Τι μπορεί να προκαλέσει το αγελαδινό γάλα σε βρέφη και παιδιά

Το αγελαδινό γάλα σε βρέφη και παιδιά ανέκαθεν απασχολούσε γονείς, διαιτολόγους και παιδιάτρους. Πλέον οι συστάσεις αν και ποικίλουν ως προς τον συνιστώμενο χρόνο εισαγωγής του αγελαδινού γάλακτος στην διατροφή των βρεφών και των παιδιών, γενικά συγκλίνουν ότι αυτή θα πρέπει να γίνεται κοντά, αν όχι μετά το πρώτο έτος της ζωής τους.

Αγελαδινό γάλα σε βρέφη και παιδιά και σιδηροπενική αναιμία
Η κατανάλωση αγελαδινού γάλακτος έχει συσχετιστεί με την απώλεια αίματος από το γαστρεντερικό σύστημα, τόσο κατά την πρώιμη όσο και κατά την όψιμη βρεφική ηλικία. Παρότι δεν είναι γνωστός ο ακριβής μηχανισμός με τον οποίο μπορεί να συμβαίνει αυτό, ή ακόμη και η αιτιολογία, φαίνεται πως πρωταρχικό ρόλο παίζουν οι θερμοανθεκτικές πρωτεΐνες του αγελαδινού γάλακτος και πιο συγκεκριμένα ή αλβουμίνη βόειας προέλευσης. Παρόλα αυτά, με την πάροδο του χρόνου και με την αύξηση της ηλικίας, τα βρέφη τείνουν να ανέχονται καλύτερα την κατανάλωση αγελαδινού γάλακτος.

 Άλλος ένας λόγος εμφάνισης σιδηροπενικής αναιμίας στα βρέφη και τα παιδιά είναι η βιοδιαθεσιμότητα του σιδήρου στο αγελαδινό γάλα. Πιο συγκεκριμένα, στο μητρικό γάλα ο σίδηρος απορροφάται σε ένα ποσοστό που ανέρχεται στον 50% της υπάρχουσας ποσότητας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό απορρόφησης στο αγελαδινό γάλα ανέρχεται στο 10%. Η πρωτεΐνη λακτοφερρίνη που υπάρχει στον μητρικό γάλα όπως επίσης και η μικρότερη περιεκτικότητα του σε ασβέστιο και φώσφορο, είναι οι κυριότεροι λόγοι για τους οποίους ο σίδηρος στο μητρικό γάλα εμφανίζει μεγαλύτερη βιοδιαθεσιμότητα.

Επίσης, παρά το γεγονός ότι μετά το πρώτο εξάμηνο αποκλειστικού θηλασμού εισάγονται σταδιακά τρόφιμα με αυξημένη περιεκτικότητα σε σίδηρο (π.χ. κόκκινο κρέας), αυτό δεν συνεπάγεται απαραίτητα και κάλυψη των αναγκών του βρέφους σε σίδηρο. Συνεπώς, θα πρέπει να προτιμώνται βρεφικά γάλατα εμπλουτισμένα με σίδηρο έναντι του φρέσκου αγελαδινού γάλακτος.

Αγελαδινό και μητρικό γάλα διαφέρουν σε θρεπτικά συστατικά που χρειάζονται τα βρέφη
Αρχικά, υπάρχει σημαντική διαφορά ως προς το είδος των πρωτεϊνών που υπάρχουν σε κάθε είδος γάλατος. Πιο συγκεκριμένα, παρότι έχουν ίδια περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες ορού γάλακτος, το γάλα αγελάδος εμφανίζει πολύ μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε καζεΐνη. Το γεγονός αυτό κάνει το αγελαδινό γάλα πιο δύσπεπτο για τα βρέφη. Επίσης, το μητρικό γάλα πλεονεκτεί έναντι του αγελαδινού διότι περιέχει μεγαλύτερες συγκεντρώσεις των αμινοξέων ταυρίνη και κυστίνη που υπό συγκεκριμένες συνθήκες (π.χ. πρόωρα νεογνά), είναι απαραίτητα για την ολοκληρωμένη ανάπτυξη του βρέφους.

