Περιμένοντας στην «ουρά» κατά την αναζήτηση ισορροπίας του τραπεζικού συστήματος

Του Ηρακλή Ρούπα, οικονομολόγου

Αριθμός προτεραιότητας που έλαβα στο κεντρικό κατάστημα συστημικής τράπεζας «εθνικής» εμβέλειας 157. Αριθμός που εξυπηρετείτο 107. Αναμονή περίπου 50 άτομα. Τα περισσότερα μεγαλύτερης ηλικίας.

Ταμίας …ένας! Λάθος θα είναι σκέφθηκα. Στις άλλες τράπεζες μπορεί να χρειασθεί «ραντεβού» μεν αλλά ταμίες υπάρχουν και ο αριθμός όσων αναμένουν δεν θυμίζει …λόχο. Ρωτάω τον εξαιρετικά εξυπηρετικό ταμία που είναι οι άλλοι; Γελώντας με πληροφόρησε, καθώς και τους υπόλοιπους 49 αναμένοντες πως είναι… μόνος του. Η διοίκηση της τράπεζας επιτρέπει μόνον έναν ταμεία ή… κανέναν! Αυτή είναι η εικόνα κεντρικού καταστήματος τράπεζας που ως φορολογούμενος διέσωσα!

Η εικόνα της «σύγχρονης» τράπεζας δίνει υπερβολική έμφαση στην διαχείριση του κόστους. Έξυπνα σκεπτόμενη η διοίκηση – σκεπτόμενη τους μετόχους- θεωρεί πως με λιγότερο προσωπικό και το «σιγουράκι» των χρεώσεων, καθώς και των υποχρεωτικών δια νόμου συναλλαγών μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής, πετυχαίνει «με έναν σμπάρο δύο τρυγόνια»! Όλοι ευχαριστημένοι. Εκτός από τον … συναλλασσόμενο μικροκαταθέτη. Έχει χρόνο να χάσει άλλωστε περιμένοντας. Μικρός είναι. Άλλωστε με τον τόκο που προσφέρεται για τις καταθέσεις θα πρέπει να είναι ευχαριστημένος που δεν πληρώνει «φύλακτρα».

Αναζητώντας χρόνια μετά την κρίση τον ρόλο των τραπεζών σε ένα περιβάλλον ολιγοπωλιακό που τις ευνοεί και πάλι, πρέπει να παραδεχθούμε πως πέρασαν πολλά. Πέρασαν ακόμα περισσότερα όμως, οι φορολογούμενοι που τις στήριξαν κατά την κρίση, καθώς και οι εργαζόμενοι που υπέστησαν το κόστος της «οικειοθελούς» αποχώρησης.  Πυλώνες ανάπτυξης υπήρξαν. Πυλώνες ανάπτυξης τις ονοματίζουν σήμερα που έχουν εξυγιανθεί, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι στην ουσία η «παρουσία» ενός τεχνικής φύσεως ευφυολογήματος όπως «αναβαλλόμενος» φόρος – για εκείνους που μπορεί να αποκρυπτογραφήσουν τον όρο – αναδεικνύει μία λανθάνουσα αδυναμία που αναφέρεται στις αναλύσεις μόνον στα ψιλά γράμματα. Ας το προσπεράσουμε και αυτό όμως.

Μία δεκαετία μετά το κλείσιμο και την επαναδραστηριοποίησή τους - μετά τα μνημόνια – με νέες διοικήσεις και νέα λογότυπα, εξακολουθούν να βρίσκονται στα φώτα της κριτικής και της πολιτικής δημοσιότητας, εξαιτίας της «αυτόνομης» και εκτός του πλαισίου της αναγκαίας συμβολής τους στην ουσιαστική ανάπτυξη της χώρας. Ίσως, με δόση υπερβολικής κριτικής. Ίσως και όχι. Ποιος μπορεί άλλωστε να αλλάξει των ρόλο και την ισχύ των τραπεζών ανά τους αιώνες;

