Του Θανάση Γιανναδάκη, τ. προέδρου ΤΕΕ Δυτ. Ελλάδας
Η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης απαιτεί προοδευτικές πολιτικές που προάγουν την ενεργειακή δημοκρατία και τη βιώσιμη ανάπτυξη. Η Ελλάδα βρίσκεται σε κρίσιμο σταυροδρόμι, όπου οι επιλογές μας θα καθορίσουν το μέλλον της ενεργειακής μας πολιτικής και την προστασία του περιβάλλοντος.
Τα πρόσφατα δεδομένα αναδεικνύουν την επείγουσα ανάγκη για ενίσχυση των έργων αποθήκευσης ενέργειας από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ). Κατά το πρώτο οκτάμηνο του 2024, η χώρα μας κατέγραψε περικοπές παραγωγής από ΑΠΕ ύψους 565 GWh, που αντιστοιχούν σε περίπου 5% της συνολικής παραγωγής από ΑΠΕ. Αυτή η απόρριψη καθαρής ενέργειας οφείλεται σε περιορισμούς του δικτύου και στην έλλειψη επαρκών υποδομών αποθήκευσης. Αν αυτές οι περικοπές είχαν αποφευχθεί, θα μπορούσαμε να μειώσουμε σημαντικά τη χρήση ορυκτού αερίου, το οποίο σημείωσε αύξηση κατανάλωσης κατά 25,2% στο εννιάμηνο του 2024 σε σχέση με το 2023, και αντίστοιχα να μειώσουμε σημαντικά το κόστος ενέργειας.
Παράλληλα, προωθούνται μεγάλα ενεργειακά έργα, όπως η προτεινόμενη εγκατάσταση υπεράκτιου αιολικού πάρκου στον Πατραϊκό Κόλπο. Ωστόσο, αυτή η πρόταση εγείρει σοβαρά περιβαλλοντικά και οικολογικά ζητήματα. Μελέτες έχουν δείξει ότι οι υπεράκτιες ανεμογεννήτριες μπορούν να έχουν αρνητικές επιπτώσεις στο θαλάσσιο οικοσύστημα, επηρεάζοντας πτηνά, θαλάσσια θηλαστικά και τη δομή των οικοσυστημάτων.
Στον Πατραϊκό Κόλπο, η παρουσία μεταναστευτικών πτηνών και ευαίσθητων θαλάσσιων ειδών καθιστά την περιοχή ιδιαίτερα ευάλωτη. Οι πιέσεις από τον θόρυβο, τις βιολογικές διαταραχές και τις αλλαγές στη δομή των οικοσυστημάτων μπορούν να υπονομεύσουν την υγεία και τη λειτουργικότητα του θαλάσσιου περιβάλλοντος. Επιπλέον, η αλιεία, ένας βασικός τομέας για την τοπική οικονομία, ενδέχεται να επηρεαστεί αρνητικά λόγω των περιορισμών στη δραστηριότητα γύρω από τις εγκαταστάσεις.
Αντί να προωθούμε μεγάλα έργα με αβέβαιες και πιθανώς αρνητικές επιπτώσεις στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον και τα οποία δεσμεύουν τον ηλεκτρικό χώρο για το μέλλον, πρέπει να εστιάσουμε στην ενίσχυση των ενεργειακών κοινοτήτων και την αυτοκατανάλωση από νοικοκυριά και μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Δηλαδή σε αποκεντρωμένα δίκτυα παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας.
Η προώθηση της ενεργειακής αυτονομίας των τοπικών κοινωνιών δίνει τη δυνατότητα στους πολίτες και την αυτοδιοίκηση να παράγουν και να καταναλώνουν τη δική τους καθαρή ενέργεια. Προτείνοντας τη δέσμευση του 50% του ηλεκτρικού χώρου για ενεργειακές κοινότητες και νοικοκυριά, αποτρέπουμε τη μονοπώληση από μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και προάγουμε την ενεργειακή δημοκρατία.
Η επένδυση σε υποδομές αποθήκευσης ενέργειας είναι ζωτικής σημασίας. Για παράδειγμα η Πορτογαλία, διαθέτει 3,7 GW εγκατεστημένης ισχύος σε υποδομές αντλησιοταμίευσης έναντι μόλις 0,7 GW στην Ελλάδα. Είναι προφανές ότι μπορούμε να αξιοποιήσουμε πλήρως το δυναμικό των ΑΠΕ και να μειώσουμε τις περικοπές παραγωγής. Αυτό θα συμβάλει στη μείωση της εξάρτησής μας από το ορυκτό αέριο και στη συγκράτηση των τιμών ενέργειας. Και βέβαια πρέπει να επενδύσουμε στην αναβάθμιση του ηλεκτρικού χώρου και την επιτόπου αποθήκευση ενέργειας.
Είναι κρίσιμο να αντιταχθούμε στη δέσμευση του ηλεκτρικού χώρου από μεγάλα πάρκα που εξυπηρετούν μεγάλα οικονομικά συμφέροντα εις βάρος των τοπικών κοινωνιών και του περιβάλλοντος. Η προτεραιότητα πρέπει να δοθεί στην προστασία των οικοσυστημάτων, την κοινωνική δικαιοσύνη και την προώθηση βιώσιμων μορφών ανάπτυξης.
Πρέπει να επενδύσουμε σε λύσεις που ενισχύουν την ενεργειακή δημοκρατία, προστατεύουν το περιβάλλον και ωφελούν άμεσα τις τοπικές κοινωνίες. Με την προώθηση των ενεργειακών κοινοτήτων, την αυτοκατανάλωση και την ενίσχυση των υποδομών αποθήκευσης, μπορούμε να επιτύχουμε μια δίκαιη και βιώσιμη ενεργειακή μετάβαση που θα ανταποκρίνεται στις προκλήσεις της εποχής μας.
Χρειαζόμαστε βήματα αποφασιστικά με τη ΔΕΗ να παίζει καθοριστικό ρόλο για το δημόσιο και κοινωνικό συμφέρον.
Κλείνοντας, για άλλη μια φορά, επιμένω. Τα οικιακά τιμολόγια πρέπει να αποσυνδεθούν από το χρηματιστήριο ενέργειας.