Σημαντικές επίσης είναι και οι διαφορές αναφορικά με την σύσταση των δύο σε λιπαρά οξέα. Το μητρικό γάλα έχει μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε λινολεϊκό οξύ και πολυακόρεστα λιπαρά οξέα, παρέχοντας τις θερμίδες και τα συστατικά που χρειάζεται ο ανθρώπινος οργανισμός σε αυτή την ηλικία. Παράλληλα, έχει μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε ψευδάργυρο, βιταμίνη Β3 (νιασίνη), βιταμίνη C και βιταμίνη Ε. Αντίθετα, το αγελαδινό γάλα περιέχει μεγαλύτερες ποσότητες ασβεστίου και φωσφόρου που εξυπηρετεί τον ταχύτερο ρυθμό αύξησης των μοσχαριών που όμως για τον άνθρωπο είναι σχεδόν ακατάλληλες για την βρεφική ηλικία. Για παράδειγμα, έχουν αναφερθεί περιπτώσεις υπασβεστιαιμικής τετανίας σε βρέφη που κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες αγελαδινού γάλακτος.

Το αγελαδινό γάλα στα βρέφη και τα παιδιά αυξάνει το έργο των νεφρών
Όπως προείπα, το αγελαδινό γάλα περιέχει μεγαλύτερες ποσότητες πρωτεϊνών, ασβεστίου και φωσφόρου σε σχέση με το μητρικό. Το γεγονός αυτό αυξάνει το έργο των ανώριμων ακόμη νεφρών του βρέφους καθώς τα ούρα στην περίπτωση αυτή έχουν μεγαλύτερη ωσμωτικότητα (σχεδόν διπλάσια σε σχέση με το μητρικό γάλα). Παρά το γεγονός όμως πως δεν θεωρείται επικίνδυνο για την υγεία του βρέφους, μπορεί να καταλήξει επικίνδυνο με την συνύπαρξη άλλων καταστάσεων (π.χ. έμετος, διάρροια) ή την λήψη φαρμακευτικής αγωγής που υποβάλλουν τους νεφρούς σε επιπλέον στρες.

Η κατανάλωση αγελαδινού γάλακτος από βρέφη μικρότερα του έτους αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης αλλεργίας στο γάλα αγελάδος
Η αλλεργία στο αγελαδινό γάλα εμφανίζεται κατά μέσο όρο σε ένα ποσοστό βρεφών που κυμαίνεται μεταξύ 0,5-7,5%. Η πρώιμη κατανάλωση αγελαδινού γάλακτος από τα βρέφη, τα εκθέτει σε μόρια μεγάλου μοριακού βάρους (πρωτεΐνες) αυξάνοντας τον κίνδυνο εμφάνισης αλλεργίας έναντι των πρωτεϊνών του αγελαδινού γάλακτος λόγω ανωριμότητας του γαστρεντερικού τους συστήματος. Στο πρώτο έτος ζωής του βρέφους όμως, το γαστρεντερικό του σύστημα είναι πιο ώριμο και λιγότερο διαπερατό σε μακρομόρια όπως οι πρωτεΐνες. Αυτός είναι και ο λόγος άλλωστε που η αλλεργία στο αγελαδινό γάλα στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι παροδική.

Αγελαδινό γάλα, βρέφη και διαβήτης τύπου Ι
Ο μηχανισμός πίσω από αυτή την παρατήρηση είναι σχετικά περίπλοκος και για αυτό θα προσπαθήσω να τον αναφέρω με συνοπτικό και κατανοητό τρόπο. Η ινσουλίνη είναι η ορμόνη που είναι υπεύθυνη για την ρύθμιση της ισορροπίας-ομοιοστασίας του σακχάρου του αίματος (γλυκόζη). Η ινσουλίνη επίσης παράγεται από το πάγκρεας και πιο συγκεκριμένα από τα β κύτταρα του παγκρέατος. Στον σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι υπάρχει σχεδόν παντελής έλλειψη ινσουλίνης (μπορεί να συνυπάρχει και αντίσταση στην ινσουλίνη) και είναι απαραίτητη η εξωγενής της χορήγηση. Η πρώιμη έκθεση των βρεφών στο αγελαδινό γάλα φαίνεται πως προκαλεί την παραγωγή αντισωμάτων έναντι της ινσουλίνης ή των β κυττάρων που την παράγουν. Έτσι λοιπόν το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται και τα καταστρέφει. Η ανωτέρω παρατήρηση βέβαια αφορά κυρίως άτομα που έχουν γενετική προδιάθεση, δηλαδή παιδιά που προέρχονται από οικογένειες στις οποίες υπάρχουν μέλη με διεγνωσμένο σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1.

Για τον λόγο αυτό άλλωστε και η Αμερικανική Εταιρεία Παιδιάτρων έχει εκδώσει στον παρελθόν οδηγία προς τους γονείς με διαβήτη τύπου 1 να αποφύγουν την χορήγηση αγελαδινού γάλακτος ή φόρμουλας που περιέχει πρωτεΐνες αγελαδινού γάλακτος για τουλάχιστον το πρώτο έτος ζωής του βρέφους.

naftemporiki 

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