του Μιχάλη Ψύλου, δημοσιογράφου
«Ήρθε η ώρα να εστιάσουμε στην πραγματική οικονομία»: Μια φράση που επαναλαμβάνουν πλέον όλο και περισσότεροι Ευρωπαίοι κεντρικοί τραπεζίτες που δεν φορούν παραμορφωτικούς, νέο-φιλελεύθερους φακούς».
Στις 12 Δεκεμβρίου, όταν θα συνεδριάσει για τελευταία φορά φέτος, η ΕΚΤ πρέπει να εγκαταλείψει τη στρατηγική των μικρών βημάτων και να κάνει ένα άλμα: Να μειώσει σημαντικά τα επιτόκια αναφοράς, τουλάχιστον κατά μισή ποσοστιαία μονάδα. Ίσως και ακόμα περισσότερο, προκειμένου να αντιστραφούν οι φόβοι των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών για επιδείνωση της κατάστασής τους.
Η ΕΚΤ έχει ήδη μειώσει τα επιτόκια τρεις φορές φέτος και οι επενδυτές αναμένουν περαιτέρω χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής.
Οι περιοριστικές νομισματικές πολιτικές δεν είναι πλέον απαραίτητες, καθώς ο πληθωρισμός είναι κοντά στο στόχο του 2%, αλλά η εγχώρια ζήτηση παραμένει στάσιμη.
Τα πράγματα γίνονται επικίνδυνα γιατί μπορούν να προκαλέσουν πραγματική ύφεση στην ευρωζώνη.
Τα τελευταία στοιχεία για την οικονομική κατάσταση και στις ισχυρότερες ευρωπαϊκές οικονομίες το αποδεικνύουν:
Η Γερμανία βολοδέρνει σε ύφεση για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά και οδεύει σε πρόωρες εκλογές τον Φεβρουάριο. Αλλά θα φτάσουμε ενδεχομένως στο καλοκαίρι για να σχηματιστεί κυβέρνηση.
Η Γαλλία βρίσκεται σε σοβαρή πολιτική κρίση. Με μια ασταθή κυβέρνηση χωρίς σαφή πλειοψηφία και τεράστια οικονομικά προβλήματα: χαμηλή ανάπτυξη και δημόσιο χρέος που έχει εκτιναχθεί, φτάνοντας τα 3,3 τρισ. – ίσο με το 110% του ΑΕΠ. Σε απόλυτες τιμές το γαλλικό χρέος είναι χειρότερο από το ιταλικό, που έχει ξεπεράσει το 140%.
Το «αεροπλανοφόρο» Τραμπ
Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι η κρίση της σημερινής γερμανικής κυβέρνησης εξερράγη την ημέρα που έγινε σίγουρη η νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές εκλογές.
Το οικονομικό πρόγραμμα του Τραμπ προβλέπει την επιβολή δασμών σε μια σειρά ευρωπαϊκών προϊόντων, για να ενθαρρύνει την ανάπτυξη της αμερικανικής οικονομίας. Προβλέπονται δασμοί για προϊόντα που μπορούν να παράγουν οι ΗΠΑ εσωτερικά. Οι ειδικοί έχουν υπολογίσει μια συρρίκνωση του ΑΕΠ της ευρωζώνης της τάξης του 1% σε περίπτωση επιβολής δασμών.
Ο Τραμπ έχει ξεκινήσει μια πραγματική πρόκληση για την Ευρώπη με μια σειρά από παράλληλες προκλήσεις, που όμως συγκλίνουν προς τον ίδιο στόχο: την ανάπτυξη στις ΗΠΑ με τουλάχιστον με διπλάσιο ρυθμό. Και τον εξαναγκασμό των ευρωπαϊκών χωρών να ξοδέψουν περισσότερα και να φτάσουν τουλάχιστον τον στόχο του 2% του ετήσιου ΑΕΠ για να συνεισφέρουν στον προϋπολογισμό του ΝΑΤΟ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει επανειλημμένα ισχυριστεί βέβαια ότι θα είναι σε θέση να επιλύσει τον πόλεμο της Ουκρανίας εντός 24 ωρών μόλις επιστρέψει στον Λευκό Οίκο. Απομένουν μερικοί μήνες βέβαια για να βεβαιωθούμε αν είχε δίκιο.
