του Ηρακλή Ρούπα, Οικονομολόγου
Κατάθεση προϋπολογισμού ισοσκελισμένου λογιστικά αλλά ελλειμματικού αναπτυξιακά και κοινωνικά στις 20 Νοεμβρίου. Θεσμική «ιεροτελεστία» για μία τελετή λειτουργίας της οικονομίας που εμπεριέχει μεγάλη δόση προβληματισμού, καθώς η βασική υπόθεση εργασίας, σύμφωνα με πληροφορίες, θα προβλέπει: Αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,2% φέτος και 2,3% το 2025, με αποκλιμάκωση του πληθωρισμού από το 2,7% το 2024 στο 2,4% το 2025. Δηλαδή συνολικό αρνητικό αποτύπωμα. Οι δε εγγεγραμμένοι άνεργοι της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης 830.000 περίπου.
Αρνητικά δεδομένα ανάπτυξης και παροχής εργασίας. Εκτός εάν ένα εκατομμύριο άνεργοι «κρύβουν» προοπτική ανάπτυξης. Γνωστό «τοις πάση» βέβαια, ότι με παρουσιαζόμενα στατιστικά δεδομένα η «εμφάνιση» εικόνας βελτίωσης είναι εύκολη υπόθεση. Το ένα εκατομμύριο άνεργοι όμως, ένα εκατομμύριο. Την στιγμή που κατά ειρωνικό τρόπο η Γερμανική Handelsbatt γράφει πως «η Ελλάδα πρέπει να αναθεωρήσει το σχέδιο του προϋπολογισμού της γιατί έχει πάρα πολλά χρήματα». Υπάρχει χιούμορ στην διεθνή δημοσιογραφία που εμφανίσθηκε 15 χρόνια μετά την κρίση. Δεν γνωρίζω όμως αν αυτό γίνεται αντιληπτό σε όλη του έκταση.
Ένα σχέδιο προϋπολογισμού με προσεγγίσεις οριστικοποίησης μίας ωραιοποιημένης εικόνας και όχι ορθολογικής αντιμετώπισης των εμφανών κοινωνικών αλλά αφανών αναπτυξιακών στρεβλοτήτων γενικότερα. Ας είναι καλά τα «υπερπλεονάσματα» του 2022, 2023 και τώρα του 2024. Με την έμμεση φορολογία εκ του ΦΠΑ που εισπράττεται από την αισχροκέρδεια εκτός των άλλων. Ως να εφαρμόζουμε το νέο Ευρωπαϊκό Σύμφωνο Σταθερότητας χωρίς να έχουμε υποχρέωση με μία καλυπτόμενη πολιτική λιτότητας επί της ουσίας που δεν ομολογείται, αλλά ακολουθείται στην πράξη με συνεχή και εντεινόμενη αύξηση των φορολογικών εσόδων.
Αυτή ή άτυπη σκλήρυνση πολιτικής θα ήταν δυνατόν να είχε απήχηση εάν τα αυξημένα φορολογικά έσοδα διοχετεύονταν στην παραγωγή έργου από πλευράς της κυβέρνησης και όχι παραγωγή λογιστικής εικόνας, μέσω αποπληρωμής του χρέους. Θα είχε νόημα εάν η λογιστική προσέγγιση του προϋπολογισμού εισήγαγε καινοτομίες και τις χρηματοδοτούσε. Εάν τα επιπλέον έσοδα παρήγαγαν πολιτική και όχι διαχείριση χρέους. Εάν τα επιπλέον έσοδα και η γενικότερη εικόνα της οικονομίας έδιναν το έναυσμα στην κυβέρνησης να ζητήσει μία επαναδιαπραγμάτευση του όλου πλαισίου «σταθερότητας». Ας μην ξεχνάμε πως αν δεν υπάρξει Ταμείο Ανάκαμψης ΙΙ, τότε το χρηματοδοτικό κενό για την οικονομία είναι δυσαναπλήρωτο.
Εντύπωση βέβαια προκαλεί το γεγονός ότι σε προτάσεις μείωσης του ΦΠΑ, ο μόνος αντίλογος από πλευράς Κυβερνητικού εκπροσώπου είναι το γεγονός ότι κάθε μονάδα μείωσης ΦΠΑ αντιστοιχεί σε ένα δις περίπου κενό. Σύμφωνα με τον Κυβερνητικό εκπρόσωπο «δεν είναι δυνατόν να εξοικονομηθούν πόροι καθώς κάθε κίνηση μεταβολών απαιτεί έγκριση από την Ε.Ε.». Ο δε υπουργός Οικονομικών κύριος Χατζηδάκης ανέφερε πως «δεν το επιτρέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας». Καθαρά βολικές Λογιστικές προσεγγίσεις, που όμως κατά περίεργη συγκυρία βασίζονται στα υπερβολικά έσοδα από έμμεσους φόρους (ειδικά το ΦΠΑ) εξαιτίας της στρεβλότητας της αγοράς και της «ανεξέλεγκτης» αύξησης των τιμών βασικών αγαθών και ενέργειας, παρά τα «καλάθια νοικοκυριών» και πάσης φύσεων επιδομάτων.
