του Γιάννη Πετρόπουλου, Φοιτητή του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών Πανεπιστημίου Πατρών, πρώην Γραμματέα ΠΑΣΠ ΑΕΙ Πάτρας
Τα τελευταία χρόνια, η Ευρώπη βρίσκεται σε πολιτικό τέλμα, με τη δεξιά να εδραιώνεται και τα ακροδεξιά κόμματα να ανεβαίνουν σταθερά.
Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση.
Η Νέα Δημοκρατία, έχει καταφέρει να κυριαρχήσει στην πολιτική σκηνή, και με την ακροδεξιά να αναπτύσσεται παράλληλα, κάτι που προκαλεί ανησυχία για το μέλλον της αστικής Δημοκρατίας και των ατομικών ελευθεριών. Εντός αυτών των συνθηκών, διατυπώνονται καίρια ερωτήματα: Μπορεί μια κοινωνία να λειτουργήσει υπό την ηγεσία τέτοιων συντηρητικών δυνάμεων; Υπάρχει πραγματική και αποτελεσματική αντιπολίτευση; Είναι η αριστερά καταδικασμένη να πεθάνει, όπως κάποιοι υποστηρίζουν; Και τι ρόλο θα παίξουν οι νέες γενιές σε αυτή τη νέα πολιτική τάξη πραγμάτων;
Για να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα, χρειάζονται γενναίες πολιτικές και κοινωνικές αποφάσεις. Όπως βλέπουμε, ο πολιτικός χάρτης αλλάζει, και οι ισορροπίες μετατοπίζονται προς τα δεξιά. Η άνοδος της ακροδεξιάς δεν είναι ένα φαινόμενο αποκλειστικά Ελληνικό. Σε όλη την Ευρώπη, πραγματοποιείται παρόμοια στροφή, με κόμματα όπως το Rassemblement National της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, το AfD στη Γερμανία, και τα εθνικιστικά κόμματα σε χώρες όπως η Ουγγαρία και η Πολωνία. Αυτή η στροφή αντανακλά μια ευρύτερη δυσαρέσκεια και φόβο από τις κοινωνίες, καθώς οι πολίτες αντιδρούν σε παγκόσμια ζητήματα όπως η οικονομική κρίση, η μετανάστευση, ο σεβασμός στα δικαιώματα της woke κοινότητας και οι ανισότητες.
Όμως, ενώ η δεξιά εδραιώνεται, η αριστερά και η κεντροαριστερά, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, αδυνατεί να αντιδράσει αποτελεσματικά. Στην Ελλάδα, μετά την κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ, η αριστερά δείχνει να μην έχει βρει τον βηματισμό της. Πολλοί απογοητευμένοι πολίτες που κάποτε στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ στρέφονται είτε σε άλλες πολιτικές δυνάμεις, είτε επιλέγουν την αποχή. Η παρακμή της αριστεράς αντικατοπτρίζεται στις πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις, όπου η διαφορά μεταξύ των δεξιών και αριστερών κομμάτων έχει διευρυνθεί σημαντικά.
Έτσι, γεννιέται το εύλογο ερώτημα για το αν υπάρχει ουσιαστική αντιπολίτευση σήμερα. Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ με ποσοστά γύρω στο 15%, ή το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής με 12%, να ανταποκριθούν σε αυτόν τον ρόλο; Μήπως η μόνη λύση είναι η συνεργασία όλων των αριστερών δυνάμεων; Παρόλο που αυτό ακούγεται λογικό, ακόμα και αν αθροίσουμε τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, το άθροισμα τους δύσκολα θα υπερβεί το εκλογικό αποτέλεσμα της Νέας Δημοκρατίας. Αυτό επιτρέπει στη δεξιά να κυριαρχεί και να καθορίζει το μέλλον της χώρας, αφήνοντας την αριστερά και την κεντροαριστερά σε περιθωριακή θέση.
Αυτή η πολιτική αδυναμία προκαλεί έντονη ανησυχία στις ηγεσίες των κέντρο αριστερών κομμάτων, καθώς και στα μέλη και τους φίλους τους, που αγωνιούν για την επιβίωσή τους. Αν κοιτάξουμε παραδείγματα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, βλέπουμε ότι η ενότητα των κέντρο αριστερών δυνάμεων μπορεί να οδηγήσει σε επιτυχία. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, η σύγκλιση των προοδευτικών κομμάτων κατάφερε να περιορίσει την άνοδο της ακροδεξιάς στις τελευταίες εκλογές. Παρόλα αυτά, δεν είμαι σίγουρος αν κάτι τέτοιο θα μπορούσε να λειτουργήσει στην Ελλάδα. Η πολιτική σκηνή της χώρας μας έχει διαφορετικές
δυναμικές.