Αναλωνόμαστε σε σοφιστείες και καθυστερημένες διαπιστώσεις ως προς την ανισόρροπή διάθεσή των διοικήσεών των «συστημικών» τραπεζών για την επίτευξη μίας ουσιαστικά διευρυμένης αναπτυξιακής ισορροπίας μεταξύ κέρδους και ουσιαστικής συμβολής στην μακροπρόθεσμη στήριξη της οικονομίας. Μπορούμε να αδικήσουμε τις διοικήσεις; Ίσως όχι. Αυτός άλλωστε είναι ο στόχος για τον οποίο αμείβονται. Παρά το γεγονός ότι εμμέσως, αναγνωρίζοντας τον ολιγοπωλιακό τρόπο λειτουργίας τους, ο Πρωθυπουργός τάχθηκε «υπέρ του ανταγωνισμού των τραπεζών προκειμένου να μειωθεί το κόστος των συναλλαγών». Εκ των υστέρων βέβαια αναγκάσθηκε να… «επιβάλλει» το μειωμένο κόστος.

Ας μην ξεχνάμε πως η μέχρι σήμερα κερδοφορία τους έχει όριο. Απαιτείται «μέγεθος». Εισερχόμενες χωρίς άμυνες στο πεδίο του Ευρωπαϊκού ανταγωνισμού και της εντεινόμενης τεχνολογίας στην τραπεζική, κινδυνεύουν να ενταχθούν εκ νέου σε προβληματικό πεδίο. Ειδικά με την νέα περίοδο αποκλιμάκωσης των επιτοκίων.

Στην Ευρώπη αρχίζει δειλά-δειλά, να γίνεται λόγος για την αναγκαιότητα η χρηματοδότηση των τραπεζών να λαμβάνει ως παράμετρο τον βαθμό κοινωνικής και περιβαλλοντικής ευθύνης των υπό χρηματοδότηση. Τον χρηματοδότη όμως, ως προς τις παραμέτρους αυτές, ποιος τον κρίνει; Ποιος είναι εκείνος ο φορέας που θα αναδείξει μία ουτοπική «τραπεζική ενσυναίσθηση» όπου μέχρι την κάλυψη του αναβαλλόμενου φόρου ίσως δεν θα πρέπει να δικαιολογείται η απόδοση μερισμάτων του ύψους που δίδονται.

Ποιος έχει την εξουσία να επιβάλλει τον τρόπο, το εύρος και την στρατηγική των χρηματοδοτήσεων; Ποιος έχει τα εχέγγυα να αναδείξει το γεγονός ότι η διαχείριση του λειτουργικού και διαχειριστικού κόστους των τραπεζών που επιτυγχάνεται από το κλείσιμο υποκαταστημάτων -ακόμα και σε περιοχές που δεν είναι δυνατή η πρόσβαση- δεν μπορεί να ακυρώνει την όποια υποχρέωσή τους να παρέχουν υπηρεσίες στην πλειοψηφία των πολιτών χωρίς κυβερνητική παρέμβαση; Ποιου ευθύνη είναι να περιορίσει τον ακραίο τρόπο επιβολής χρεώσεων ακόμα και σε περιπτώσεις που αυτές υποχρεωτικά – βάσει νόμου- γίνονται μέσω ηλεκτρονικής τραπεζικής;

Στην πολιτική υπάρχουν «τρόποι και τρόποι» όπου μία κυβέρνηση μπορεί να «αναδείξει» την βούλησή της. Ειδικά σε τομείς που έχουν ευνοηθεί εις βάρος των πολιτών. Όπως ήταν η διαδικασία μεταφοράς των κόκκινων δανείων σε «φορείς» servicers με πολιτικές που εκ των υστέρων προέκυψαν ως καταχρηστικές. Σε ένα υπό διαμόρφωση περιβάλλον επίτευξης υπερκερδών και υπεραξιών που με μεγάλη καθυστέρηση προσπάθησε η κυβέρνηση να ελέγξει.

«Καθάρισαν» οι  συστημικές τράπεζες τα προβληματικά δάνεια επιτυγχάνοντας με αυτό τον τρόπο την μεταφορά του βάρους στους ανεξέλεγκτους επί της ουσίας φορείς διαχείρισης των κόκκινων δανείων. Οι ίδιες απολαμβάνουν πλέον την διαχειριστική «ελευθερία» τους, παρά το γεγονός ότι το λειτουργικό τους πλαίσιο παρεκκλίνει από αυτό που θα έπρεπε να έχουν κατά την παρούσα περίοδο ανάκαμψης της οικονομία της χώρας. Σπάνια όμως θα διαβάσουμε κριτική στα μέσα ενημέρωσης καθώς η κοινωνική τους ενσυναίσθηση και «ευθύνη» εστιάζεται στην δυναμική διαφημιστική τους παρουσία.

