Οι διεργασίες και αποφάσεις κατά την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης εν μέσω κρίσης, δημιούργησαν ένα περιβάλλον διπλής ανάγνωσης.
Η αποδοχή λειτουργίας κοινής πολιτικής προμηθειών ενέργειας, σε συνδυασμό με την εξαιρετικής γεωπολιτικής σημασίας συμφωνία με τις ΗΠΑ για την κάλυψη ικανού τμήματος των ενεργειακών αναγκών της ΕΕ με υγροποιημένο LNG, αναδεικνύουν τη θετική διάσταση των πεπραγμένων της Συνόδου. Υπάρχει όμως και η αρνητική. Αυτή της αδυναμίας συμφωνίας ως προς τη γενικότερη αντιμετώπιση τόσο των κερδοσκοπικών πιέσεων, όσο και των αρνητικών αποτελεσμάτων της νέας κρίσης.
Εν μέσω της νέας υπαρξιακής αναζήτησης της ΕΕ και του παρατεταμένου διαχωρισμού Βορρά–Νότου, η επαναπροσέγγιση της αξιοποίησης των δυνητικών ενεργειακών αποθεμάτων της χώρας, μετά από την πρόσφατη αναφορά του Πρωθυπουργού φαίνεται πως αναδεικνύει τάσεις γρήγορων αντανακλαστικών ρεαλισμού ως προς το μείζον πρόβλημα της κάλυψης των ενεργειακών αναγκών και όχι μόνον. Σίγουρα εν μέσω κρίσης επιδεικνύεται μία σωστή αναδίπλωση που όμως πρέπει να συνοδεύεται από σειρά μέτρων επαναπροσδιορισμού της αναπτυξιακής πολιτικής της χώρας.
Η αποδοχή των κρατικών ομολόγων (waiver) από την ΕΚΤ μέχρι το 24, αναμφίβολα αποτελεί δικλείδα ασφαλείας, με βάση της εκτιμήσεις ότι εν μέσω της κρίσης, της εκτίναξης του πληθωρισμού και της μείωσης των προβλέψεων για την ανάπτυξη, δύσκολα θα λάβουμε επενδυτική βαθμίδα νωρίτερα από το δεύτερο εξάμηνο του 23. Οι παραπάνω εξελίξεις δε θα αφήσουν το αρνητικό τους οικονομικό αποτύπωμα για αρκετά χρόνια. Ανεξάρτητα από το πότε θα τελειώσει ο πόλεμος.
Η σωστή επανεκτίμηση των δεδομένων από πλευράς Κυβέρνησης, ως προς την αναγκαιότητα ταχύτατης αξιοποίησης των δυνητικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου, δημιουργεί την ανάγκη ενός συνολικού επανασχεδιασμού της αναπτυξιακής πολιτικής σε μεσοπρόθεσμη βάση. Άλλωστε, η προ των πυλών κρίση στον πρωτογενή τομέα, σε συνδυασμό με την εκτίναξη του κόστους υλοποίησης των μεγάλων έργων του Ταμείου Ανάπτυξης, καθιστά επιτακτική την ανάγκη προώθησης ενός νέου παράλληλου μοντέλου μεσοπρόθεσμης βάσης.
Η ΕΕ έκανε λάθος με την σχεδόν εμμονική προσέγγιση της πράσινης ενεργειακής μετάβασης χωρίς να επιλέξει εναλλακτικές ενεργειακές πηγές προμήθειας φυσικού αερίου. Αντίστοιχη υπερβολή ως προς τον χρόνο μετάβασης έγινε από την κυβέρνηση. Η σηματοδοτούμενη αλλαγή όμως – με βάση τα πρόσφατα σχόλια του Πρωθυπουργού – και η πιθανότητα εντός τριών ή τεσσάρων ετών να βρεθούμε στην φάση εκμετάλλευσης εγχώριων κοιτασμάτων φυσικού αερίου, μας επιτρέπει να χαράξουμε μία νέα μεσοπρόθεσμη και στοχευμένη αναπτυξιακή στρατηγική. Ας μην ξεχνάμε πως το «Κρατικό Ταμείο Συντάξεων» της Νορβηγίας στηρίζεται από το «ενεργειακό πλεόνασμα» της χώρας. Στην ίδια βάση θα μπορούσε να στηριχθεί ένα Ταμείο Υποστήριξης της Περιφερειακής Ανάπτυξης. Ειδικά των «φθινουσών» περιοχών.
Αν υποθέσουμε πως η κρίση ωθεί την κυβέρνηση στην παραδοχή της ύπαρξης αναπτυξιακού ελλείματος και επακόλουθα την οδηγεί στην αναθεώρηση των βασικών αρχών του σχεδίου Πισσαρίδη – άρα της φιλοσοφίας του Αναπτυξιακού Ταμείου- τότε δεν είναι αργά να δομήσουμε ένα «συμπληρωματικό» μοντέλο στην βάση της «αυτοανάπτυξης» των Περιφερειών. Στην λογική ότι εφόσον η παραγωγική διάρθρωση της χώρας δεν είναι δυνατόν να προσομοιασθεί με άλλης χώρας της Ευρωζώνης, θα πρέπει να επιλεγεί ένα σύνθετό αναπτυξιακό μείγμα καθώς η, «νεοκευνσιανή» προσέγγιση της διοχέτευσης πόρων μόνον σε μεγάλα έργα και σχήματα, ενώ επί της αρχής προσδίδει ουσιαστική υποστηρικτική βάση, χαρακτηρίζεται από αδυναμία όταν συζητάμε για την αναπτυξιακή γεωγραφία του συνόλου των Περιφερειών της χώρας.
