχθούν στο πρόγραμμα «Γέφυρα 2» για να επιδοτηθούν.
Παρατηρούνται τακτικές και προσεγγίσεις εκ διαμέτρου αντίθετες. Σωστές οι κινήσεις του Υπουργού Οικονομικών και οι προθέσεις γενικώς. Προθέσεις όμως, είχαν εκφρασθεί τόσο ως προς την ανάγκη χρηματοδότησης του συνόλου της οικονομίας, όσο και της ανάγκης εξορθολογισμού χρήσης του ΤΕΠΙΧΙΙ.
Το αποτέλεσμα των κυβερνητικών πιέσεων προς την κατεύθυνση αυτή είναι λίγο πολύ γνωστά. Αυτός είναι και ο λόγος που εκφράζω την αμφιβολία μου κατά πόσον υπάρχει δυνατότητα συναντίληψης και συνεννόησης με ένα τραπεζικό σύστημα που παρά την κριτική ακόμα και υπουργών της Κυβέρνησης, εμμέσως πλην σαφώς εμφανίζεται ως ανειλικρινές.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες λειτουργίας των τραπεζών, οι νομοθετικές παρεμβάσεις αποτελούν μονόδρομο. Άλλωστε, η διαμόρφωση επιχειρηματικής και αναπτυξιακής ισορροπίας – κατ΄επέκταση κοινωνικής ισορροπίας – αποτελεί πρωταρχική υποχρέωση κάθε κυβέρνησης. Ειδικά όταν εδώ και δώδεκα χρόνια η κατακρήμνιση του τραπεζικού συστήματος «στοιχειώνει» τις πολιτικές ανάταξης της οικονομίας.
Πολλά τα θέματα. Ακόμα περισσότερα τα ερωτηματικά ως προς την πολιτική λειτουργίας των τραπεζών. Δυστυχώς όμως, αυτά δεν φαίνεται να αναδεικνύονται, όσο επιβάλλουν οι καταστάσεις, στα μέσα ενημέρωσης. Δεν φαίνεται να «διακινδυνεύεται» καμία κριτική προς τις διοικήσεις των τραπεζών. Όσοι δε ασκούν κριτική τυχαίνει να χαρακτηρίζονται με πολιτικά κριτήρια με στόχο την απαξίωση της όποιας τεκμηριωμένης κριτικής.
Μπορεί ο υφυπουργός οικονομικών κος Ζαββός να θέττει προβληματισμούς προωθώντας το σχέδιο «Ηρακλής». Μπορεί ο κύριος Στουρνάρας να διαφωνεί σε κάποια σημεία με την πολιτική των τραπεζών. Μέχρι εκεί όμως. Πέραν αυτών και λίγων ακόμα αντιδράσεων «σιγή ασυρμάτου». Ειδικά στις περιπτώσεις που επιβάλλεται να ασκηθεί κριτική για να προστατευθεί το επενδυτικό κοινό τόσο ως προς τους χειρισμούς στρεβλότητας των ΑΜΚ της Πειραιώς και της Άλφα, όσο και ως προς την συνολική διαχείριση των «κόκκινων» δανείων.
Πολλές οι εξηγήσεις που δίνονται – ή που δεν δίνονται- για τους λόγους που το τραπεζικό σύστημα κατακρημνίσθηκε. Ακόμα περισσότερες για τους λόγους για τους οποίους δώδεκα σχεδόν χρόνια τώρα αδυνατεί να ορθοποδήσει. Όποιες και αν είναι οι στρατηγικές και οι κινήσεις τακτικής που εφαρμόσθηκαν. Το τραπεζικό σύστημα όμως δεν κατακρημνίσθηκε επειδή έκαναν λανθασμένα την δουλειά τους τα στελέχη χρηματοδοτήσεων των μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων που σήμερα δεν στηρίζονται.
Προ της κρίσης τα στελέχη από το επίπεδο διευθυντή υποκαταστήματος ως το στέλεχος χρηματοδοτήσεων, δρούσαν ως «τραπεζίτες». Με απευθείας και πλήρη γνώση της λειτουργίας των επιχειρήσεων, όσο και των ίδιων των επιχειρηματιών. Σήμερα, οι χρηματοδοτήσεις για την πλειοψηφία των επιχειρήσεων λειτουργούν με στελέχη που απλά συμπληρώνουν «κουτάκια» αξιολόγησης και απλά αναμένουν μία βαθμολογία.
Η αρχή των προβλημάτων έγινε εξαιτίας της ασυδοσίας των χρηματοδοτήσεων στεγαστικών και καταναλωτικών δανείων. Τα spreads της εποχής εκείνης με επιτόκια άνω του 22% τεράστια. Τα bonus προκλητικά υψηλά. Μέχρι που το σύστημα έσκασε.
Ακολούθησε και το «γκρέμισμα» των τραπεζών με το περίφημα κλείσιμό τους και επακόλουθα παρέσυρε και τα επιχειρηματικά δάνεια. Η μη ορθή αναγνώριση της πραγματικής πηγής του προβλήματος, καθώς και η καθυστερημένη λήψη αποφάσεων όμως, υπήρξε η πρώτη ανειλικρινής προσέγγιση από πλευράς τραπεζών.
Χιλιάδες «εργαζόμενοι» οδηγήθηκαν στην έξοδο στην πλέον παραγωγική τους ηλικία με το δέλεαρ χιλιάδων ευρώ σε μία περίοδο δεκαετούς κρίσης και ανασφάλειας. Ο εξορθολογισμός εξόδων και ο «λειτουργικός μετασχηματισμός» η αιτιολόγηση των κινήσεων αυτών. Κατά συνέπεια, η δεύτερη ανειλικρινής προσέγγιση υπήρξε η αδυναμία ή αδιαφορία των διοικήσεων των τραπεζών να δράσουν προβλέποντας πως ελάχιστοι από τις χιλιάδες στελέχη της «εθελουσίας θα έβρισκαν πάλι εργασία υποστηρίζοντας – μη επιδοτικά – προγράμματα ένταξής τους στο νέο περιβάλλον.
Εύλογα θα υποδείξει ο κάθε καλοπροαίρετος αναγνώστης, πως στην ελεύθερη οικονομία – ειδικά εισηγμένων επιχειρήσεων στο χρηματιστήριο – η αγορά αλλά και το χρηματιστήριο αξιολογούν τις ενέργειες των διοικήσεων. Εάν είναι αποδεκτή όμως η ισχύς της πραγματικότητας αυτής, τότε σίγουρα αναδεικνύεται ως στρεβλή και ανειλικρινής ως προς τους παλαιούς μετόχους η μεθόδευση των αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου των Πειραιώς και Άλφα.
Χωρίς επιπρόσθετα να χρειασθεί να διερωτηθούμε για το πώς ουδείς γνώριζε πως μία άλλη εισηγμένη τράπεζα -η Αττικής- επί της ουσίας είχε εδώ και χρόνια «εξαυλωθεί». Για το πώς ουδείς προβληματιζόταν για το γεγονός ότι δύο Ταμεία έχασαν τεράστια ποσά από την περιουσία τους ως μέτοχοι μίας τράπεζας στα χαρτιά και μόνον.
Φαίνεται πως στην βάση των stress tests και της μεγάλης εποπτικής πίεσης και τον μονόδρομο της επανόδου στην κερδοφορία των τραπεζών, οι προσπάθειες που γίνονται – όπως και να τις ονομάσουν οι διοικήσεις – είναι σπασμωδικές, άνευ επιδιώξεων ισορροπίας ως προς την στήριξη όχι μόνον της μετοχικής ιδέας, αλλά και της ίδιας της επιχειρηματικότητας.
Δυστυχώς, εν μέσω αυτού του πλαισίου, η εκμετάλλευση του ευνοϊκού επενδυτικού περιβάλλοντος προκειμένου να γίνει γρήγορα η κεφαλαιακή ενίσχυση των δύο τραπεζών, οδήγησε αφενός σε καθαρά κερδοσκοπικές κινήσεις, αφετέρου την διευκόλυνση περιβάλλοντος εισόδου στο μετοχικό κεφάλαιο περιστασιακών επενδυτικών κεφαλαίων.
Η μεθόδευση εσόδου νέων μετόχων που όχι μόνον δεν εγγυώνται μακροπρόθεσμη μετοχική στήριξη, αλλά επιπρόσθετα κυοφορούν περιβάλλον μελλοντικής κερδοσκοπίας, βραχυπρόθεσμα διευκολύνει την αναγκαιότητα της κεφαλαιακής ενίσχυσης. Μακροπρόθεσμα όμως θα αναδειχθεί ως αδυναμία.
Η οικονομία έχει ανάγκη μετά από πολλά χρόνια την ανάδειξη αξιοπιστίας από τους φορείς εκείνους που θα πρέπει να προάγουν την «πίστη». Δυστυχώς, οι τελευταίες μεθοδεύσεις ως προς τις αυξήσεις ΜΚ της Πειραιώς και της Αλφα μόνον περιβάλλον πίστης δεν ανέδειξαν. Μεθοδεύσεις που πιθανώς να παραπέμπουν σε μία ιδιότυπη χειραγώγηση. Χειραγώγηση υβριδικού τύπου. Κάποιοι την χαρακτήρισαν ως «πατέντα». Το πόσοι επενδυτές έχασαν για πολλοστή φορά τα χρήματά τους ίσως να μην γίνει γνωστό επίσης για πολλοστή φορά.
«Πατέντες» μετοχικής προσέγγισης όμως, δεν είναι δυνατόν να καλύψουν την πραγματικότητα των αναλύσεων που αναφέρουν πως σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της ΕΣΕΕ 4 στις 10 επιχειρήσεις χαρακτηρίζονται «απειλούμενες», χάνοντας έσοδα και σωρεύοντας χρέη. Κατά συνέπεια η μη στήριξη τόσο των μετόχων, όσο και των επιχειρήσεων αναδεικνύει μία ακόμα ανειλικρινή στάση των τραπεζών.
Αν επιβεβαιωθούν δε οι προβλέψεις του διοικητή της ΤτΕ πως «ο κίνδυνος για νέα κόκκινα δάνεια είναι ιδιαίτερα σοβαρός», τότε πολύ σύντομα τα όψιμα κερδοσκοπικά κεφάλαια των νεών μετόχων των τραπεζών θα διαμορφώσουν το περιβάλλον εξόδου.
Εξοδος από τις τράπεζες όμως σηματοδοτεί και έξοδο από το αφήγημα της μακροπρόθεσμης και βιώσιμης ανάπτυξης.
Το δε «Ταμείο Ανάκαμψης» απλά και μόνον θα υποστηρίζει την αναγκαία βραχυπρόθεσμη στρεβλότητα που ξεκίνησε από την «ανειλικρίνεια» ενός τραπεζικού συστήματος που ρόλο έπρεπε να έχει να προασπίζει την πίστη σε κάθε στιγμή της αναπτυξιακής προσπάθειας της χώρας.