Οι γυναίκες που βιώνουν περισσότερα συμπτώματα κατά την εμμηνόπαυση έχουν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν προβλήματα μνήμης και συμπεριφοράς αργότερα στη ζωή τους. Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας μελέτης ερευνητών του Πανεπιστημίου του Κάλγκαρι στον Καναδά, η οποία δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «PLOS One». Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι οι γυναίκες έχουν τριπλάσιες πιθανότητες να αναπτύξουν τη νόσο Αλτσχάιμερ. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, ένας παράγοντας που μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο για τις γυναίκες είναι η απώλεια οιστραδιόλης κατά την εμμηνόπαυση.
Στη νέα μελέτη, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν δεδομένα από την καναδική πλατφόρμα για την Έρευνα Υγείας, Ποιότητας Ζωής, Γνωστικής Λειτουργίας, Συμπεριφοράς, Λειτουργίας και Φροντίδας στην Γήρανση (CAN-PROTECT). Στη μελέτη συμμετείχαν 896 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες οι οποίες συμπλήρωσαν δημογραφικές, γνωστικές και συμπεριφορικές αξιολογήσεις. Η μέση ηλικία των γυναικών ήταν 64,2 έτη κατά τη στιγμή της μελέτης και η μέση ηλικία κατά την έναρξη της εμμηνόπαυσης ήταν 49,4 έτη. Συνολικά, 666 ανέφεραν συμπτώματα εμμηνόπαυσης, εκ των οποίων οι 166 είχαν υποβληθεί σε θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης (HRT) για την ανακούφιση των συμπτωμάτων τους.
Τα συμπτώματα αυτά περιλάμβαναν ακανόνιστες περιόδους, εξάψεις, ρίγη, κολπική ξηρότητα, αύξηση βάρους, επιβραδυνόμενο μεταβολισμό, νυχτερινές εφιδρώσεις, προβλήματα ύπνου, συμπτώματα διάθεσης, απροσεξία ή λήθη και άλλα μη κατονομαζόμενα συμπτώματα.
Η μελέτη διαπίστωσε ότι οι γυναίκες που ανέφεραν περισσότερα συμπτώματα περιεμμηνόπαυσης παρουσίασαν μεγαλύτερη γνωστική εξασθένηση αργότερα στη ζωή τους. Βίωσαν επίσης περισσότερα ήπια συμπτώματα συμπεριφοράς. Η θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης δεν σχετίστηκε σημαντικά με τη γνωστική λειτουργία, αλλά συνδέθηκε με λιγότερα συμπτώματα συμπεριφοράς.
«Τα πολλαπλά συμπτώματα εμμηνόπαυσης μπορεί να συνδέονται με μεγαλύτερη γνωστική και συμπεριφορική εξασθένηση αργότερα στη ζωή, καθώς και τα δύο είναι δείκτες κινδύνου για άνοια. Η θεραπεία με οιστρογόνα μπορεί να συμβάλλει στη μείωση των κλινικών συμπτωμάτων, ιδιαίτερα αυτών της συμπεριφοράς» έγραψαν οι ερευνητές.
Ωστόσο, αναγνωρίζουν την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα προκειμένου να επιβεβαιωθούν τα ευρήματα αυτά σε ένα μεγαλύτερο σύνολο δεδομένων προκειμένου να προσδιοριστεί η αιτιότητα.
ΠΗΓΗ: Medicalxpress