Το όλο πλαίσιο «σωτηρίας» των τραπεζών ανέδειξε την «ιδιαίτερη» περίπτωση, όπως της τράπεζας Αττικής. Αυτής που για κάποιο ανεξήγητο λόγο χαρακτηρίζεται ως «πέμπτος τραπεζικός πυλώνας». Της μοναδικής περίπτωσης που χάθηκαν ποσά άνω τους ενός δις ευρώ και δρομολογήθηκε μία «περιπέτεια» εξυγίανσης που στα μάτια κάθε καλόπιστου αναλυτή φαντάζει ακόμα περίπλοκη. Μία «περιπέτεια» που όμοιά της κατά το παρελθόν όπως ΤΤ, Αγροτική τράπεζα και άλλες, οδήγησαν σε απορροφήσεις από άλλες μεγαλύτερες τράπεζες και όχι ως επικοινωνιακό σήριαλ «ανάδειξης» προσωπικοτήτων management.

Σε ένα τέτοιο ευρύτερο περιβάλλον «ιδιαίτερης λειτουργίας», απορώ γιατί προκαλεί απορία η πίεση της κοινωνίας για λήψη μέτρων δικαιότερης διαχείρισης των κερδών των τραπεζών. Μπορεί η φορολόγηση των υπερκερδών να μην εντάσσεται στην δική μου φιλοσοφία παρέμβασης καθώς την θεωρώ προβληματική ως προσέγγιση. Ειδικά όταν η επίδραση εξωγενών παραγόντων όπως οι θεσμικοί επενδυτές πρέπει να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη και οι μειώσεις τιμών – στόχων από ξένους οίκους ακολουθούν το δύσκολο διεθνές περιβάλλον.  

Υπάρχουν τρόποι –εναλλακτικοί της φορολόγησης των «υπερκερδών» – ώστε να «οδηγηθούν» οι διοικήσεις των τραπεζών σε υποστήριξη άλλων πυλώνων χρηματοδότησης όπως «Περιφερειακούς χρηματοδοτικούς φορείς» που να μπορούν να αναλάβουν την χρηματοδότηση των πολύ μικρών, καθώς και του πρωτογενούς τομέα στην Περιφέρεια, αλλά και μικτές μεικτές εταιρίες επενδυτικού κεφαλαίου. Άλλωστε, η έκθεση του διοικητή της ΤτΕ ότι απαιτείται περισσότερος ανταγωνισμός του δίνει το «δικαίωμα» να δομήσει και να στηρίξει αντίστοιχες αναπτυξιακές χρηματοδοτικές διεξόδους.

Η ανάγκη αναζήτησης αποτελεσματικής προσέγγισης πρέπει να αναδεικνύεται με προτάσεις μακροπρόθεσμης προοπτικής. Η συνεργασία τραπεζών με συντονιστή την ΤτΕ, είναι δυνατόν να αναδείξει τον αναγκαίο σχεδιασμό μία νέας αναπτυξιακής δομής σε αντικατάσταση της υφιστάμενης που έχει επί της ουσίας αποτύχει. Άλλωστε, η λογιστικοποίηση της πιστωτικής επέκτασης δεν θα έπρεπε να αναδεικνύεται για λόγους επικοινωνίας με βάση τα στατιστικά στοιχεία, αλλά το ουσιαστικό αναπτυξιακό αποτύπωμα καθώς και το εύρος της επέκτασης αυτής.

Οι τράπεζες πρέπει να κερδίσουν εκ νέου των μικροκαταθέτη, τον μικρό πελάτη όπως την περίοδο προ κρίσης χρέους. Πρέπει να κερδίσουν αυτόν που δεν έχει εξοικείωση με την ηλεκτρονική τραπεζική. Αυτόν που δεν θα πρέπει να είναι αναγκασμένος να περιμένει ώρες στην «ουρά». Πρέπει να κερδίσουν το στοίχημα της δικαιότερης ανάπτυξης. Το οφείλουν στους πολίτες που τις διέσωσαν.