Απουσιάζει η κουλτούρα συνεργασίας και κυριαρχεί η διάσπαση και ο κατακερματισμός δυνάμεων.
Εν τω μεταξύ, ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει με ακυβέρνητο καράβι. Οι πολίτες που καλούνται να επιλέξουν τον επόμενο αρχηγό του κόμματος δεν φαίνεται να έχουν εναλλακτικές λύσεις που να εμπνέουν πραγματική ελπίδα. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κλείσει τον ιστορικό του κύκλο ως κυβερνητική δύναμη και τώρα ετοιμάζεται να επιστρέψει σε έναν πιο περιθωριακό ρόλο, αφήνοντας μεγάλο κενό στην αντιπολίτευση. Με αυτά τα δεδομένα, η χώρα πορεύεται χωρίς μια ισχυρή προοδευτική φωνή, κάτι που είναι κρίσιμο για τη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος.
Στην αντίπερα όχθη, το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής υπό την προεδρία του Νίκου Ανδρουλάκη, κατάφερε να αυξήσει τα εκλογικά του ποσοστά, Αυτά όμως δεν επαρκούν για να το καταστήσουν «ισχυρή και αξιόπιστη προοδευτική αντιπολίτευση», ούτε εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, παρά τις συνεχείς διακηρύξεις του προέδρου του.
Το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται πλέον σε μια εσωτερική διαδικασία ανασύνταξης, με την ηγεσία του να αμφισβητείται.
Η εσωκομματική μάχη δείχνει την αβεβαιότητα που επικρατεί. Από τη μία πλευρά, ο Νίκος Ανδρουλάκης, ο οποίος είδε τον μηχανισμό του να φθίνει, προσπαθεί να διατηρήσει τον έλεγχο του κόμματος. Από την άλλη πλευρά, η υποψηφιότητα του Χάρη Δούκα, αν και νέος στο πολιτικό σκηνικό, φαίνεται να κερδίζει έδαφος. Ο Χάρης Δούκας, μόλις εννέα μήνες δήμαρχος της Αθήνας, εμπνέει όλο και περισσότερους πολίτες, ενώ δείχνει ικανός να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ και να προσελκύσει ξανά μέλη που είτε αποστασιοποιήθηκαν είτε στράφηκαν σε άλλες πολιτικές επιλογές.
Το ζήτημα που τίθεται είναι αν το ΠΑΣΟΚ και η Ελλάδα μπορούν να υιοθετήσουν το γαλλικό μοντέλο της ενότητας των προοδευτικών δυνάμεων. Ωστόσο, ο κόσμος φαίνεται να έχει κουραστεί από τις συμφωνίες που γίνονται κάτω από το τραπέζι, και από τους πολιτικούς που επιδιώκουν μόνο την κατάληψη μιας καρέκλας εξουσίας. Ο Χάρης Δούκας, από την αρχή της πορείας του, έδειξε πρόθεση για πραγματική σύγκλιση των προοδευτικών δυνάμεων σε επίπεδο κοινωνίας και όχι σε επίπεδο κομματικών επιτελείων. Στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές, απέδειξε ότι είναι σε θέση να κερδίσει τη δεξιά, ενισχύοντας τις ουσιαστικές συνεργασίες σε επίπεδο πολιτών και ενώνοντας δυνάμεις.
Ο Χάρης Δούκας είναι ο υποψήφιος πρόεδρος που έχει ετοιμάσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο τόσο για την αντιπολίτευση όσο και για τη διακυβέρνηση της χώρας. Το σχέδιό του είναι ρεαλιστικό και ικανό να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της εποχής.
Σε κάθε περίπτωση, όλα αυτά θα κριθούν στις εσωκομματικές εκλογές της 6ης και 13ης Οκτωβρίου. Η Ελλάδα χρειάζεται να αλλάξει σελίδα στην πολιτική της ζωή, και το ΠΑΣΟΚ – Κίνημα Αλλαγής είναι η μόνη αξιόπιστη προοδευτική δύναμη διακυβέρνησης. Ο Χάρης Δούκας, με τη σειρά του, είναι αυτός που μπορεί να αναγεννήσει την ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.
Στις 6 και 13 Οκτωβρίου, ΕΝΩΝΟΥΜΕ ΔΥΝΑΜΕΙΣ, ΚΕΡΔΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ.