Τον χειμώνα του 1945, οι Ναζί προσπάθησαν να καταστρέψουν τα στοιχεία των κτηνωδιών που είχαν διαπράξει στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Ήταν μια ψυχρή νύχτα στην κατεχόμενη Πολωνία και όλοι οι κρατούμενοι ήξεραν ότι θα μπορούσε να είναι η τελευταία τους. Καθώς οι Ρωσικές δυνάμεις προέλαυναν στο Άουσβιτς από τα ανατολικά, οι Ναζιστές αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τα στρατόπεδα θανάτου και να κρύψουν τα εγκλήματα τους, αναγκάζοντας περίπου 60.000 κρατουμένους, κυρίως Εβραίους, να μετακινηθούν προς τα στρατόπεδα στο εσωτερικό της Γερμανίας.
Στις βίαιες αυτές μετακινήσεις, που έμειναν γνωστές ως πορείες θανάτου του Άουσβιτς, χιλιάδες ταλαιπωρημένοι κρατούμενοι, οι οποίοι ήδη υπέφεραν από ασιτία και αρρώστιες λόγω της κακοποιησής τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, σχημάτιζαν πορείες και περπατούσαν για δεκάδες χιλιόμετρα μέσα στο τσουχτερό κρύο, με ελάχιστη ή χωρίς καθόλου τροφή, νερό ή ξεκούραση, κατευθυνόμενοι σε εμπορικές αμαξοστοιχίες με κατεύθυνση άλλα στρατόπεδα.
Κατά τη διάρκεια της πορείας, όσοι κρατούμενοι προσπάθησαν να το σκάσουν πυροβολούνταν, ενώ οι Γερμανοί στρατιώτες εκτελούσαν επιτόπου όσους επιβράδυναν ή κατέρρεαν, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και παιδιών που ήταν τόσο εξαντλημένα από την πείνα και τις βάναυσες συνθήκες που δεν μπορούσαν πλέον να συνεχίσουν. Σχεδόν ένας στους τέσσερις πέθανε στην πορεία.
Στα στρατόπεδα του Άουσβιτς παρέμειναν συνολικά κοντά στους 7.500 φυλακισμένους, οι οποίοι λόγω ασθένειας και αδυναμίας ήταν αδύνατο να ακολουθήσουν την πορεία. Περισσότεροι από 300 τουφεκίστηκαν άμεσα, ενώ η προγραμματισμένη εξόντωση των υπόλοιπων αποτράπηκε μονάχα λόγω της ταχείας προέλασης του Κόκκινου Στρατού.
Οι τελευταίες μέρες του Άουσβιτς, το οποίο άνοιξε από τις Ναζιστικές δυνάμεις κοντά στην κωμόπολη Όσβιετσιμ της Πολωνίας το 1940, σηματοδοτήθηκαν από χάος και δειλία, καθώς τα SS προσπάθησαν να καταστρέψουν τα πιο αποτελεσματικά εργαλεία της Ναζιστικής Γερμανίας στην προσπάθεια εξάλειψης των Ευρωπαίων Εβραίων. Στα τέλη του 1944, καθώς οι συμμαχικές δυνάμεις του Β ‘Παγκοσμίου Πολέμου ελευθέρωσαν μεγάλο μέρος της κατεχόμενης Ευρώπης από τα ναζιστικά χέρια, είχε καταστεί σαφές ότι ο ναζιστικός στρατός – μια ισχυρή δύναμη που κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933 – οδηγούνταν προς μια θεαματική ήττα.
Εν μέρει τα κρεματόρια και οι θάλαμοι αερίων γκρεμίστηκαν ήδη τον Νοέμβριο του 1944, με εντολή του Χάινριχ Χίμλερ, ο οποίος ήταν επικεφαλής των SS και ένας από τους αρχιτέκτονες του Ολοκαυτώματος. Οι αποτεφρωτήρες αποσυναρμολογήθηκαν και, βάσει νεότερων μελετών, προορίζονταν να εγκατασταθούν στο Στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν-Γκούζεν, το οποίο οι εθνικοσοσιαλιστές τότε ακόμη πίστευαν ότι δεν θα πέσει στα χέρια των Συμμάχων. Το τελευταίο κρεματόριο του Άουσβιτς το ανατίναξαν λίγο πριν από την απελευθέρωση του στρατοπέδου, τον Ιανουάριο του 1945, για να κρύψουν τα ίχνη των πράξεων τους από τους Σοβιετικούς. Ωστόσο, τα ερείπια παρέμειναν.
Όταν ο Κόκκινος Στρατός έφτασε στο στρατόπεδο, βρήκαν κρατούμενους που ήταν μέσα στα περιττώματα τους και λιμοκτονούσαν, παιδιά που είχαν χρησιμοποιηθεί για ιατρικά πειράματα και άλλα συγκλονιστικά στοιχεία για τα εγκλήματα των Ναζιστών. Οι Γερμανοί δεν κατάφεραν να καταστρέψουν κάποιες αποθήκες στις οποίες κρατούσαν τα προσωπικά αντικείμενα των κρατουμένων πριν μεταφερθούν πίσω στο Ράιχ. Μεταξύ αυτών ήταν 7,7 τόνοι ανθρώπινης τρίχας, 370.000 ανδρικά κοστούμια και 837.000 γυναικεία παλτό και φορέματα.
Αν και οι Ρώσοι μόλις είχαν δει το πιο θανατηφόρο στρατόπεδο του Ολοκαυτώματος, η απελευθέρωση του Άουσβιτς δεν έγινε καν πρωτοσέλιδο. Ένα ανακοινωθέν που δημοσιεύθηκε στους New York Times στις 28 Ιανουαρίου 1945, δεν ανέφερε καν το στρατόπεδο, μόνο την πόλη. Στις 3 Φεβρουαρίου, η εφημερίδα αφιέρωσε δύο παραγράφους στο “εργοστάσιο δολοφονίας” στο Οσβιέτσιμ, αλλά έδινε λίγες λεπτομέρειες. Καθώς ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος βρισκόταν στο τέλος του, λίγοι ήταν οι άνθρωποι που μπορούσαν να κατανοήσουν την βαναυσότητα των στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Μόνο όταν ο κόσμος έμαθε το πραγματικό πεδίο των φρικαλεοτήτων του Ολοκαυτώματος, άρχισε να αντιδρά σε ότι είχε συμβεί στο Άουσβιτς. Αν και οι Ναζί προσπάθησαν να καλύψουν τις πράξεις τους, καθιστώντας αδύνατο να γνωρίσει η ανθρωπότητα την πλήρη ιστορία των εγκλημάτων τους, οι φωνές των θυμάτων και των επιζώντων, ήταν αυτές που έριξαν μεγάλο φως στα εγκλήματα. Συνολικά, 6 εκατομμύρια Εβραίοι έχασαν τη ζωή τους στο Ολοκαύτωμα. Σήμερα, ένα μουσείο και μνημείο στο Άουσβιτς διατηρεί τα απομεινάρια των εγκλημάτων των Ναζιστών – μια υπενθύμιση των πολλών ανθρώπων που δολοφονήθηκαν.