Η Ουκρανική κρίση ανέδειξε αδυναμία ως προς το γεγονός ότι η μέχρι σήμερα ακολουθούμενη στόχευση δεν καλύπτεται από εναλλακτικό αμυντικό σενάριο (hedge). Όμως, με το κόστος των πρώτον υλών έχει εκτιναχθεί σε απαγορευτικά επίπεδα, με αποτέλεσμα ο χρόνος υλοποίησης των μεγάλων έργων -άρα και η θετική επίπτωσή τους στο ΑΕΠ- να τίθεται υπό αμφισβήτηση. Όταν δε εκτός από ενεργειακή κρίση, διαφαίνεται η πιθανότητα να προκύψει παγκόσμια κρίση ρευστότητας (global liquidity crisis), τότε γίνεται αντιληπτό πως σε κάθε ευκαιρία πρέπει να σχεδιάσουμε στρατηγική μικροανάπτυξης με ανάδειξη των θετικών αναπτυξιακών ιδιαιτεροτήτων κάθε Περιφέρειας.
Κάθε περιφέρεια έχει τις δικές της αναπτυξιακές και επιχειρηματικές ιδιαιτερότητες. Αν εξαιρέσουμε τα όποια έργα ή επιχειρηματικές πρωτοβουλίες εντάσσονται σε μία μερικώς αναποτελεσματική κατανομή του ΕΣΠΑ και των αναπτυξιακών νόμων, προκύπτει ένα μεγάλο κενό στρατηγικής ανάπτυξης αλλά και επιβίωσης.
Επιπρόσθετα επιβαρυντικό είναι το γεγονός ότι η πλειοψηφία των επιχειρήσεων των Περιφερειών έχουν αποκλεισθεί εκ προοιμίου από την τραπεζική χρηματοδότηση. Η παραπάνω διαπίστωση επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών βάσει των οποίων μόνο το 5% εκ των εγγεγραμμένων επιχειρήσεων στο σχετικό μητρώο έχουν δυνατότητα τραπεζικής σχέσης.
Ο αναπτυξιακός σχεδιασμός των Περιφερειών δεν ακολουθεί συγκεκριμένη στρατηγική στόχευση που να εντάσσεται σε ένα γενικό αναπτυξιακό πλαίσιο. Ειδικά μετά την κρίση χρέους. Αν ανατρέξουμε δε στην περίοδο αυτή όπου τα υπό διάθεση κονδύλια «δεσμεύθηκαν» από την κεντρική Κυβέρνηση, ή ακόμα και πρόσφατα όπου το όριο ανά επιχείρηση χρηματοδότησης μέσω ΕΣΠΑ μειώθηκε από 3εκ ευρώ σε 1 εκ. ευρώ, γίνεται αντιληπτός ο λόγος που οι Περιφέρειες πρέπει να αναλάβουν συνολικά την διαχείριση της ανάπτυξής τους.
Το τμήμα εκείνο της ανάπτυξης που προσδιορίζεται από την εξειδικευμένη παραγωγική διαδικασία κάθε Περιφέρειας – ειδικά στις περιπτώσεις των φτωχών Περιφερειών- στους τομείς του σχεδιασμού, την επιλογή στρατηγικής μέχρι την απευθείας χρηματοδότηση επιχειρήσεων και επιχειρηματικών προτάσεων μέσω αυτόνομων Περιφερειακών φορέων -εκτός του τραπεζικού συστήματος- πρέπει να αποτελεί βασικό πυλώνα της προτεινόμενης αναβαθμισμένης αυτονομίας των Περιφερειών.
Η κρίση της Ουκρανίας ανέδειξε με μεγάλη ένταση τις διαχρονικές αναπτυξιακές παθογένειες αλλά και την επίσης διαχρονική έλλειψη στρατηγικής των κυβερνήσεων ως προς το να λαμβάνονται προληπτικά μέτρα. Δυστυχώς πάσχουμε από έλλειψη καινοτομίας, μιμητισμό, άγονο ανταγωνισμό και κακό σχεδιασμό.
Ίσως η έμφαση στην αυτόνομη ανάπτυξη των περιφερειών δημιουργήσει όχι μόνον την βάση στοχευμένης ανάπτυξης, αλλά και ένα υγιή ανταγωνισμό μεταξύ των Περιφερειών που είναι δυνατόν να ενισχυθεί από την θετική «εμπλοκή» ειδικού τύπου χρηματοδοτικών σχημάτων. Είπαμε όμως…απαιτείται σχεδιασμός και «καινοτόμος» σκέψη.