Δεν χρειάζεται ανάλυση για να αναδειχθεί το γεγονός ότι ο τρόπος αντίδρασης της Κυβέρνησης και η επικοινωνιακή κριτική σε όσους ζητούν μείωση του ΦΠΑ, αναδεικνύει με εμφατικό τρόπο το γεγονός ότι τα «υπερπλεονάσματα» βασίζονται στο ΦΠΑ των «υπερκοστολογήσεων» τις οποίες θα αντιμετώπιζε η κυβέρνηση. Οι «υπερκοστολογήσεις" δηλαδή διαμορφώνουν τον προϋπολογισμό. Συνυπολογίζοντας δε τα στοιχεία της Ένωσης Εργαζομένων Καταναλωτών Ελλάδος της ΓΣΕΕ, βάσει των οποίων οι τιμές στα βασικά είδη αυξήθηκαν 65% την τελευταία διετία, καθίσταται μάλλον αυταπόδεικτος ο λόγος που η κυβέρνηση προβαίνει σε «φθηνό» αντίλογο για την αδυναμία μείωσης του ΦΠΑ.
Σημειώνω δε πως από τα 50,7 δις ευρώ φορολογικά έσοδα το πρώτο δεκάμηνο του 2024 τα 19,6 δις (39% περίπου) προέρχονται από τον ΦΠΑ. Έσοδα που σύμφωνα με την αποτύπωση στοιχείων είναι «εντός στόχων». Η αισχροκέρδεια με μία απλή συλλογιστική αναγωγή – που όμως δεν αναδεικνύεται - εντάσσεται στο πλαίσιο επίτευξης των στόχων. Ίσως αυτός είναι ό λόγος που αντί να επιβληθεί εξορθολογισμός της λειτουργίας της αγοράς, επιλέγεται η «φθηνότερη» τακτική των αποσπασματικών επιδομάτων. Ως οι πολιτικές ελίτ να επαναπαύονται με τον τρόπο που έχει γίνει η διαχείριση της οικονομίας μέχρι σήμερα καθώς επιλέχθηκε ο εύκολος δρόμος της λογιστικής απεικόνισης. Θυσία μίας αναπτυξιακής πολιτικής ευμάρειας στην αποπληρωμή του χρέους.
Εάν όμως η θυσία αυτή γίνεται από την κυβέρνησης με αποκλειστικό στόχο την θυσία της κοινωνικής ισορροπίας στον βωμό ενός ακραίου Συμφώνου Σταθερότητας – παρά τις δηλώσεις του Πρωθυπουργού ότι «…προωθεί θεσμικά μέτρα που εστιάζουν στην αντιμετώπιση …του δημογραφικού και του στεγαστικού ζητήματος» - τότε πολύ φοβάμαι πως η πολιτική αυτή συνειδητά αποτυγχάνει στην επίτευξη του στόχου για τον οποίο εξελέγη η Κυβέρνηση και ο οποίος επί της ουσίας αποτελεί έμμεση συνταγματική της υποχρέωση.
Προσχηματικές πολιτικές που παράγουν μόνον στατιστικά δεδομένα, υποκρύπτουν υπερβολικά πλεονάσματα για τα οποία όχι μόνον δεν έχει υποχρέωση να διατηρήσει η κυβέρνηση, αλλά επιπρόσθετα εντείνουν τις στρεβλότητες στην οικονομία και κατ΄επέκταση στην κοινωνία. Εκτός αν αυτό γίνεται με γνώση ότι η ολοκλήρωση των κονδυλίων του Αναπτυξιακού Ταμείου θα βρει την χώρα σε δύσκολα αναπτυξιακά μονοπάτια που θα δυσκολέψουν την εξυπηρέτηση του χρέους που θα αρχίσει να βαραίνει μετά το 2030.
Ο πολίτης όμως έχει κουραστεί από την ωραιοποίηση της καθημερινότητάς του. Αναζητά κάτι ουσιαστικό μεν, εναλλακτικό δε. Αναζήτηση που ακολουθείται σε όλη την Ευρώπη και που φέρνει πολιτικές ανατροπές. Όπως ανέδειξε πρόσφατα και η εκλογή Trump στις ΗΠΑ.