Προς το παρόν, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες συντάσσονται πίσω από τις πολεμικές κραυγές που έρχονται από την απερχόμενη αμερικανική διοίκηση Μπάιντεν και τον Εργατικό Βρετανό πρωθυπουργό Κίρ Στάρμερ.
Δύο κυβερνήσεις που έδωσαν το πράσινο φως στην Ουκρανία να χτυπήσουν τη Ρωσία.
Χωρίς φυσικά να συμβουλευτούν τους συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ. Αγνοώντας προκλητικά ορισμένες χώρες που συνειδητοποιούν ότι είναι απαραίτητο να διαπραγματευτούν το τέλος της σύγκρουσης στην Ουκρανία, πρώτα και κύρια τη Γερμανία.
Βλέπουμε αποφάσεις που δεν λαμβάνονται ομόφωνα, αλλά μπορούν να αποβούν και σε βάρος άλλων χωρών. Αν για παράδειγμα, μετά από κάποια σοβαρή επιδείνωση, ο Πούτιν σκεφτεί να πλήξει ευρωπαϊκές βάσεις που φιλοξενούν αμερικανούς ή βρετανούς στρατιώτες. Υπάρχουν δηλαδή και άλλες χώρες που κινδυνεύουν.
Η «βαρκούλα» της ΕΕ
Πολλούς εξέπληξε βέβαια το γεγονός ότι καμία συμμαχική χώρα δεν αποστασιοποιήθηκε από αυτή την κλιμάκωση.
Η «κουτσή πάπια» – πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, χειροκρότησε επίσης την πρωτοβουλία του Μπάιντεν να άρει τους περιορισμούς στη χρήση όπλων μεγάλης εμβέλειας. Οι υπόλοιπες χώρες ξεχωρίζουν μόνο για τη …σιωπή τους.
Αναμφίβολα, ο δρόμος προς την ειρήνη στην Ουκρανία είναι εξαιρετικά περίπλοκος, αλλά η Ευρώπη δεν κάνει τίποτα για να συμβάλει θετικά.
Έχοντας μάλιστα επιλέξει στην προεδρία της Κομισιόν και πάλι μια πολιτικό που στην προηγούμενη θητεία της δεν είχε να επιδείξει και πολλές ηγετικές ικανότητες. Δεν έκανε ουσιαστικά τίποτα για να αντιμετωπίσει τον περίφημο νόμο IRA του Μπάιντεν για την προσέλκυση στην Αμερική ευρωπαϊκών κολοσσών με δισεκατομμύρια επιδοτήσεων για πράσινες επενδύσεις.
Για να μη μιλήσουμε για την εμπλοκή της σε πιθανά σκάνδαλα με τα δισεκατομμύρια που δόθηκαν για τα εμβόλια του Covid-υποθέσεις που ερευνώνται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο
Η νέα εκτελεστική εξουσία της ΕΕ, άλλωστε, γεννήθηκε στη βάση ενός εύθραυστου συμβιβασμού που δεν επιλύει τα υποκείμενα προβλήματα της Ευρώπης.
Πρόκειται για μια συμφωνία που έχει την εξουσία ως αυτοσκοπό και δεν αντικατοπτρίζει τις μεγάλες προσδοκίες για την ανανέωση της ΕΕ. Ας το παραδεχτούμε άλλωστε: Η φράου φον ντερ Λάιεν είναι ένα πολιτικό θαύμα: Το θαύμα μιας γυναίκας που η Άνγκελα Μέρκελ ως καγκελάριος την έστειλε στην Ευρώπη για να απαλλαγεί από την υπουργό Άμυνας φον ντερ Λάιεν, που – αν και χωρίς μεγάλα προσόντα – εμφανιζόταν ως «δελφίνος» για τη διαδοχή.
Η φον ντερ Λάιεν κατάφερε όμως να γίνει το σημείο αναφοράς του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος. Και το πρόβλημα είναι ότι ολόκληρη η Ευρώπη θα πληρώσει αυτό το «θαύμα» για άλλα πέντε χρόνια.
Την ώρα που η Κίνα και οι ΗΠΑ ανταγωνίζονται στα άπειρα σύνορα της καινοτομίας , της τεχνητής νοημοσύνης, του διαστημικού αγώνα, δεν γνωρίζουμε ακόμη τι θέλει να είναι η Ευρώπη τα επόμενα πέντε χρόνια. Και ίσως ούτε η φον ντερ Λάιεν να μην το ξέρει καν…